Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής έχουν αποτύχει σε όλους τους βασικούς στόχους, διευρύνοντας το αναπτυξιακό κενό της ελληνικής οικονομίας και υπονομεύοντας την κοινωνική συνοχή αναφέρει έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Οι χαμηλοί μισθοί και οι χαμηλές συντάξεις φταίνε, σημειώνει μεταξύ άλλων για την κρίση και όχι το αντίστροφο.
Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ έδωσε στη δημοσιότητα την Ετήσια Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για το 2015, η οποία παρουσιάστηκε σήμερα στη Θεσσαλονίκη από τον Αναπληρωτή Καθηγητή του Οικονομικού Τμήματος Αθηνών και Επιστημονικό Δ/ντη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γιώργο Αργείτη.
Η Έκθεση σκιαγραφεί την αποτυχία της στρατηγικής οικονομικής προσαρμογής με κύριους άξονες τη δημοσιονομική λιτότητα, την εσωτερική υποτίμηση και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, έννοιες ασύμβατες με τη σημερινή δομή του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, καθώς δεν αποτυπώνουν τη δυναμική σχέση κατανάλωση → εγχώρια ζήτηση → οικονομική μεγέθυνση. Σύμφωνα με το ΙΝΕ τα δομικά αυτά χαρακτηριστικά θα έπρεπε να αποτελούν το βασικό πλαίσιο σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση χρέους και την οικονομική και κοινωνική κρίση.
H Έκθεση αναδεικνύει ότι η αποτυχία της δημοσιονομικής λιτότητας ως μέσου επίτευξης δημοσιονομικής προσαρμογής δεν συνέβαλε στην ανάκτηση της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας του ελληνικού δημόσιου τομέα και αποσταθεροποίησε το μακροοικονομικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της οικονομίας. Επιπλέον δεν δημιούργησε συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής σταθερότητας, και πρόσβασης της χώρας στις αγορές κεφαλαίων. Η ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας είναι απολύτως εξαρτημένη από το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και την εξέλιξη των δανειακών υποχρεώσεων κυρίως των τόκων.
Η αγορά εργασίας συνεχίζει να επηρεάζεται αρνητικά από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, την ύφεση και την αβεβαιότητα ως προς τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, εξέλιξη που απεικονίζει την κατάρρευση του πραγματικού και του δυνητικού προϊόντος. Η ποιότητα των θέσεων εργασίας συνεχίζει να χειροτερεύει. Οι άτυπες και μη ηθελημένες μορφές απασχόλησης αυξάνονται με σημαντικές αρνητικές συνέπειες στο εισόδημα των εργαζομένων, στο ανθρώπινο κεφάλαιο της οικονομίας, στην παραγωγικότητα. Τα εμπειρικά ευρήματα της Έκθεσης δείχνουν επίσης ότι υπάρχει υψηλή συσχέτιση μεταξύ των επισφαλών θέσεων εργασίας και της φτώχειας, ενώ η μείωση των κατά κεφαλήν κοινωνικών δαπανών έχει συμβάλει στην περαιτέρω υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
Η οικονομική κρίση, η λιτότητα και η δραματική αύξηση της ανεργίας έχουν επιδεινώσει περαιτέρω τις δομικές αδυναμίες του Συστήματος Κοινωνικής Προστασίας συμβάλλοντας στην πρωτοφανή για τα κοινωνικά δεδομένα της χώρας αύξηση των φαινόμενων απόλυτης ένδειας και αποστέρησης.
Ο Επιστημονικός Δ/ντης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ κ. Γ. Αργείτης δήλωσε μεταξύ άλλων: «Η επιβολή βίαιης δημοσιονομικής και εισοδηματικής λιτότητας προκάλεσε τον εγκλωβισμό της ελληνικής οικονομίας σε τρεις θανάσιμες παγίδες: Στην παγίδα δημόσιου χρέους, που κρατά την οικονομία συνεχώς στο χείλος της χρεοκοπίας και επιτρέπει στους δανειστές να ασκούν ασφυκτικές πιέσεις σε βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Στην παγίδα λιτότητας, η οποία συρρικνώνει την οικονομική δραστηριότητα και καθιστά το τραπεζικό σύστημα εύθραυστο και τη χώρα αφερέγγυα υπονομεύοντας τη δυνατότητά της να αποπληρώσει το χρέος της. Στην παγίδα ρευστότητας, που πνίγει καθημερινά την πραγματική οικονομία και κάθε επενδυτική και παραγωγική δραστηριότητα, δημιουργώντας σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στους εργαζομένους και στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Στη δική μας μακροκοινωνική προσέγγιση, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και η συρρίκνωση των μισθών και των συντάξεων δεν είναι διέξοδος αλλά μία από τις αιτίες της κρίσης. Δεν δημιουργούν ανταγωνιστικότητα και βιώσιμες επιχειρήσεις, αλλά ενισχύουν παρασιτικές συμπεριφορές και αναδιανέμουν πόρους σε βάρος παραγωγικών δραστηριοτήτων».
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ έχει επεξεργαστεί και προτείνει τρεις πυλώνες βραχυπρόθεσμου σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην έξοδο της οικονομίας από την κρίση και στη διαμόρφωση συνθηκών σταθερότητας με επίκεντρο την απασχόληση.
Προτείνεται:
Ο επανασχεδιασμός της χρηματοδότησης των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας και η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους βάσει του άξονα: βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα – βιώσιμο χρέος.
Η ενεργοποίηση της εγχώριας ζήτησης με αύξηση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης:
Βασικό προαπαιτούμενο για την αύξηση των επενδύσεων αποτελεί η χρηματοδότησή τους. Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ έχει παρέμβει ενεργά στον δημόσιο διάλογο, προτείνοντας τη «ρήτρα επανεπένδυσης των τόκων».
Για την ενίσχυση της κατανάλωσης, προτείνεται η θεσμοθέτηση «προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης», καθώς δημιουργεί πολύ σημαντικές δημοσιονομικές, μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιδράσεις συμβάλλοντας στην άμεση αύξηση της απασχόλησης και στην ενίσχυση της κοινωνικής σταθερότητας, στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και στην ενίσχυση του βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας μέσω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην ενίσχυση της μακροοικονομικής σταθερότητας με την άμεση ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης και την πολλαπλασιαστική αύξηση του ΑΕΠ, στη δημιουργία βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω της αύξησης της απασχόλησης και του ΑΕΠ.
Η επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας και η αποκατάσταση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των συλλογικών συμβάσεων και του κατώτατου μισθού.