Η δικαστική διαδικασία ξεκίνησε στις 6 Οκτωβρίου 2015 και διήρκεσε συνολικά δέκα μήνες με περίπου 35 κατηγορουμένους, ανάμεσα στους οποίους έλληνες επιχειρηματίες, τούρκοι «μεσάζοντες» και μέλη του πληρώματος, κυρίως ινδικής καταγωγής.
Δικαστικοί λειτουργοί και νομικοί μιλούν για «μία υπόθεση ιδιαίτερα σύνθετη, με έντονο παρασκήνιο, κενά στη διερεύνησή της και άγνωστες πτυχές που παρέμειναν έτσι και μετά την αναλυτική ακροαματική διαδικασία και παρά την προσπάθεια της έδρας του δικαστηρίου».
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι πολλά σημεία της υπόθεσης είναι «θολά». Και αυτό επειδή, όπως συμπληρώνουν, «είναι προφανές ότι πολλοί από τους εμπλεκόμενους ίσως χρησιμοποιούσαν το προβληματικό “Noor 1” σε λαθρεμπόριο πετρελαίου, που είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο στην περιοχή. Όμως δεν έχει αποσαφηνισθεί πλήρως ποιοι γνώριζαν ότι το πλοίο μετέφερε στο συγκεκριμένο ταξίδι ηρωίνη και συμμετείχαν σε αυτή τη μεταφορά. Ασαφείς είναι και άλλοι παράμετροι για την ιδιοκτησία, τη ναύλωση, τη χρηματοδότηση, την πρακτόρευση, τη διέλευση από το Σουέζ και τον ελλιμενισμό του πλοίου στην Ελευσίνα, την εκφόρτωση της ηρωίνης, συναντήσεις κατηγορουμένων στην Αθήνα και στο Ντουμπάι και άλλες.
»Επιπλέον πρόβλημα είναι πως παρότι στην Τουρκία, στο Βέλγιο, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υπήρξε σωρεία εγκληματικών ενεργειών (σχετικές αποκαλύψεις του “Βήματος”) σχετιζόμενες με την αποκάλυψη του φορτίου του “Noor 1”, οι ελληνικές αρχές δεν διερεύνησαν πλήρως και εγκαίρως αυτές τις σημαντικές πλευρές της υπόθεσης ώστε να έχουν συνολική εικόνα στη διάρκεια της δίκης. Ακόμη πρόβλημα υπήρξε επειδή στην υπόθεση του “Noor 1” αναδείχθηκαν και επιχειρηματικά ή ακόμη και ποδοσφαιρικά συμφέροντα ενώ πολλοί από τους εμπλεκομένους δημιουργούσαν εναλλασσόμενες “συμμαχίες” και συμμετείχαν σε παιχνίδι πρόσκαιρων εντυπώσεων».
Σημειώνεται ότι η εισαγγελέας της έδρας είχε ζητήσει κατά την αγόρευσή της τον Απρίλιο την ενοχή όλων των ελλήνων επιχειρηματιών που είχαν συσχετισθεί με την υπόθεση καθότι, όπως ανέφερε, «πρόκειται για διεθνούς εμβέλειας εγκληματική οργάνωση που είχε κέρδος πάνω από 400 εκατ. ευρώ και κατέστρωσε σχέδιο διαχείρισης του “ναρκόπλοιου”, με στόχο τη μεταφορά της ηρωίνης από το Ατζμάν στην Ελλάδα. Για την οργάνωση και την εκτέλεση του ταξιδιού έγινε προσεγμένη προετοιμασία, που διήρκεσε μήνες και ο καθένας βρίσκονταν σε συνεννόηση με τους υπόλοιπους».
Από την άλλη πλευρά, νομικοί εκπρόσωποι των κατηγορούμενων δεν αποδέχθηκαν το σκεπτικό της εισαγγελέως και υποστήριξαν ότι οι πελάτες τους «δεν γώριζαν τη μεταφορά της ηρωίνης ούτε είχαν ρόλο χρηματοδότη του εγχειρήματος, όπως καταλογίζεται σε ορισμένους από αυτούς».