Στο φύλλο της εφημερίδας Δημοκρατική που κυκλοφόρησε την Παρασκευή, διάβασα δύο αντικρουόμενα μεταξύ τους άρθρα. Το πρώτο από αυτά αφορούσε παράπονα των καταστηματαρχών της Νέας Αγοράς που έχουν υποστεί τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και έχουν εξωστεί από τα καταστήματά τους, σχετικά με τις δυσμενείς συνέπιες που είχε εις βάρος τους η εν λόγω διαδικασία. Το δεύτερο από αυτά αφορούσε παράπονα καταστηματαρχών που έχουν παραμείνει στα καταστήματά τους, όντας συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, σχετικά με την δήθεν καθυστέρηση της αποβολής των γειτόνων τους κακοπληρωτών.
Δεδομένου, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα που μας πέρασε, εργαστήκαμε αποκλειστικά για την υλοποίηση αυτού του δύσκολου νομικού έργου, τα δύο άρθρα μου δίνουν την ευκαιρία να απαντήσω σε ερωτήματα, που ίσως και σκοπίμως δημιουργήθηκαν αποκλειστικά και μόνο για να επισκιάσουν μία προσπάθεια εκκαθάρισης και νομικής τακτοποίησης, ενός καθεστώτος που κανένας εδώ και 40 χρόνια δεν τολμούσε έστω και να ακουμπήσει.
Όταν προεκλογικά αποφασίσαμε να συμβάλουμε στην προσπάθεια για τη βελτίωση του νησιού μας, καταστήσαμε σε όλους σαφές ότι δεν πρόκειται να συμμετέχουμε σε ένα πεπαλαιωμένο σύστημα που σκοπό έχει να γίνεται εφήμερα αρεστό, εις βάρος του μακρόχρονου συμφέροντος του τόπου. Ήδη από τη διεκδίκηση της ψήφου των συμπολιτών μας, δηλώσαμε ότι τα προβλήματα πολλές φορές επιδέχονται μόνο επώδυνες και σκληρές λύσεις, οι οποίες όμως είναι αναγκαίες για την τήρηση της νομιμότητας και την προάσπιση του κοινού και δημόσιου συμφέροντος.
Θέλοντας να μείνουμε απολύτως πιστοί στις παραπάνω θέσεις και δεσμεύσεις μας, αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με ένα σοβαρό νομικό ζήτημα που καμία δημοτική αρχή, εδώ και 40 χρόνια δεν τολμούσε, όχι μόνο να λύσει αλλά ούτε καν να θίξει. Το ζήτημα της ακίνητης περιουσίας, η οποία επί δεκαετίες παρέμενε ανεκμετάλλευτη, υπό καταπλεονεκτικές συμβάσεις εις βάρος του Δήμου, και χωρίς καμία προοπτική εξέλιξης και ανάπτυξης. Το συμφέρον των λίγων, αν όχι των ελάχιστων υπερτερούσε κατά πολύ του δημοσίου συμφέροντος, του θεμιτού ανταγωνισμού και εν γένει της νομιμότητας.
Με αυτά τα δεδομένα, για την επίλυση του ζητήματος της νέας αγοράς δεν κάναμε τίποτα παραπάνω από το αυτονόητο… Εφαρμόσαμε το νόμο… τόσο εύκολο, τόσο απλό… και όμως κανείς τόσα χρόνια δεν τολμούσε να το κάνει.
Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής συναντήσαμε αντιδράσεις. Νομικές και πολιτικές. Τις πρώτες, τις ξεπεράσαμε με σκληρή δουλειά και προσπάθεια, που κράτησε σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο και ακόμα συνεχίζεται.
Για τις δεύτερες σας γράφω εδώ. Δεν είναι χαρά μας να προβαίνουμε στην έξωση καταστηματαρχών και ενεργών επιχειρήσεων από το ακίνητο της Νέας Αγοράς. Είναι όμως προφανές ότι ως Δημοτική Αρχή δεν έχουμε καμία απολύτως ευθύνη για τη συσσώρευση οφειλών δεκαετιών, υπέρογκων ποσών, που είναι αντικειμενικά αδύνατο να πληρωθούν ακόμα και σε βάθος χρόνου. Όσον αφορά τον τρόπο και τη διαδικασία της εκτέλεσης, πρέπει να επισημάνω τα ακόλουθα. Σέβομαι και εκτιμώ τον κύριο Κοψιά και εκτιμώ τις προσπάθειες που καταβάλει για την εύρυθμη λειτουργία της Νέας Αγοράς. Όσον αφορά όμως το ζήτημα του χρόνου εκτέλεσης των εξώσεων, θα διαφωνήσω μαζί του. Μας αποδίδει ότι από το Νοέμβριο έχουμε επιδώσει τα πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής και δεν τα εκτελέσαμε, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι αυτά δεν θα εκτελεστούν και έτσι πολλοί καταστηματάρχες υπολόγισαν στην φετινή τουριστική περίοδο πιστεύοντας ότι θα δουλέψουν και αυτή. Όμως η εν λόγω παρατήρηση είναι άστοχη αλλά και αβάσιμη. Άστοχη καθώς η «καθυστέρηση» στην εκτέλεση των πρωτοκόλλων οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον σεβασμό της δημοτικής αρχής, στην προσφυγή των καταστηματαρχών στη δικαιοσύνη. Πράγματι, μόλις επιδόθηκαν τα πρωτόκολλα, οι περισσότεροι από τους καταστηματάρχες στράφηκαν δικαστικά εναντίον τους. Μάλιστα οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους μας παρακάλεσαν να μην τα εκτελέσουμε μέχρι να λάβουν δικαστικά μέτρα και να προχωρήσει σε ώριμο βαθμό η δικαστική διαδικασία. Εμείς σεβόμενοι πράγματι την επικείμενη δικαστική κρίση, δεν προχωρήσαμε στην εκτέλεσή τους, μέχρι τουλάχιστον να εκδοθεί οριστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων επ’ αυτών. Η απόφαση εκδόθηκε και ήταν λακωνική, απλή και ξεκάθαρη. Δεν υπήρχε νομικό έρεισμα των ισχυρισμών των καταστηματαρχών και έτσι ο Δήμος θα μπορούσε να στραφεί σε εκτέλεση των πρωτοκόλλων. Όταν δε διαπιστώσαμε ότι και το Ειρηνοδικείο, δεν εξέδωσε οριστική απόφαση προσβολής των πρωτοκόλλων, τον μήνα Απρίλιο, προχωρήσαμε στην εκτέλεση των πρωτοκόλλων. Το ως άνω δικαστικό «σαβουάρ βίβρ» που επιδείξαμε ως Δήμος, περιμένοντας τις αποφάσεις της δικαιοσύνης (χωρίς να έχουμε τέτοια δικαστική υποχρέωση), τώρα μεταφράζεται σε κακόβουλη εκ μέρους μας συμπεριφορά να κλείνουμε τα μαγαζιά εν μέσω τουριστικής περιόδου. Όμως προφανώς οι καταστηματάρχες ξεχνούν ότι είναι οι ίδιοι που μας παρακαλούσαν να περιμένουμε. Και τώρα μας κατηγορούν γι’ αυτό.
Αβάσιμη είναι γιατί το μόνο για το οποίο δεν μπορεί να μας κατηγορήσει κανείς, είναι ότι δεν προειδοποιήσαμε για το τι πρόκειται να συμβεί. Με κάθε ευκαιρία και κάθε αφορμή δηλώναμε ότι το έργο αυτό ξεκίνησε και θα ολοκληρωθεί. Πώς ακριβώς λοιπόν δημιουργήσαμε την πεποίθηση ότι η φετινή περίοδος θα κυλούσε κανονικά;
Για την όποια κακή κατάσταση του ακινήτου της Νέας Αγοράς που περιγράφει στο άρθρο δεν είμαι αρμόδιος και ούτε έχω και σκοπό να μιλήσω. Αυτό όμως που ξέρω, είναι ότι εάν είχε καταβληθεί έστω και το ήμισι των οφειλόμενων μισθωμάτων, στη Νέα Αγορά δεν θα υπήρχε ούτε ραγισμένο πλακάκι. Αλλά ακόμα και για αυτά πρέπει να ευθύνεται η Δημοτική Αρχή…
Οι ανωτέρω αντιδράσεις ήταν λίγο- πολύ αναμενόμενες και τολμώ να πω καλοπροαίρετες, για αυτό με το άρθρο αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία απλά να απαντήσω. Αυτό όμως το οποίο ποτέ δεν περίμενα ότι θα συνέβενε και μου προκάλεσε την μεγαλύτερη έκπληξη, ήταν το μένος που έβγαλαν «οι καλοπληρωτές», εναντίον των εξωστέων γειτόνων τους. Μένος το οποίο αποτυπώθηκε στο δεύτερο άρθρο της εφημερίδας. Πιο συγκεκριμένα, αμέσως μόλις ξεκίνησε η διαδικασία των εξώσεων, τον Απρίλιο, δέχθηκα δεκάδες ανώνυμα και επώνυμα τηλεφωνήματα, στα οποία μου έλεγαν επί λέξει «πότε θα βγάλεις τον τάδε», «γιατί τον έχετε ακόμα μέσα», «τον καλύπτετε» και άλλα παρόμοια. Μάλιστα γνωστός επιχειρηματίας της Νέας Αγοράς μου είπε επί λέξει «σου δίνω μία εβδομάδα να βγάλεις τον τάδε, αλλιώς θα τα πούμε». Δεν σας κρύβω πόσο απογοητεύτηκα από αυτές τις συμπεριφορές. Κατ’ αρχή η συχνότητα των πιέσεων ήταν τόσο μεγάλη και αυτές τόσο έντονες, ώστε άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν επρόκειτο για μεμονομένες συμπεριφορές, αλλά για ευρεία αντίληψη. Το κυριότερο όμως, το οποίο και με εξόργισε, είναι ότι αντιλήφθηκα πως επί δύο και πλέον χρόνια, ως δημοτική μηχανή, αφιερώσαμε όλες μας τις προσπάθειες στην προστασία των εν λόγω καλοπληρωτών καταστηματαρχών και τώρα, που φτάσαμε σχεδόν στο τέλος της διαδρομής, μας επιβραβεύουν με αυτόν τον τρόπο. Σε όλα τα ανωτέρω ήρθαν να προστεθούν φήμες που κυκλοφόρησαν μέσα στη Νέα Αγορά, περί «επιλεκτικών εξώσεων», περί «προστασίας των δικών μας» κ.ο.κ. Επιτέλους λοιπόν οι φήμες αυτές, καταγράφηκαν και δημοσιογραφικά (έστω και ανώνυμα) και έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να απαντήσω.
Όσον αφορά το ζήτημα της καθυστέρησης των εξώσεων, ήδη όπως έγραψα και ανωτέρω, αυτή οφείλεται στο σεβασμό μας στη δικαστική διαδικασία. Σχετικά δε με το θέμα του ότι κάποιοι εξώστηκαν πρώτοι και κάποιοι άλλοι ακολούθησαν, αυτό είναι θέμα κοινής λογικής. Μία διαδικασία τόσο εκτεταμένης αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι λογικό ότι από κάποιους πρέπει να ξεκινήσει. Κάποιοι πρέπει να είναι οι πρώτοι, όπως σε όλα τα πράγματα στη ζωή. Και κυριολεκτικά με τυχαία σειρά, ξεκινήσαμε τη διαδικασία. Εξάλλου ως Δήμος δεν έχουμε ούτε τους πόρους ούτε τα μέσα να προχωρήσουμε σε 42 ταυτόχρονες εξώσεις. Σχετικά με μία καθυστέρηση που υπήρξε στη διαδικασία μετά το Πάσχα, αυτή οφείλεται σε λογιστική εμπλοκή που έθεσε σε κίνδυνο την πληρωμή των δικαστικών επιμελητών και ως δήμος δεν μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε το ενδεχόμενο μίας μη σύννομής πληρωμής. Μετά όμως τη λύση του θέματος προχωρήσαμε κανονικά και ήδη σε λίγες ημέρες θα ολοκληρώσουμε.
Το κυριότερο όμως που θέλω να απαντήσω στου ανώνυμους επιχειρηματίες που δήλωσαν τα όσα δήλωσαν περί καθυστερήσεων, και θέλω με αυτό να κλείσω το άρθρο μου είναι το εξής. Εδώ και 40 χρόνια, κανένας δεν τόλμησε να ασχοληθεί με αυτό το ευαίσθητο και λεπτό θέμα που αφορά τη νέα αγορά, και τώρα που κάποιος βρέθηκε να το κάνει, μετράμε και τις μέρες;; Λυπάμαι…