Αν η Ρόδος ήταν γλυκό, θα ήταν μελεκούνι. Ένα γλυκό που λατρεύουν με ευλάβεια σχεδόν θρησκευτική όλοι οι Ροδίτες, κάθε γενιάς, ηλικίας και κοινωνικής κατάστασης. Κάθε γιορτή είναι ευκαιρία για μελεκούνι. Κάθε μικρή πείνα της καθημερινότητας είναι, και πάλι, ευκαιρία για ένα μελεκούνι.
Το μελεκούνι μοιάζει με παστέλι, αλλά δεν είναι. Πιο χοντρό και πιο μαλακό από το παστέλι, γίνεται με αναποφλοίωτο σουσάμι, αμύγδαλο, ενίοτε και με κουκουνάρι ή φιστίκι, και συνήθως αρωματίζεται με κανέλα, γαρίφαλο, μοσχοκάρυδο, φλούδα από πορτοκάλι, περγαμόντο ή κίτρο. Όπως όλα τα γλυκά με ξηρούς καρπούς και μέλι, έρχεται κι αυτό από την Αρχαία Ελλάδα, με αλλοιωμένη την αρχική του συνταγή μέσα από τους Βυζαντινούς και τους Ενετούς που του πρόσθεσαν τη δική τους πινελιά. Όνομα από μέλι και κούνα, όπως λένε εδώ τον σπόρο, παραφθορά του αρχαιοελληνικού «κόκκων».
Όπως όλα τα γλυκά με ξηρούς καρπούς και μέλι, έρχεται κι αυτό από την Αρχαία Ελλάδα, με αλλοιωμένη την αρχική του συνταγή μέσα από τους Βυζαντινούς και τους Ενετούς που του πρόσθεσαν τη δική τους πινελιά.
Χωρίς περιττές θερμίδες, το μελεκούνι είναι μια βόμβα υγείας, καθώς το σουσάμι περιέχει πενταπλάσια ποσότητα ασβεστίου από το πρόβειο γάλα, διπλάσια ποσότητα σιδήρου από το σπανάκι και περισσότερο φώσφορο από το ψάρι. Βάλε και τα 180 πολύτιμα συστατικά του μελιού, τα Ω6, τη νιασίνη, τις βιταμίνες (Β1, Β2, Ε) και τότε έχεις μια αντιοξείδωση στο φουλ που τρώγεται με τον γλυκύτερο τρόπο, καθώς οι Ροδίτες ορκίζονται πως κάτι ευτυχεί μέσα σου όταν τρως ένα μελεκούνι: σε πιάνει μια χαρά, μια αγαλλίαση, μια πληρότητα, μια ευδαιμονία.
Στη Ρόδο το μελεκούνι δεν είναι ένα. Κάθε χωριό το κάνει ίδιο αλλά και καθόλου ίδιο, όπως θα σου πουν οι ντόπιοι. Του Αφαντενού, ας πούμε, δεν του αρέσει το λινδιακό, γιατί δεν έχει μπαχαρικά. Αλλά και ο Λίνδιος δεν αρέσκεται στο «φαντενό», που «δεν έχει την ιδανική υφή». Ψύλλοι στ’ άχυρα για σένα που δεν είσαι Ροδίτης και όλα σου φαίνονται εξαίσια, αν τα αγοράσεις από τις 2-3 ντόπιες οικοτεχνίες ή αν τα πετύχεις σε γιορτή από χέρι σπιτικό.
Το μελεκούνι μοιάζει με παστέλι, αλλά δεν είναι. Πιο χοντρό και πιο μαλακό από το παστέλι, γίνεται με αναποφλοίωτο σουσάμι, αμύγδαλο, ενίοτε και με κουκουνάρι ή φιστίκι. Advertisement: 0:06 Η Σοφία, στο πολύχρωμο, παραμυθένιο χωριό Κοσκινού, είναι η ιέρεια του μελεκουνιού. Όπου γάμος και χαρά στο νησί, σε κείνη θα προστρέξεις για τα μελεκούνια, κάτι που σημαίνει πως η Σοφία μπορεί να φτιάχνει και 2.500 ρόμβους τη μέρα! Στο καμαρούλα μια σταλιά εργαστήριο/σπίτι της, με τα εικονίσματα και τη βοήθεια του Νικήτα, του συζύγου, ο οποίος και σχεδίασε τις ξύλινες φόρμες που ζυγίζουν έναν τόνο, άρα μόνο αυτός μπορεί να τις σηκώσει − να ένας ωραίος τρόπος να μη φεύγει ποτέ από κοντά της. Ενίοτε, στο τελικό τύλιγμα στη ζελατίνα βοηθούν και οι κόρες, που είναι δεινές τυλίχτρες!
Πρωί-πρωί ξεκίνησα στο πλάι της να την παρακολουθώ και να τη ρωτάω, έτσι ώστε να ξεκαθαρίσει μέσα μου, χωρίς μυστικά, το ομιχλώδες τοπίο του μελεκουνιού. Απορία πρώτη: πώς γίνεται το τοπικότερο των ροδίτικων γλυκών να περιέχει σουσάμι, όταν στην τουριστικότατη Ρόδο ποτέ μου δεν είδα ούτε ένα χωραφάκι; 30.10.2017 Ένα crash test με πολύ σιρόπι στους καλύτερους λουκουμάδες της πόλης Παλιά, λέει, στην Κατταβιά, στη Λαχανιά και στα Κοσκινού καλλιεργούσαν το σουσάμι. Το λίγο που καλλιεργείται πια δεν επαρκεί και δεν είναι και η καλύτερη ποιότητα. Το μέλι, πάλι, όταν είναι μόνο θυμαρίσιο, «δεν δένει». Άρα, πρέπει να βάλεις μια σύμμειξη ανθέων και θυμαρίσιου για το άρωμα. Η Σοφία το μέλι το παίρνει από την εξαδέλφη, τα εσπεριδοειδή από τον κήπο τον δικό της και των γειτόνων. Τρίβει ψιλό το ξύσμα, καβουρδίζει ολόκληρο το αμύγδαλο, πλένει το σουσάμι. Μετά, όπως κάνουμε τον χαλβά, το καβουρδίζει σκέτο και υπομονετικά σε χαμηλή φωτιά και παράλληλα ζεσταίνει το μέλι να γίνει σιρόπι. Ύστερα ενώνει τα δύο μείγματα, προσθέτει μπαχαρικά και ξύσμα, απλώνει ομοιόμορφα το μείγμα σε ξύλινες τάβλες, το αφήνει να κρυώσει. Μόλις κρυώσει, ο Νικήτας το χαράζει σε ρόμβους με τον χάρακα, μην του ξεφύγει το μέγεθος. Μόλις κρυώσει εντελώς, τυλίγεται σε ζελατίνα.
Το μέλι, όταν είναι μόνο θυμαρίσιο, «δεν δένει». Άρα, πρέπει να βάλεις μια σύμμειξη ανθέων και θυμαρίσιου για το άρωμα. Πριν εφευρεθεί η ζελατίνα, το έκαναν «κουταλάτο» και του έδιναν σχήμα με μια λαδόκολλα. Στο σερβίρισμα, ακόμη και σήμερα, σε γιορτές, μπορεί να το δεις πάνω σε λεμονόφυλλα που δεν το αρωματίζουν, απλώς τα παλιά χρόνια ήταν ό,τι πιο κοντινό στα σημερινά πλαστικά πιατάκια μίας χρήσης.
Γλυκό της καλοτυχίας και της χαράς, «όσους κόκκους έχει το κάθε κομμάτι τόσα χρόνια να ‘χει το ζευγάρι» εύχονταν στους γάμους, μοιράζεται σαν πρόσκληση την εβδομάδα πριν από τον γάμο, μοιράζεται στο «κρεβάτι», μοιράζεται και στην εκκλησία, προσφέρεται και στα σαράντα του νεογέννητου μωρού, προσφέρεται παντού και πάντα. 20.11.2017 Πάστα ποντικάκι, αμυγδάλου και αληθινά σοκολατάκια: Στη φωλιά του παλιού καλού γλυκού Παλιότερα, οι οικογένειες των μελλονύμφων μοιράζονταν τα έξοδα και οι γυναίκες του χωριού το έφτιαχναν όλες μαζί σε ένα τραγουδιστό κλίμα χαράς και ευφορίας. Με το πρώτο κομμάτι άλειφαν το πρόσωπο του γαμπρού και της νύφης, να ‘χουν ζωή γλυκιά σαν μέλι, γεμάτη τόσες αφθονίες, όσες και οι κόκκοι του σουσαμιού.
Αν σκεφτείς τα συντηρητικά, την ποσότητα της ζάχαρης και τη χημική επεξεργασία μιας μπάρας δημητριακών ή των δημητριακών που δίνουμε στα παιδιά, έχεις κάθε λόγο να υιοθετήσεις το αγνό, αθώο και ενεργειακό μελεκούνι στην καθημερινότητά σου. Οι τρεις καλύτεροι, αυτοί που φτιάχνουν το απολύτως αυθεντικό και ασύγκριτο σε νοστιμιά μελεκούνι, μπορούν να σου το στείλουν όπου κι αν κατοικείς, αφού μεταφέρεται εύκολα και συντηρείται μέχρι και για έναν χρόνο. Αν κάνει ζέστη, συμβουλεύει η Σοφία, απλώς το βάζεις στο ψυγείο για να διατηρήσει τη μαλακή του υφή. Αν επιμένεις να το προσπαθήσεις μόνος σου, οι αναλογίες είναι 2 κιλά σουσάμι, 2 κιλά μέλι, 500 γρ. ολόκληρα αμύγδαλα, 2 κ.γ. μπαχαρικά (κανέλα, γαρίφαλο, μοσχοκάρυδο) και 2 κ.γ. ξύσμα πορτοκάλι. Μόλις κρυώσει, ο Νικήτας το χαράζει σε ρόμβους με τον χάρακα, μην του ξεφύγει το μέγεθος. Μόλις κρυώσει εντελώς, τυλίγεται σε ζελατίνα.
Με τη συνταγή της περιοχής Αφάντου
Πηγή: www.lifo.gr