Της Ζωής Παρασίδη |
Στα μέσα του 19ου αιώνα, με βασικό υλικό την ηφαιστειακή πέτρα, μια διώροφη κατοικία χτίστηκε στο ορεινό τοπίο του Εμπορειού στη Νίσυρο. Πριν από δύο χρόνια, το παραδοσιακό κτίσμα που αποτελεί πλέον μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Νισύρου αναστηλώθηκε και μεταμορφώθηκε σε έναν ξενώνα παραθερισμού που μπορείτε να επισκεφθείτε αν βρεθείτε στο νησί του Νοτίου Αιγαίου με το ενεργό ηφαίστειο.
Χτισμένος σε υψόμετρο 300 μέτρων ο οικισμός του Εμπορειού εγκαταλείφθηκε μετά τον σεισμό του 1933, πρόσφατα άρχισε να επανακατοικείται και η τοπική του αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από σπίτια κατασκευασμένα από πέτρα. Προστατεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού και από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, το μεσαιωνικό κάστρο της περιοχής αποτελεί διατηρητέο μνημείο και στην είσοδο του οικισμού υπάρχει ένα σπήλαιο που λειτουργεί ως φυσική σάουνα λόγω της ηφαιστειακής δραστηριότητας του νησιού.
Εκεί, με σύγχρονα και λιτά αρχιτεκτονικά εκφραστικά μέσα, χρησιμοποιώντας τοπικούς τρόπους δόμησης και πρωτογενή υλικά, συστήματα φιλικά προς το περιβάλλον και σύγχρονο εξοπλισμό η σημερινή Μελανόπετρα πήρε το όνομά της από το υλικό με το οποίο κατασκευάστηκε, διατηρεί και αναδεικνύει όλα τα παραδοσιακά στοιχεία του παρελθόντος τόσου του κτιρίου όσο και της περιοχής. Αποτελείται από ένα από το ημιυπόσκαφο κατώι και έναν όροφο, διαθέτει εσωτερική περιτοιχισμένη αυλή και δώμα.
Η ιδιοκτήτριά του και αρχιτέκτονας Άννα Αποστόλου αναστήλωσε το κτίριο που παρέμενε για πολλά χρόνια ακατοίκητο με ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση ως συμβολή στην αειφόρο ανάπτυξη του νησιού. Όπως η ίδια εξηγεί, «η αναστήλωση και η μετατροπή του σε έναν αυτόνομο ξενώνα ανά επίπεδο, έγινε με ιδιαίτερη επιμέλεια και ελάχιστες παρεμβάσεις ώστε το κτίσμα να προσαρμοστεί στη νέα χρήση χωρίς την αλλοίωση του αυθεντικού χαρακτήρα του. Η επέμβαση επιχειρεί να εντάξει ένα σύγχρονο μινιμαλιστικό σχεδιασμό στη διαχρονική αισθητική της λαϊκής αρχιτεκτονικής».
Χτισμένη σε σχήμα Γ, η Μελανόπετρα στις εξωτερικές όψεις ξεχωρίζει για την αρμολογημένη εμφανή λιθοδομή που ενοποιεί οπτικά την κατοικία με το περιβάλλον, ενώ τεχνητός φωτισμός αναδεικνύει διακριτικά το ανάγλυφο στους τοίχους της. Ο υπαίθριος χώρος της διαμορφώνεται σε επίπεδα, με σκαλιά και καθιστικά ενσωματωμένα σε σχηματισμούς βράχων. Όσον αφορά την οργάνωση της φυσικής γεωμετρίας με την γλυπτική, η αρχιτέκτονας που έδωσε νέα ζωή στο κτίριο φρόντισε προκειμένου «η πρωτογενής κατασκευαστική απλότητα και η συνέχεια τον υλικών και των χαράξεων σε όλες τις κλίμακες έχει στόχο την ήπια μετάβαση από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη φύση στο κτισμένο».
Συνδυάζοντας τη διαχρονικότητα και την ομορφιά της λαϊκής αρχιτεκτονικής με μια μοντέρνα μινιμαλιστική διακόσμηση, η διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων του σημερινού ξενώνα φιλοξενίας βασίστηκε στο ακατέργαστο ξύλο, την πέτρα, την πατητή τσιμεντοκονία, σε έπιπλα χτισμένα και εσοχές, στην χρωματική συνύπαρξη λευκών και γήινων τόνων, σε ακανόνιστους τοίχους των μπάνιων και υπερυψωμένα πατάρια που χρησιμοποιούνται ως χώροι ύπνου.
Στοιχεία του παρελθόντος όπως τα τζάκια, ο φούρνος και η πέτρινη σκάλα που συνέδεε τους δύο ορόφους διατηρούνται στη νέα χρήση του κτιρίου και συνυπάρχουν με τις σύγχρονες, καθαρές αρχιτεκτονικές φόρμες και λύσεις που μαζί με το φυσικό φως αναδεικνύουν την πλαστικότητα των μικρών χώρων της Μελανόπετρας.
Στο νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων, ο ξενώνας μοιάζει να αναδύεται από το βραχώδες τοπίο ενώ οι επισκέπτες του απολαμβάνουν την θέα στη θάλασσα, την αύρα του ηφαιστείου. Η Μελανόπετρα αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη ενός μέχρι πρόσφατα εγκαταλελειμμένου οικισμού, αφού «η πρωτογενής κατασκευαστική απλότητα και η συνέχεια τον υλικών και των χαράξεων σε όλες τις κλίμακες, η ήπια μετάβαση από το εξωτερικό στο εσωτερικό, δημιουργούν ένα αρχιτεκτονικό έργο που διαθέτει την αίσθηση της ενότητας και της αρμονίας με το φυσικό και κτισμένο περιβάλλον».