Μιχαήλ Θ. Παπαγεωργίου,
Δικηγόρος,
Υπ. Διδάκτωρ Συνταγματικού -Διοικητικού Δικαίου Νομικής Αθηνών
Διδακτορικός Ερευνητής
Νομικής Σχολής Cambridge University,
Επιστημονικός Συνεργάτης -Jr Fellow Wolfson College Cambridge University
Με τον νόμο 4426/2016 κυρώθηκε και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με βάση το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η ιστορική Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή . Η Σύμβαση αντλεί τη σπουδαιότητα της λόγω της καθολικής υπογραφής από 193 χώρες της Γης(πλην Συρίας και Νικαράγουας και πλέον και ΗΠΑ…) ,την Ευρωπαϊκή Ένωση με ξεχωριστή κύρωση από τα κράτη μέλη της και την Παλαιστίνη που δεν υφίσταται κρατική υπόστασης αλλά είναι μέλος του ΟΗΕ για το κλίμα.
Η διαπίστωση ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα έχουν οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό ,ώστε να απειλείται πλέον όχι μόνον η οικολογική, οικονομική, κοινωνική υγεία-ευημερία ορισμένων περιοχών-λαών, αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας, τα ακραία καιρικά φυσικά φαινόμενα και τα σοβαρά προβλήματα δημόσιας υγείας που συνδέονται στενά με την ανθρώπινη οικονομική δραστηριότητα στο φυσικό περιβάλλον, ανάγκασε μετά από μία εικοσαετία αδιέξοδων συναντήσεων, τις κυβερνήσεις της Γης να αποφασίσουν από κοινού τη λήψη δραστικών μέτρων περιορισμού της εκπομπής ρύπων, με στόχο τη συγκράτηση της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Ο στόχος του ΟΗΕ ήταν να επιτευχθεί μια νομικά δεσμευτική και καθολική συμφωνία για το κλίμα, από όλα τα έθνη του κόσμου. Μετά την αποτυχημένη Σύνοδο στην Κοπεγχάγη το 2009, ως προς τη δεσμευτικότητα , αποδοχή και εφαρμογή της, , η νέα Συμφωνία «ενώνει» για πρώτη φορά ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες αλλά και εντελώς υποανάπτυκτα κράτη σε έναν κοινό αγώνα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής με βάση «την αρχή της ισότητας και των κοινών και διαφοροποιημένων ευθυνών»(“common but different responsibilities”) .
Επίσης, αναγνωρίζεται ότι για την μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα και αντιμετώπιση της επείγουσας απειλής ,θα αξιοποιηθούν οι «βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις» δίνοντας έτσι στην επιστήμη πρωτεύοντα ρόλο κατά τη διάρκεια των πολιτικοοικονομικών διαπραγματεύσεων. Το κείμενο συμφωνίας επιβεβαιώνει τον κεντρικό στόχο της Διάσκεψης, να περιοριστεί δηλαδή μέσα στα επόμενα 80 χρόνια του αιώνα μας, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης «αρκετά πιο κάτω από τους δύο βαθμούς Κελσίου». Προτρέπει επακόλουθα, τα κράτη που την υπέγραψαν να «συνεχίσουν τις προσπάθειες για περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου» σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο (1880), κάτι που θα επιτρέψει να μειωθούν σημαντικά οι κίνδυνοι και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή.
Η συμφωνία ουσιαστικά παρακινεί και φαίνεται να σηματοδοτεί το τέλος της εποχής των ορυκτών καυσίμων και ενέργειας. Γίνεται πλέον αποδεκτό και αναγνωρίζεται ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στην τεχνολογία και την καινοτομία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της αποκαλούμενης «καθαρής πράσινης ενέργειας», την έχουν καταστήσει όχι μόνο ρεαλιστική εναλλακτική αλλά και ελκυστική επένδυση που μπορεί να σημάνει μία νέα εποχή για την ανθρώπινη δραστηριότητα και εξέλιξη. Ανεξάρτητα από οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, χάρη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας η ανθρωπότητα μπορεί όχι μόνο να απαλλαγεί από τη ρύπανση των ορυκτών καυσίμων, αλλά να πετύχει βιώσιμη και ευρύτερη οικονομική ανάπτυξη , με χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, για αυτό και μέρος της Συμφωνίας αποτελεί η θέσπιση Πράσινου Παγκόσμιου Ταμείου που θα ενισχύσει χρηματοδοτικές ροές επιδοτήσεων αφενός για την μεταστροφή της παγκόσμιας οικονομίας σε μία νέα βιομηχανική πράσινη εποχή και αφετέρου για την ενίσχυση των πλέον ευάλωτων κλιματικά κρατών και περιοχών (εκθέσεις του ΟΟΣΑ στοιχειοθετούν αναγκαστικές μετακινήσεις και προσφυγικές ροές πληθυσμών 100 εκατομμυρίων τα επόμενα 15 χρόνια εξ αιτίας της κλιματικής αλλαγής…). Η χρηματοδοτική επιδότηση των χαμηλών ρύπων μέσω της πράσινης οικονομίας και η χορήγηση οικονομικής βοήθειας προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε να προβούν σε διαρθρωτικές αλλαγές για τον περιορισμό της εκπομπής ρύπων και την θωράκιση τους έναντι των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αποτελεί ακόμα ένα πρακτικό μέτρο που δημιουργεί την ελπίδα για πραγματική μεταστροφή σε μία νέα εποχή για το Ανθρώπινο γένος στη Γη.
Επίσης, οι κυβερνήσεις συμφώνησαν να κοινοποιούν κάθε 5 χρόνια τις δράσεις και τις συνεισφορές τους για τον ενδεχόμενο επανακαθορισμό και την επίτευξη του φιλόδοξου αλλά και αναγκαίου στόχου της Συμφωνίας. Δέχθηκαν επίσης να λογοδοτούν μεταξύ τους και στο κοινωνικό σύνολο για τις επιδόσεις τους σχετικά με την υλοποίηση των στόχων τους, με άξονα τους, την εξασφάλιση της διαφάνειας και της αμοιβαίας εποπτείας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μία διεθνή και γενική υποχρέωση να εξειδικεύεται σε μία κατά τόπο ευθύνη με βάση το σκεπτικό του “think globally -act locally”, δημιουργώντας την προσδοκία για πραγματική επιμέρους ουσιαστική εφαρμογή προς το αθροιστικό κοινό συμφέρον όλων.
Τα παραπάνω θετικά βέβαια, συγκρούονται ευθέως με την πολιτική βούληση της κάθε εξουσίας ως προς την πραγματική εφαρμογή τους και την σύνδεση της με τα υφιστάμενα οικονομικά συμφέροντα που έχουν σχεδιάσει την δράση τους και τις επενδύσεις τους , τα επόμενα χρόνια, με βάση τα ορυκτά καύσιμα και το πιο άμεσα εξασφαλισμένο χρηματοπιστωτικό όφελος (490 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν εγκριθεί κατά μέσο όρο ετησίως σε παγκόσμια κλίμακα για την ενίσχυση βιομηχανιών ορυκτών καυσίμων, σύμφωνα με στοιχεία της παγκόσμιας τράπεζας). Παράλληλα, στο υπό εξέταση νομικά δεσμευτικό κείμενο παρατηρείται, ξεκάθαρα, αοριστία ως προς την πρακτική επίτευξη και εφαρμογή του προκαθορισμένου στόχου, ενώ αποφεύγονται οποιεσδήποτε ευθείες οικονομικές κυρώσεις-αποζημιώσεις-ρήτρες για την μη τήρηση των συμπεφωνημένων ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη. Λόγω των παραπάνω εύκολα η εκάστοτε πολιτική εξουσία ανά τον κόσμο ,κατά τη διακριτική της ευχέρεια, μπορεί να μετακυλήσει την ευθύνη για τους περιβαλλοντικούς στόχους είτε στην προηγούμενη είτε στην επόμενη πολιτική κατάσταση, αποποιούμενη των δικών της ευθυνών. Από όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η υπαναχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού θα στοιχίσει στις ΗΠΑ την ηγετική της θέση καθώς και σημαντικά οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν από την παγκόσμια μετάβαση στην καθαρή ενέργεια.
Η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία ως συνομοσιολογική προεκλογική δέσμευση του Τραμπ συγκεκριμένων κοντόφθαλμων οικονομικών συμφερόντων θα καταστήσει τις ΗΠΑ από παγκόσμιο κλιματικό ηγέτη σε κομπάρσο των διεθνών εξελίξεων. Πρόκειται για μία ηθικά χρεοκοπημένη απόφαση που οι Αμερικάνοι στο άμεσο μέλλον θα μετανιώσουν πικρά όχι μόνο περιβαλλοντικά αλλά και οικονομικά ,καθώς στοχεύοντας στην ευκαιριακή οικονομική τους μεγέθυνση (growth) απομακρύνονται από την ανταγωνιστική και ουσιαστική τους ανάπτυξη(development). Είναι ξεκάθαρο πως η παγκόσμια κλιματική δράση δεν είναι απλώς ένα νομικό ή πολιτικό ζήτημα προς συζήτηση, αλλά μία αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση για την προστασία των ανθρώπων και του πλανήτη. Ο Τραμπ παραδίδει την αμερικανική κυριαρχία στους πραγματικούς παγκόσμιους ηγέτες, που εκμεταλλεύονται το διεθνές μομέντουμ προκειμένου να προστατέψουν το κλίμα και τις χώρες τους μέσω της μεταστροφής τους σε οικονομίες που τροφοδοτούνται με καθαρή και ανεξάντλητη ενέργεια.
Η Ευρώπη, η Κίνα και άλλες χώρες αναλαμβάνουν τα ηνία στη νέα εποχή.
Από τις 194 χώρες που συμφώνησαν στην ανάγκη λήψης κλιματικής δράσης και θέσπισης της Κλιματικής Δικαιοσύνης μόλις μία αποφάσισε να αποχωρήσει.
Αυτό από μόνο του δείχνει πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ ή το ποια μεμονωμένα βιομηχανικά συμφέροντα εξυπηρετεί γενικώς η πολιτική του. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή φρουράς σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς η Αμερική επισήμως επιλέγει το παρελθόν…ενώ οι πολιτικοί ηγέτες ανεξαρτήτως ιδεολογίας, ο καινοτόμος επιχειρηματικός κόσμος και οι κοινωνίες διεθνώς, προχωρούν προς το μέλλον.
Στη χώρα μας, ο θεμελιώδης της νόμος , το Σύνταγμα , έχει ήδη απόλυτα κατοχυρωμένα τόσο τα δικαιώματα ,όσο και τις αρχές που περικλείονται στη νέα διεθνή σύμβαση -πρόκληση για την ανθρωπότητα. Συνεπώς , η είσοδος της στη ελληνική έννομη τάξη κατοχυρώνεται, αναδεικνύεται και θωρακίζεται με τον πλέον δυναμικό τρόπο .Η «κλιματική δικαιοσύνη» ωστόσο δημιουργεί κατά την γνώμη μου, διεθνώς, ένα ισχυρό και σωρευτικό δικαίωμα που συνδυάζει αρμονικά το δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος, στην δημόσια υγεία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την εργασία και την βιώσιμη ανάπτυξη και συνεπώς σε μία ενδεχόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος η ξεκάθαρη αναφορά στη κλιματική αλλαγή πέρα από την υπερνομοθετική της ισχύ ως διεθνής κανόνας ,θα έδινε ένα επιπλέον ισχυρό νομικό όπλο και κινητήριο μοχλό τόσο για την έννομη τάξη όσο και στις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες της οικονομίας μας. Η πρακτική εφαρμογή της Συμφωνίας αποτελεί για την Ελληνική Δημοκρατία στις κρίσιμες δημοσιονομικές περιστάσεις μία επιπλέον πρόκληση λόγω της γεωστρατηγικής και αναπτυξιακής της θέσης. Η Ελλάδα, ως νησιωτική-παράκτια μεσογειακή χώρα απειλείται άμεσα τόσο από την αύξηση της στάθμης της θάλασσας (φαινόμενο του θερμοκηπίου) και την ανομβρία-λειψυδρια όσο και από την ρύπανση των υδάτων και του αέρα με σημαντικές επιπτώσεις στην ναυαρχίδα (βαριά βιομηχανία όπως συχνά χαρακτηρίζεται) των αναπτυξιακών προοπτικών της, τον τουρισμό, απειλώντας το φυσικό περιβάλλον ιδιαίτερα των παράκτιων και νησιωτικών περιοχών με την ολοένα και μεγαλύτερη διάβρωση του εδάφους και την δαπανηρή αποκατάσταση του. Επιπλέον, εν έτει 2017 αν και ευρωπαϊκή χώρα του δυτικού κόσμου, σε πολλές γωνιές της, όπως και στον τόπο μας τα Δωδεκάνησα, δεν έχει ως δεδομένο την ύπαρξη πόσιμου ακόμα και αρδευτικού νερού ,οδηγώντας τους μόνιμους κάτοικους στην εγκατάλειψη της νησιωτικής παραμεθορίου αλλά και την υποβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, σε νησιά και περιοχές μοναδικού φυσικού κάλους(ήδη στη βαλκανική και μεσογειακή Σλοβενία κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα της ως αυτόνομο δικαίωμα η πρόσβαση στο πόσιμο νερό, χαρακτηριζόμενο ως το «υγρό χρυσάφι» του 21ου αιώνα). Παράλληλα, με τις βλαπτικές επιπτώσεις τις κλιματικής αλλαγής υποβαθμίζεται ανεκτίμητα και το πολιτιστικό περιβάλλον-μνημεία , λόγω των ακραίων καιρικών -ασυνήθιστων συνθηκών , των καυσαερίων και της όξινης βροχής, καταστάσεις που δεν πρέπει να μείνουν ως διαπιστωτικές και από τις τρεις εξουσίες της χώρας μας(κυβέρνηση, βουλή, δικαιοσύνη). Επιβάλλεται συνεπώς, να δράσουν ,να μεριμνήσουν και να παρέμβουν από την μία, προστατευτικά – αποκαταστατικά για τις ήδη υπάρχουσες περιβαλλοντικές βλάβες αλλά και προληπτικά – εγγυητικά για την εθνική αξιοποίηση των προκλήσεων της νέας εποχής και από πρόβλημα η προφύλαξη από την κλιματική αλλαγή ,να μετατραπεί σε βασικό άξονα της αναπτυξιακής μας πολιτικής ως κράτος- μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.