«Το εκλογικό σύστημα αποτελεί τον πιο εξειδικευμένο χειραγωγικό μηχανισμό της πολιτικής» έλεγε ο ιταλός διανοητής Τζιοβάνι Σαρτόρι. Εξειδικευμένος επειδή είναι δύσκολο να τον καταλάβεις και χειραγωγικός γιατί κάποιον εξυπηρετεί. Στην Ελλάδα, από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα ο εκλογικός νόμος έζησε επτά ζωές. Στο διάστημα αυτών των 42 χρόνων εφαρμόστηκαν επτά διαφορετικά εκλογικά συστήματα (1974, 1977, 1985, 1989, 1990, 2004, 2008). Ο αριθμός είναι αρκετά μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς ότι συνολικά στην ιστορία της χώρας έχουν εφαρμοστεί περίπου δεκατέσσερα.
Από το 1974 έως το 2004 όλοι οι νόμοι ακολουθούσαν τη δομή της ενισχυμένης αναλογικής που είχε καθιερωθεί το 1958. Εμπειρος πολιτικός αναλυτής, επικαλούμενος τον ακαδημαϊκό Φαίδωνα Βεγλερή, εξηγεί ότι έως το 2004 οι εκάστοτε εκλογικοί νόμοι δεν ενίσχυαν την αναλογική αλλά το πρώτο κόμμα. «Είχαμε λοιπόν μία ενισχύουσα αναλογική» συμπληρώνει.
Ο χειρότερος νόμος στη Μεταπολίτευση θεωρείται αυτός του 1977 επί Κωνσταντίνου Καραμανλή. Για να μπει ένα κόμμα στη δεύτερη κατανομή έπρεπε να περάσει το 17%. Οι φραγμοί για την είσοδο στην πρώτη κατανομή καταργήθηκαν το 1985 από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην ίδια λογική ήταν και ο νόμος του ΠΑΣΟΚ του 1989, ο οποίος ήταν πολύ κοντά στην απλή αναλογική. Ηταν ένα εκλογικό σύστημα που δυσκόλευε την αυτοδυναμία. Το ΠΑΣΟΚ κατηγορήθηκε τότε ότι λειτούργησε ευκαιριακά, βλέποντας πως θα χάσει. Ωστόσο στο «συμβόλαιο με τον λαό» είχε ήδη υποσχεθεί την απλή αναλογική. Ετσι η ΝΔ χρειάστηκε τότε ένα ποσοστό της τάξης του 49% για να γίνει κυβέρνηση. Μολονότι πάντως στον Μένιο Κουτσόγιωργα φορτώνονται συχνά διάφοροι εκλογικοί νόμοι, γνωστοί και ως «κουτσονόμοι», εκείνος έφερε μόνο αυτόν του 1985. Ο νόμος του 1989 ήταν του Ακη Τσοχατζόπουλου.
ΔΙΑΜΑΧΕΣ. Η μορφή του εκλογικού συστήματος λειτουργούσε σχεδόν πάντα ως πεδίο διαμάχης και αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων αλλά και ως «υπερόπλο» στα χέρια των κυβερνήσεων. Ετσι με τη ΝΔ στο τιμόνι της διακυβέρνησης της χώρας ο εκλογικός νόμος ξαναλλάζει και επανέρχεται η ενισχυμένη αναλογική. Ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης παίρνει την «εκδίκησή» του και στόχος του εκλογικού νόμου της κυβέρνησής του ήταν η ανάδειξη ισχυρής και αυτοδύναμης κυβέρνησης. Να έχει δηλαδή τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο το πρώτο κόμμα, ακόμα και αν είχε διαφορά από το δεύτερο μικρότερη του 1%. Παραλλήλως εισήχθη και ο μηχανισμός της «εξομάλυνσης» της αντιστοιχίας ψήφων και εδρών, η οποία εξασφάλιζε σε κάθε κόμμα που εκπροσωπείται στη Βουλή το 70% της αναλογίας του. Σύμφωνα με αυτήν το κόμμα που δεν είχε εκλέξει τόσους βουλευτές όσους αναλογούσαν στις ψήφους του λάμβανε επιπλέον τόσες έδρες όσες απαιτούνται για να φθάσει το 70%. «Η συγκεκριμένη ρύθμιση είχε ως εξής: Εφαρμόζεται πρώτα στο μικρότερο κόμμα που εισέρχεται στη Βουλή και οι πρόσθετες έδρες αφαιρούνται από το αμέσως επόμενο. Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία για το μικρότερο, συνεχίζεται για το αμέσως επόμενο κόμμα» εξηγεί άλλος πολιτικός αναλυτής.
Αν και η εξομάλυνση θεωρείται ως μοναδική καινοτομία του εκλογικού μας συστήματος, οδήγησε σε διάφορες καραμπόλες. Το 1993 την «πλήρωσε» ο εμπνευστής της, δηλαδή η κυβέρνηση της ΝΔ. Τότε με τη διάσπαση, η ΠΟΛΑΝ του Αντώνη Σαμαρά με ποσοστό 4,9% εξέλεξε 10 βουλευτές. Μία από τις ιστορίες που συνοδεύουν την αλλαγή εκλογικού συστήματος εκείνης της χρονιάς είναι και η φράση που φέρεται να έχει πει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για τον υπουργό του Σωτήρη Κούβελα, ότι «εγώ άλλα του είπα να κάνει κι άλλα έκανε». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αναστάτωσης στην εφαρμογή του νόμου αποτελούν ορισμένα ποσοστά στις εκλογές του 1993. Το ΚΚΕ με 15% κατάφερε να εκλέξει βουλευτή στη Λέσβο. Οχι όμως και η ΝΔ, η οποία είχε κερδίσει διπλάσιο ποσοστό. «Με 35% και έχασα! Πού να ‘ξερα ότι ψήφισα την καταδίκη μου» είπε τότε απαυδισμένος γαλάζιος πολιτευτής σε έμπειρο εκλογολόγο. Ο νόμος πάντως του 1990, γνωστός και ως «νόμος Κούβελα» ήταν ο μακροβιότερος της νεότερης Ελλάδας, αφού εφαρμόστηκε μέχρι και το 2004.
ΤΑ ΜΠΟΝΟΥΣ. Λίγο πριν από τις εκλογές του 2004, ο νέος νόμος του ΠΑΣΟΚ επί Κώστα Σημίτη αλλάζει τη φιλοσοφία του εκλογικού συστήματος. Προσδιορίζει τον αριθμό των εδρών που θα λάβει ένα κόμμα κατευθείαν με το ποσοστό του. Ως έναν βαθμό μιμείται τη διαδικασία της εξομάλυνσης, μετατρέποντας όμως το 70% της αναλογικότητας σε 87%. Επιπλέον για πρώτη φορά δίνεται τόσο μεγάλο μπόνους 40 εδρών στο πρώτο κόμμα – μόνο ο νόμος του 1989 έδινε μικρή πριμοδότηση 10 εδρών – καθώς και απόλυτη αναλογία για τους υπολοίπους. «Είχαμε ως στόχο όχι την αλλαγή εκλογικού νόμου αλλά την αλλαγή εκλογικού συστήματος» θα πει ο υπουργός Εσωτερικών εκείνης της κυβέρνησης Κώστας Σκανδαλίδης, η φιλόδοξη ιδέα του οποίου όμως να σπάσει τις μεγάλες περιφέρειες (Α’ Αθήνας στα δύο, Β’ Αθήνας στα πέντε, Α’Θεσσαλονίκης στα τρία) προσέκρουσε στις φιλοδοξίες και τις ανασφάλειες των βουλευτών – αναλόγως της περίπτωσης.
Το 2008 με τον νόμο του τότε υπουργού Εσωτερικών και σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο οι 50 έδρες δίνονται ως bonus στο πρώτο κόμμα. Η αναλογικότητά του φθάνει το 83,3%.
Τα ΝΕΑ