Με τεράστιου ύψους ποσά πρόσθετων φόρων, προστίμων και τόκων επιβαρύνονται όσοι φορολογούμενοι εντοπίζονται από τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ να έχουν φυγαδεύσει σε καταθέσεις στις τράπεζες αγνώστου προελεύσεως κεφάλαια.
Τα αγνώστου προελεύσεως κεφάλαια χαρακτηρίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία ως «προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία».
Τα ποσά που καλούνται να πληρώσουν οι εν λόγω φορολογούμενοι μπορεί να φθάσουν αθροιστικά περίπου στο 100% των αποκρυβέντων ποσών, εφόσον από το έτος στο οποίο αποκτήθηκαν και δεν δηλώθηκαν μέχρι το έτος στο οποίο αποκαλύφθηκαν μεσολαβεί το ανώτατο χρονικό όριο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και προστίμων, που είναι η δεκαετία, από τη λήξη του έτους υποβολής της σχετικής φορολογικής δήλωσης.
Ντόμινο προσαυξήσεων
Κι αυτό διότι τα αποκρυβέντα αυτά ποσά φορολογούνται με 33% από το πρώτο ευρώ και εν συνεχεία το ποσό του φόρου που προκύπτει προσαυξάνεται περαιτέρω με πρόστιμο 50% λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, καθώς επίσης και με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίοι «τρέχουν» με 0,73% μηνιαίως.
Επιπλέον, εφόσον τα αποκρυβέντα ποσά αφορούν χρήσεις – φορολογικά έτη της περιόδου 2012-2023 επιβάλλεται και ειδική εισφορά αλληλεγγύης, με τα αναλογούντα ποσά προστίμων και τόκων. Πρόσφατο παράδειγμα η περίπτωση φορολογούμενου που ελέγχθηκε το 2023 για εισοδήματα της χρήσης 2012 (του οικονομικού έτους 2013) και εντοπίστηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς καταθέσεις ποσών συνολικού ύψους 6,33 εκατ. ευρώ που δεν δικαιολογούνταν από τα εισοδήματα που συμπεριέλαβε στη φορολογική του δήλωση. Στον φορολογούμενο αυτόν επιβλήθηκαν πρόσθετοι φόροι, πρόστιμα και τόκοι συνολικού ύψους 6,28 εκατ. ευρώ.
Ποιοι μπαίνουν στο στόχαστρο
Στο στόχαστρο των ελεγκτών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) μπαίνουν κάθε χρόνο φορολογούμενοι με μεγάλα υπόλοιπα στις τραπεζικές τους καταθέσεις, καθώς επίσης και όσοι δέχονται ή αποστέλλουν εμβάσματα μεγάλου ύψους. Τα ποσά που διαπιστώνεται ότι έχουν κατατεθεί στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου φορολογούμενου «πρωτογενώς» (δηλαδή τα κεφάλαια που δεν προέρχονται από μεταφορά από άλλους λογαριασμούς του) μέσα σε ένα έτος συγκρίνονται με τα εισοδήματα και τα έσοδα που συμπεριέλαβε στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του ίδιου έτους. Κι αφού συνυπολογιστούν και οι αναλήψεις από τους ίδιους λογαριασμούς και συνδυαστούν με τις δαπάνες που πραγματοποίησε και εμφανίζονται στη φορολογική του δήλωση, προσδιορίζονται τα ποσά τα οποία τελικά δεν δικαιολογούνται από τα εμφανή εισοδήματα και έσοδά του. Τα ποσά αυτά χαρακτηρίζονται από τους φοροελεγκτές «προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία».
Οι μηχανισμοί του ελέγχου των καταθέσεων που διαθέτει η ΑΑΔΕ είναι:
Το Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών, που παρακολουθεί τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του ελεγχόμενου.
Το Ειδικό Λογισμικό Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας, το οποίο χρησιμοποιείται από τον Μάιο του 2017 για τον προσδιορισμό της συνολικής καθαρής ατομικής / οικογενειακής τραπεζικής περιουσίας για κάθε ΑΦΜ και τη σύγκρισή της με τα δηλωθέντα ατομικά / οικογενειακά εισοδήματα κατ’ έτος, έτσι ώστε εξάγεται εκτίμηση αποκρυβείσας ή μη φορολογητέας ύλης.
Τα 18 SOS
Τον τρόπο ελέγχου και φορολογίας των αδικαιολόγητων ποσών που εντοπίζονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς φορολογουμένων ορίζουν οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, οι εγκύκλιοι που κατά καιρούς έχει εκδώσει η ΑΑΔΕ και οι αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ επί ενδικοφανών προσφυγών. Σύμφωνα με τις 18 σημαντικότερες ισχύουσες διατάξεις και οδηγίες:
Κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Ο φορολογούμενος, εφόσον κληθεί από την εφορία, φέρει το βάρος της απόδειξης για την πηγή ή την αιτία προέλευσης ή ότι η εν λόγω προσαύξηση της περιουσίας του φορολογείται με συγκεκριμένες διατάξεις, ή ότι απαλλάσσεται με ειδική διάταξη.
Σε περίπτωση που οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με συντελεστή 33% συν πρόστιμα και τόκους και επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Η προσαύξηση της περιουσίας μπορεί να αναφέρεται σε κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, μετοχές, τοκομερίδια, καταθέσεις κ.λπ.
Οι φορολογούμενοι, οι υποθέσεις των οποίων ελέγχονται, μπορούν να δικαιολογήσουν την οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας με επιπλέον εισοδήματα τα οποία δεν εμφανίζονται στη φορολογική τους δήλωση, επικαλούμενοι τα επιπλέον έσοδα που είχαν αποκτήσει από τις δραστηριότητές τους και εφόσον αυτά αποδεικνύονται.
Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας διαπιστωθεί κατά τον έλεγχο, προκειμένου να φορολογηθεί ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα,