Την παραπομπή σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων ενός αξιωματικού της ΕΛΑΣ, ενός ημεδαπού και της αλλοδαπής συζύγου του, κι ενός λογιστή αποφάσισε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με βούλευμα που εξέδωσε.
Ο πρώτος κατηγορείται για δωροληψία κατ’ εξακολούθηση για πράξη αντικείμενη στα καθήκοντα του υπαλλήλου, τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα, ο δεύτερος και η τρίτη των κατηγορουμένων για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα σε βαθμό κακουργήματος, τελεσθείσα από κοινού, με τις ειδικότερες μορφές της μετατροπής και απόκρυψης της αλήθειας αναφορικά με την προέλευση της περιουσίας εν γνώσει της προέλευσης της από το κακούργημα του άρθρου 52 του Ν. 4002/2011 και ο τέταρτος των κατηγορουμένων για άμεση συνέργεια στην ανωτέρω πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Το δικαστικό συμβούλιο αποδεχόμενο σχετική εισήγηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου αποφάσισε να μην γίνει κατηγορία εις βάρος του αξιωματικού, για την πράξη της κατάχρησης εξουσίας κατά συρροή που φέρεται να τελέστηκε στη Ρόδο, εντός του χρονικού διαστήματος από το Μάιο έως τις 19 Νοεμβρίου 2014, αλλά και την 27η Ιουλίου 2015.
Οπως έγραψε η «δημοκρατική», το Νοέμβριο του 2019 με απόφαση που εξέδωσε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου έπαυσε οριστικά η δίωξη εις βάρος του ίδιου ημεδαπού ιδιοκτήτη παραδοσιακού καφενείου, για ενεργητική δωροδοκία του αξιωματικού της ΕΛΑΣ, λόγω παραγραφής.
Το συγκεκριμένο αδίκημα υποβαθμίστηκε με πρόσφατο νομοθέτημα σε πλημμέλημα κι ενώ η δικογραφία εις βάρος του εκκρεμούσε κατόπιν εξέτασής της από τον Ανακριτή Διαφθοράς, σχηματίστηκε κατηγορητήριο το οποίο ωστόσο δεν επιδόθηκε εντός των ορίων της παραγραφής.
Από εκεί και πέρα από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος του για να δικαιολογηθεί η καταδίκη του για συμμετοχή και διεξαγωγή παράνομου χαρτοπαιχτικού παιγνίου και κυρίως δεν προέκυψε ότι ήταν εκείνος που το διοργάνωσε με αποτέλεσμα να κριθεί αθώος και για το αδίκημα αυτό λόγω αμφιβολιών.
Το δικαστικό συμβούλιο αποφάσισε να παραπεμφθεί ο αξιωματικός για το ό,τι εντός του χρονικού διαστήματος από τις αρχές έως τα μέσα περίπου του μηνός Μαΐου του έτους 2014, έλαβε από τον δεύτερο κατηγορούμενο το χρηματικό ποσό των 500 € προκειμένου, αφενός μεν να απόσχει από κάθε είδους ελέγχους και κυρίως για υγειονομικές παραβάσεις και διενέργεια τυχερών παιγνίων στο κατάστημα ιδιοκτησίας της αλλοδαπής συζύγου του αφετέρου δε να τον ενημερώνει για επιχειρήσεις ελέγχων.
Του αποδίδεται ακόμη ότι ο ίδιος ημεδαπός του προσέφερε από τις αρχές έως τα μέσα περίπου του μηνός Ιουλίου του έτους 2014, το χρηματικό ποσό των 300 €, και κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Αυγούστου έως και Οκτωβρίου του έτους 2014 το χρηματικό ποσό των 250 € εβδομαδιαίως.
Ο δεύτερος και η τρίτη φέρονται να νομιμοποίησαν έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα. Τους αποδίδεται ότι αποκόμισαν δρώντας από παράνομα ωφελήματα συνολικού ύψους 39.918,54 ευρώ από την διοργάνωση και τη διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω παιγνιομηχανημάτων και διαδικτύου.
Ακολούθως φέρονται μέρος της ως άνω περιουσίας και δη ποσό 25.000,00 ευρώ να κατέβαλαν για την αγορά ακινήτου στην Καλλιθέα Αττικής και με σκοπό να αποκρύψουν την αληθινή προέλευση της υπολειπόμενης περιουσίας τους ποσού 14.918,54 ευρώ, να προέβησαν στις 27 Ιουλίου 2015 στην αγορά 24 κερδισμένων δελτίων του τυχερού παιγνίου “ΣΤΟΙΧΗΜΑ” και δύο (κερδισμένων δελτίων του τυχερού παιγνίου “ΚΙΝΟ”).
Στον λογιστή αποδίδεται ότι υπέβαλε ηλεκτρονικά στο όνομα της τρίτης δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014 στην οποία συμπεριέλαβε στον κωδικό 781 το συνολικό ποσό των 14.918,54 ευρώ, το οποίο προήλθε δήθεν από τα τυχερά παιχνίδια του ΟΠΑΠ.
Σημειώνεται ότι από την πολύμηνη παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του αξιωματικού της ΕΛΑΣ, δεν προέκυψε ούτε μία με τον συγκεκριμένο ιδιώτη.
Όταν ο τελευταίος κλήθηκε ωστόσο από τους «αδιάφθορους» να δώσει εξηγήσεις, φέρεται να ισχυρίστηκε, ότι προ διετίας περίπου και ενώ είχαν διενεργηθεί δύο έλεγχοι στο κατάστημά του και είχαν σχηματιστεί ισάριθμες δικογραφίες, πλησίασε τον αξιωματικό, παραπονούμενος γιατί είχε μπει «στο στόχαστρο» και του πρότεινε να του δώσει το ως άνω χρηματικό ποσό.
Ο μάρτυρας αυτός διατείνεται ότι ο αστυνομικός, ουδέποτε του ζήτησε χρήματα κι ότι του τα έδωσε ως «προκαταβολή» για αγορές ψαριών ευελπιστώντας μάλλον ότι θα ετίθετο υπό «προστασία».
Ο αξιωματικός από την άλλη, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έλαβε οποιοδήποτε «δώρο» από τον μάρτυρα, επισημαίνοντας μάλιστα ότι σε βάρος του έχει σχηματιστεί κι άλλη δικογραφία σε χρόνο μετά τον «χρηματισμό», που καταγγέλθηκε σε βάρος του.
Θεωρεί, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας επιδιώκει με τον τρόπο αυτό να τον εκδικηθεί, τονίζοντας μάλιστα ότι 15 μέρες πριν την κατάθεσή του στους «αδιάφθορους», του κοινοποιήθηκε βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, με το οποίο παραπέμπεται, μαζί με άλλους σε δίκη για παράνομη διενέργεια ηλεκτρονικών παιγνίων («φρουτάκια»).
Πέραν τούτου ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας διέψευσε όσους ισχυρισμούς είχε αναπτύξει σε καταθέσεις του στους «αδιάφθορους» τόσο στο πλαίσιο της ποινικής όσο και στο πλαίσιο της πειθαρχικής έρευνας, που ακολούθησαν.
Την υπόθεση χειρίζονται οι δικηγόροι κ.κ. Ακης Δημητριάδης, Μανώλης Κουτσούκος και Στέργος Λεβέντης.