Στα ύψη παραμένει η νομισματική κυκλοφορία, τα μετρητά δηλαδή που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος, παρά τις εισροές που έχουν καταγραφεί τον τελευταίο 1,5 χρόνο στις τράπεζες και την αύξηση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η αξία των χαρτονομισμάτων που «κυκλοφορούν» εντός ελληνικών συνόρων έφταναν στα τέλη του περασμένου Μαΐου τα 32,9 δισ. ευρώ, ποσό σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας.
Από το ποσό αυτό τουλάχιστον 15 – 20 δισ. ευρώ βρίσκεται εκτός τραπεζών για την κάλυψη των αναγκών σε μετρητά που διαχρονικά έχει η οικονομία. Τα υπόλοιπα ωστόσο, ήτοι 13 – 18 δισ. ευρώ, βρίσκονται σε τραπεζικές θυρίδες και …στρώματα και δεν έχουν ακόμη επιστρέψει στο σύστημα.
Η πρακτική του αποθησαυρισμού τραπεζογραμματίων, κυρίως από νοικοκυριά, ξεκίνησαν στα τέλη του 2014, κορυφώθηκαν στο πρώτο εξάμηνο του 2015, λόγω της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης μέχρι την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και συνεχίστηκαν ακόμη και τα πρώτα δύο χρόνια των capital controls.
Σταμάτησαν οι διαρροές
Πλέον, οι διαρροές αυτές έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό σταματήσει, αν και σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, ακόμη και σήμερα, παρά τη χαλάρωση των περιορισμών, ένα μικρός αριθμός καταθετών, συνεχίζει να κάνει χρήση των ορίων αναλήψεων. Ωστόσο, τα νούμερα είναι πολύ μικρά.
Οι μικρής αξίες εκροές, σε συνδυασμό με τις καταθέσεις μετρητών που έχουν γίνει τον τελευταίο 1,5 χρόνο από νοικοκυριά που αισθάνθηκαν πιο σίγουρα για τη φερεγγυότητα των ελληνικών τραπεζών, έχει ως αποτέλεσμα να περιοριστεί αισθητά η εκτιμώμενη νομισματική κυκλοφορία, ως ποσοστό της ποσότητας χρήματος με την ευρεία έννοια (Μ3) του όρου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσοστό αυτό υποχώρησε σε 19% τον περασμένο Απρίλιο από 24% το Δεκέμβριο του 2016.
Παραμένει ωστόσο σημαντικά υψηλότερο, σε υπερδιπλάσια επίπεδα, από εκείνο της περιόδου 2003-2009, πριν δηλαδή από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, που κατά μέσο όρο έφτανε το 7%.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί προβληματισμό στις διοικήσεις των τραπεζών, καθώς παρά την επιτυχία τους στα τελευταία stress tests και τη χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, υπάρχει ακόμη μεγάλος αριθμός καταθετών που δεν εμπιστεύεται να τοποθετήσει το σύνολο της κινητής του περιουσίας σε τραπεζικούς λογαριασμούς.
Από την άλλη βέβαια, πρόκειται για μία ευκαιρία για το χρηματοπιστωτικό σύστημα να αυξήσει τη ρευστότητά του, με χαμηλού κόστους χρηματοδότηση, εφόσον υπάρξει ένα νέο κύμα επιστροφής μετρητών τους επόμενους μήνες, καθώς θα επιβεβαιώνεται η ανάκαμψη της οικονομίας.
Για το λόγο αυτό οι τράπεζες «επιδοτούν» το νέο χρήμα με υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων, τα οποία μπορεί να είναι και διπλάσια σε σχέση με τα αντίστοιχα που δίνονται στους υπόλοιπους πελάτες, αλλά και ειδικά προϊόντα που είναι συνδεμένα με τα προγράμματα επιβράβευσης καρτών.