Γράφει ο
Νεκτάριος Καλογήρου
Το έργο «Ανάδειξη της Αρχαίας Ακρόπολης της Ρόδου» θα συνοδευτεί από τον οριστικό τερματισμό της δωρεάν και καθ’ όλο το 24ωρο διέλευσης στο χώρο του αρχαίου σταδίου, του Ωδείου και του ναού του Απόλλωνα. Με την ολοκλήρωση του έργου, η είσοδος στο περιβάλλον του μνημείου θα είναι ορισμένου χρόνου και θα απαιτεί χρηματικό αντίτιμο.
Πρόκειται για μια ειλημμένη απόφαση από το Υπουργείο Πολιτισμού και ήδη έχει αρχίσει να γίνεται γνωστή, προκαλώντας μεταξύ των μελών της κοινωνίας έντονο προβληματισμό για το τι είναι σωστό και τι όχι. Τις επόμενες ημέρες θα ξεκινήσουν σοβαρές διαμαρτυρίες από οργανωμένες ομάδες ανθρώπων, επιστημόνων και μη, της πόλεως Ρόδου, με στόχο έστω και τώρα να γίνει διαβούλευση με τους πολίτες για το τι τελικώς θα ισχύσει μετά το πέρας των εργασιών.
Δεν είναι εύκολο ζήτημα. Είναι προφανής η ανάγκη να προστατευτούν τα μνημεία στην ακρόπολη της Ρόδου, όμως την ίδια στιγμή πώς μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο χώρος, επί δεκαετίες, αποτελεί το καταφύγιο μικρών αποδράσεων από την καθημερινότητα; Οι καλοκαιρινές ημέρες είναι στα σίγουρα πιο δροσερές εκεί ανάμεσα στις γραμυθιές, τα δε, βράδια έχουν άλλο χρώμα από τις μαρμάρινες θέσεις του ωδείου. Είναι μαγικές οι αισθήσεις που αποπνέει ολόκληρος ο λόφος και η απόλαυσή τους είναι πια παρελθόν. Ήδη, για τις ανάγκες του έργου ο χώρος έχει πλήρως περιφραχθεί. «Απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία».
Ολική απαγόρευση και την
περίοδο των εργασιών
Η προσωρινή περίφραξη έχει ήδη γίνει. Τα κιγκλιδώματα ξεκινούν από τον χώρο στάθμευσης των τουριστικών λεωφορείων (επί της οδού Διαγοριδών), συνεχίζουν μέχρι ψηλά την ακρόπολη, αριστερά προς τα σπηλαιώδη ιερά και έχοντας τοποθετηθεί στα όρια των παρακείμενων ιδιοκτησιών καταλήγουν ξανά στην αφετηρία. Ο χώρος είναι στην κυριολεξία απροσπέλαστος. Η απαγόρευση εισόδου είναι καθολική για τους πολίτες και ισχύει τόσο για τις ώρες των εργασιών, όσο για τις ώρες όπως και για τις ημέρες (Κυριακές – αργίες) κατά τις οποίες δεν εκτελούνται έργα. Η απαγόρευση αυτή έχει ήδη εισβάλει ως παραβίαση στη ρουτίνα όλων εκείνων που στην καθημερινότητά τους αθλούνται ή απλώς κάνουν περίπατο στο χώρο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στην είσοδο του «εργοταξίου» έχει τοποθετηθεί κοντέινερ όπου στο τέλος της ημέρας τοποθετούνται και φυλάσσονται όλα τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες. Άρα, αν δεν υπάρχει η πιθανότητα της κλοπής, γιατί θα πρέπει για τα επόμενα σχεδόν δύο χρόνια ο χώρος να είναι άβατος;
Τι βλέπει η Αρχαιολογική
Υπηρεσία
«Η μνήμη μιας κοινωνίας ή ενός λαού, είναι το σύνολο των υλικών και πνευματικών έργων που δημιούργησε ο λαός αυτός στο χώρο και το χρόνο κατά το παρελθόν. Αν οι αποδείξεις αυτών των πράξεων, που στην περίπτωσή μας είναι τα μνημεία, λείψουν και δημιουργηθεί κενό στην ιστορική συνέχεια ενός λαού ή μιας κοινωνίας τότε η ζωή η ίδια θα αναγκαστεί να βάλει στη θέση τους υποκατάστατα» γράφει ο αείμνηστος καθηγητής, αρχαιολόγος και αρχιτέκτων Γεώργιος Λάββας στο βιβλίο του «Προστασία Μνημείων και Συνόλων».
Με άξονα την Αρχή αυτή, τα στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας θεωρούν ότι τα μνημεία στην ακρόπολη της Ρόδου έμειναν εκτεθειμένα για πολλά χρόνια. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα πολλές φορές υπέστησαν ήπιες φθορές (γκράφιτι) που κάθε φορά έπρεπε να αποκατασταθούν, ενώ η όλη περιοχή είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο αφοδευτήριο για κατοικίδια. Επίσης, αποτελεί κοινό μυστικό πως τη νύχτα εκεί, για διάφορους λόγους, επικρατεί «πολυκοσμία».
«Τα μνημεία πρέπει να προστατευτούν». δηλώθηκε χαρακτηριστικά προς τη «δημοκρατική».
Τι ζητούν οι πολίτες
Η επιβολή εισιτηρίου για τα μνημεία στην ακρόπολη της Ρόδου θα ισχύει για όλους. Εάν ο τουρίστας πληρώνει για την είσοδό του σε αυτά, τότε θα πρέπει να πληρώνει και ο ντόπιος κάτοικος. Είναι κανονισμός της Ε.Ε. Εκείνοι που διαμαρτύρονται, ζητούν να γίνει διαβούλευση των αποφάσεων με την κοινωνία. Σήμερα, στη Ρόδο υπάρχουν οργανωμένες ομάδες ανθρώπων, με πλούσια επιστημονική κατάρτιση, αλλά και ευαισθησία σε θέματα ιστορίας, πολιτισμού και περιβάλλοντος. Οι εκπρόσωποί τους μπορούν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τους αρμόδιους φορείς και μαζί ν’ αναζητήσουν την καλύτερη δυνατή λύση.
Τα ζητούμενα αφορούν τόσο τη μακρά περίοδο των εργασιών, αλλά και τα όσα θα ισχύσουν όταν πια το μνημείο ως σύνολο θα έχει αλλάξει όψη.
Το ιδανικό θα είναι να αρθεί η απαγόρευση της κυκλοφορίας (για άθληση ή περίπατο) μέσα στο μνημείο στην περίοδο των εργασιών και μετά το πέρας τους να μην επιβληθεί εισιτήριο στην είσοδο. Άλλωστε, το Υπουργείο Πολιτισμού εισπράττει κάθε χρόνο αρκετά εκατομμύρια ευρώ από τους υπόλοιπους αρχαιολογικούς χώρους της Ρόδου (Παλάτι, Μουσείο, Λίνδος, Κάμειρος κλπ) ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει την πληρωμή μερικών φυλάκων για την ακρόπολη.
Αν είναι αδύνατη η αποφυγή εισιτηρίου, τότε είναι ζητούμενο να θεσπιστεί ένα εισιτήριο διαρκείας, με συμβολικό αντίτιμο, ώστε να μην αποκοπεί η τοπική κοινωνία και από αυτόν τον πνεύμονα ιστορίας.
Ανοικτά ή κλειστά μνημεία;
Πρόκειται για μια τεράστια συζήτηση. Η συντήρηση των μνημείων, η διατήρησή τους ως αναλλοίωτοι δεσμοί των ανθρώπων με τις ρίζες τους είναι στα σίγουρα ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης ζωής.
Το ζητούμενο δεν είναι μονοδιάστατο, όπως και δεν υπάρχει μόνο μία απάντηση. Μια καλή σκέψη ως προς αυτό διατυπώνεται στη μεταπτυχιακή διατριβή του γεωπόνου Μενέλαου Καρυδάκη για το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, όπου στην πολυσέλιδη εργασία του αναδεικνύει το ζήτημα: «Διαχείριση και ανάδειξη πολιτισμικών τοπίων. Πρόταση διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου στο Ροδίνι».
Ο κ. Καρυδάκης, σημειώνει μεταξύ των άλλων (με σχετική αναφορά στο βιβλίο της καθηγήτριας Μαρίας Τρατσέλα):
«Προκειμένου, λοιπόν, ο αρχαιολογικός χώρος και το ιστορικό τοπίο να μην αποτελούν στατικά, μουσειακά στοιχεία του παρελθόντος, αλλά ενεργοί πόλοι της σύγχρονης κοινωνικής ζωής με δυναμική συμμετοχή σε αυτή, είναι αναγκαία η εξυπηρέτηση σύγχρονων κοινωνικών αναγκών και απαιτήσεων, συνδυάζοντας μία σειρά από λειτουργίες στα όρια του αρχαιολογικού τοπίου. Έτσι, πέρα από την ανάδειξη και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, οι νέες επεμβάσεις σε ένα ιστορικό / αρχαιολογικό τοπίο, θα πρέπει να εξασφαλίζουν και την ενημέρωση ή επιμόρφωση αλλά παράλληλα και διάφορες δράσεις αναψυχής για τους επισκέπτες, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό, τη βιωσιμότητά τους».