Ενώ άνοιξε «πόλεμος» δηλώσεων μεταξύ των αντίπαλων παρατάξεων – Τι αναφέρει ακριβώς στην ένσταση που έχει ασκήσει
Αίσθηση έχει προκαλέσει και ανάλογες αντιδράσεις μεταξύ των οπαδών (κυρίως των «θερμόαιμων») των δύο αντίπαλων στρατοπέδων των παρατάξεων των κ.κ. Αντώνη Καμπουράκη και Αλέξανδρου Κολιάδη, η αντιπαράθεση που προκλήθηκε μετά την αναβολή εκδίκασης της ενστάσεως και της αντενστάσεως, που ασκήθηκαν αντιστοίχως, κατά του κύρους της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου που ανακήρυξε τον επιτυχόντα και τους επιλαχόντες συνδυασμούς και υποψηφίους στις εκλογές των δύο γύρων αναμέτρησης στον Δήμο Ρόδου.
Η αντιπαράθεση προκλήθηκε λόγω των δηλώσεων των δικηγόρων που ανέλαβαν την εκπροσώπηση του κ. Καμπουράκη και της παρατάξεώς του στην διαδικασία κ.κ. Ανδρέα Λοβέρδου και Λάμπρου Πάσχου, στους οποίους απάντησαν τόσο ο κ. Κολιάδης, όσο και οι νομικοί συμπαραστάτες του στην διαδικασία κ.κ. Κώστας Χαλκιάς και Γιώργος Μαυρομμάτης.
Αυτό που «ερέθισε» τις δύο πλευρές είναι το γεγονός ότι στον δημόσιο διάλογο και στην νομική αντιπαράθεση ως προς τον τρόπο ψηφοφορίας και τον χαρακτηρισμό ως έγκυρων ή άκυρων ψηφοδελτίων μπήκε και ακόμη ένα ζήτημα που αφορά στην μεταφορά εκλογικών σάκων από δικαστικούς αντιπροσώπους στην οικία τους.
Είναι ένα επιχείρημα που αναπτύχθηκε δημόσια για πρώτη φορά ουσιαστικώς ενώ τα όσα υποστηρίχθηκαν για δυσχέρεια που υπήρξε στην παράταξη Καμπουράκη στον έλεγχο του εκλογικού υλικού είχαν αναφερθεί δεόντως και στο δικόγραφο της ενστάσεως που άσκησε.
Πιο συγκεκριμένα, στην ένστασή του ο κ. Καμπουράκης ισχυρίζεται μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Αίτημα έκδοσης προδικαστικής απόφασης
Την Τετάρτη, 18-10-2023 με την υπ’ αριθμ. 1606/18-10-2023 αίτησή μου ζήτησα ως είχα δικαίωμα, πρόσβαση στο σύνολο του εκλογικού υλικού, προκειμένου να ασκήσω ένσταση κατά του κύρους των Δημοτικών Εκλογών στον Δήμο Ρόδου της 8ης Οκτωβρίου 2023. Η αρμόδια Πρόεδρος Πρωτοδικών (…) έκανε την αίτησή μου «εν μέρει δεκτή», καθότι επέτρεψε την επίδειξη του συνόλου μόνον των άκυρων ψηφοδελτίων και όρισε προς τούτο συγκεκριμένες ημερομηνίες. Αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι ορισμένες από τις ημερομηνίες που ορίσθηκαν για την συγκεκριμένη περιορισμένη πρόσβαση στο εν λόγω υλικό υπερέβαιναν την λήξη της επταήμερης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 248 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της ένστασης.
Ακολούθως την Παρασκευή, 20-10-2023, κατατέθηκε η υπ’ αριθμ. 1630/20-10-2023 αίτησή μου, με την οποία ζήτησα εκ νέου πρόσβαση στο σύνολο του εκλογικού υλικού, με νομικό θεμέλιο την συμμετοχή μου στις επίμαχες Δημοτικές Εκλογές, ως επικεφαλής συνδυασμού και την πρόθεσή μου να ασκήσω ένσταση κατά της απόφασης ανακήρυξης.
Η ως άνω αίτησή μου, έγινε και πάλι μόνον εν μέρει δεκτή, από την Πρόεδρο Πρωτοδικών (…), η οποία και όρισε σχετικά συντομότερους χρόνους επίδειξης συγκεκριμένων ψηφοδελτίων. Αυθημερόν, είχα ήδη καταθέσει με ταυτόσημο περιεχόμενο την υπ’ αριθμ. 1639/20-10-2023 «Εξώδικο Δήλωση Μετ’ Αιτήσεως» με έντονα παράπονα για την μεταχείρισή μου και αποδέκτες: α) την αξιότιμη Πρόεδρο Πρωτοδικών Ρόδου, β) τον αξιότιμο Πρόεδρο Εφετών Δωδεκανήσου και γ) την αξιότιμη Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.
Στη συνέχεια, την επόμενη ημέρα Σάββατο, 21-10-2023 αναγκάσθηκα να καταθέσω εκ νέου, την υπ’ αριθ. 1641/21-10-2023 αίτησή μου, ζητώντας την επίδειξη του συνόλου και των βιβλίων της εκλογικής διαδικασίας (πρακτικό 2, βιβλία διαλογής ψήφων κ.λπ.), τα οποία και συμπεριλαμβάνονται αναντίρρητα στο εκλογικό υλικό. Η αίτηση αυτή κρίθηκε ως «εν μέρει δεκτή» από την Πρόεδρο (…), η οποία έκρινε ότι «τα βιβλία θα ανοίγονταν για αντιπαραβολή, εφ’ όσον προέκυπτε διαφωνία με τον αριθμό των ψηφοδελτίων και τους πίνακες που είχαν αναρτηθεί».
4. Τελικώς την Τετάρτη, 25-10-2023, αναγκάσθηκα και πάλι να καταθέσω ακόμη μία νέα αίτησή μου (υπ’ αριθ. 1658/25-10-2023) με αίτημα: α) την επίδειξη των άκυρων ψηφοδελτίων στα συγκεκριμένα έξι (6) τμήματα 239, 241, 242, 282, 316 και 335, τα οποία δεν επιδείχθηκαν στο σύνολό τους, στους αντιπροσώπους μου και β) την επίδειξη των πρωτοκόλλων ψηφοφορίας (τα οποία, χωρίς αμφιβολία συμπεριλαμβάνονται στο εκλογικό υλικό), στο σύνολο των εκλογικών τμημάτων, δεδομένου ότι είχαμε την εκτίμηση ότι είχαν εμφιλοχωρήσει σοβαρά σφάλματα και παραλείψεις, κατά την σύνταξή τους. Και η αίτησή μας αυτή, απερρίφθη αυθημερόν στο σύνολό της και αναιτιολόγητα, από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών (…).
Με βάση τα ανωτέρω είναι καταφανές ότι δεν δυσχεράνθηκε απλώς, αλλά παραβιάσθηκε σε μεγάλο βαθμό το δικαίωμα πρόσβασής μου στο εκλογικό υλικό, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να ασκήσω πλήρως και αποτελεσματικά το συνταγματικό μου δικαίωμα δικαστικής προστασίας και τα εν γένει δικαιώματα άμυνας. Κύριο επιχείρημα της εν λόγω αρνητικής στάσης αποτέλεσε το γεγονός ότι ουδεμία ρητή νομοθετική διάταξη προβλέπει το εν λόγω δικαίωμα πρόσβασης στο σύνολο του εκλογικού υλικού και ότι στις περιπτώσεις αυτές υφίσταται απόλυτη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου, που εν προκειμένω ασκεί διοικητικό έργο.
Είναι προφανές όμως ότι επειδή η νομική επιστήμη δεν αποτελεί ένα απλό άθροισμα νομοθετικών διατάξεων, αλλά διέπεται από αρχές και αξίες του κράτους δικαίου, ερμηνευτικά αξιώματα, ιεραρχική διάρθρωση των κανόνων δικαίου κ.λπ., η ως άνω αρνητική στάση είναι αντίθετη με μια σειρά διατάξεων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, αλλά και της ad hoc νομολογίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (γεγονός που επισημάνθηκε λεπτομερώς και με έμφαση στην από 20-10-2023 αίτησή μου και στην ταυτόσημου περιεχομένου εξώδικη δήλωση μετ’ αιτήσεως, της ίδιας ημερομηνίας).
Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημάναμε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την ΑΕΔ 14/2020 απόφασή του έκρινε με αξιομνημόνευτη σαφήνεια ότι «Επειδή, ναι μεν οι διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας και του ν. 345/1976 δεν προβλέπουν ρητώς ότι ο έχων έννομο συμφέρον να ασκήσει ένδικο βοήθημα στο πλαίσιο μιας εκλογικής διαφοράς έχει δικαίωμα προσβάσεως στο εκλογικό υλικό (ψηφοδέλτια, βιβλία πράξεων της εφορευτικής επιτροπής κ.λπ.), όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 450 και 452 του ΚΠολΔ (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), αλλά και από το σύνολο των διατάξεων που διέπουν την έννομη τάξη και ιδίως τα άρθρα 100 και 171 ΚΠοινΔ (ν. 4620/2019, Α΄ 96), 130 ΚΔΔικον. (ν. 2717/1999, Α΄ 97) και 18 της υπ’ αριθμ. 19/2013 αποφάσεως της Ολομ. ΣτΕ (Β΄ 2462/1.10.2013), συνάγεται η αρχή της ελεύθερης προσβάσεως των διαδίκων στο υλικό της δίκης (πρβλ. ΣτΕ 3631/2002 7μ.). Το δικαίωμα τούτο, το οποίο συνδέεται με τη λυσιτελή άσκηση του δικαιώματος άμυνας (ΣτΕ 2365/2013 7μ.), ερείδεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας των διαδίκων (αρχή της δικονομικής ισότητας) …Τούτων έπεται ότι, ακόμη και εάν στην ειδική για τις εκλογικές διαφορές νομοθεσία δεν κατοχυρώνεται ρητώς αυτοτελές δικαίωμα προσβάσεως στο εκλογικό υλικό στους έχοντες έννομο συμφέρον να ασκήσουν ένδικο βοήθημα στο πλαίσιο μιας εκλογικής διαφοράς, η άρνηση προσβάσεως στα εν λόγω πρόσωπα δεν είναι σύμφωνη προς τις ως άνω συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, στην περίπτωση που, εξαιτίας της, καθίσταται αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής η αναζήτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Συντρέχει δε τέτοια περίπτωση, μεταξύ άλλων, όταν, εξαιτίας της αρνήσεως προσβάσεως στα εν λόγω στοιχεία, ο ενδιαφερόμενος δεν δύναται να προβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου κατά τρόπο αποτελεσματικό τους ισχυρισμούς του για την προστασία των τυχόν θιγομένων δικαιωμάτων του (πρβλ. ΣτΕ 1590/2012, ΕΔΔΑ, απόφαση της 6.11.2009, K.H. κ.ά. κατά Σλοβακίας, αριθμός προσφυγής 32881/04, σκ. 59 έως 67).
Κατ’ ακολουθία, σύμφωνα με τις προμνημονευθείσες διατάξεις, ο προϊστάμενος του οικείου Πρωτοδικείου οφείλει, σε περίπτωση που υποβάλλεται νομοτύπως αίτηση από πρόσωπο που έχει καταρχήν έννομο συμφέρον προς άσκηση ενστάσεως (ή αντενστάσεως) στο πλαίσιο μίας εκλογικής διαφοράς, να επιτρέψει σε αυτό την ακώλυτη πρόσβαση στο αιτούμενο εκλογικό υλικό», (σκ. 8, βλ. και ΔΠρΙωαννίνων 674/2019)».