Ως μέγιστο εθνικό ζήτημα οφείλει να αντιμετωπιστεί από την όποια ελληνική κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου η ανεργία, που κατατάσσεται μαζί με τις κοινωνικές ανισότητες στην πρώτη θέση των ανησυχιών των ισχυρών του κόσμου. Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας ότι το μείζον ζήτημα που ανακύπτει, εκτός από τη διατήρηση του ποσοστού σε σημαντικά υψηλά επίπεδα, είναι ότι η ανεργία στην Ελλάδα, από κυκλική, που οφείλεται κατά το μέγιστο ποσοστό στον περιορισμό της ζήτησης στην οικονομία, μετατρέπεται σε διαρθρωτική, γεγονός που αποδεικνύεται και από το τεράστιο ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας, που υπερβαίνει το 70%.
Παρότι οι διεθνείς οργανισμοί αλλά και ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπουν από μικρή έως σημαντική αποκλιμάκωση, το ποσοστό ανεργίας και το 2015 θα παραμείνει σε δραματικά υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με το μεγαλύτερο πρόβλημα, όχι μόνο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και παγκοσμίως.
Η «διαρκής κρίση απασχολησιμότητας», όπως την αναφέρει χαρακτηριστικά η Παγκόσμια Τράπεζα, θα συνεχίσει να χτυπάει την πόρτα της Ελλάδας και το 2015, είτε το ποσοστό ανεργίας περιοριστεί στο 22,6%, όπως προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός, είτε παραμείνει σε ιστορικά υψηλά, όπως είναι το 27%, βάσει της πρόβλεψης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ενδιάμεσα βρίσκονται οι προβλέψεις της Κομισιόν για ανεργία στο 25% το νέο έτος έναντι 26,8% το 2014 και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για μείωση στο 23,8% από 25,8% το έτος που έφυγε.
Μάλιστα, η ΓΣΕΕ σε μία ακόμη πιο δυσοίωνη πρόβλεψη εκτιμά την ανεργία μεταξύ 22% με 23%, έως και το 2020, θεωρώντας ότι δύσκολα θα διαμορφωθεί κάτω από το 17% μέχρι το 2026, ακόμη και με το πλέον αισιόδοξο σενάριο ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ κατά 3,5% με 4% (50.000 νέες θέσεις εργασίας τον χρόνο).
Στο κέντρο του προβλήματος μπαίνει το υψηλό ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς, όπως επισημαίνει στην πρόσφατη έκθεσή του ο ΟΟΣΑ, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από το 49% στο 71% μεταξύ του 2007 και του 2014. «Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για τα θιγόμενα άτομα και τις οικογένειές τους και συμβάλλει δυνητικά στην αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας ως αποτέλεσμα της υποβάθμισης των δεξιοτήτων και της μείωσης του κινήτρου για την εύρεση εργασίας», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Μιλώντας στην «Κ» ο δρ Παντείου Πανεπιστημίου, ειδικός σε θέματα αγοράς εργασίας Κώστας Αγραπιδάς, επισημαίνει ότι η διαρθρωτική ανεργία με σχεδόν 8 στους 10 ανέργους εκτός εργασίας για πάνω από 12 μήνες, σε συνδυασμό με τη διαρροή των ταλαντούχων νέων σε τρίτες χώρες, είναι κρίσιμα θέματα που πρέπει να επιλυθούν από τον σχεδιασμό μιας νέας δημόσιας πολιτικής, η οποία θα καταστήσει την αγορά εργασίας περισσότερο αποτελεσματική. Το ζήτημα της ενεργοποίησης του ανθρωπίνου δυναμικού της χώρας, σε συνδυασμό με τη προσαρμογή των προσόντων και των εξειδικεύσεων και τη συνακόλουθη πιστοποίησή τους, συνιστά μια μεγάλη πρόκληση, επισημαίνει.
Οσο για το 2015, με δεδομένο τον θετικό ρυθμό ανάπτυξης, αλλά όχι το ύψος του, ο κ. Αγραπιδάς εκτιμά ότι θα υπάρξει δημιουργία περισσότερων θέσεων απασχόλησης –ιδιαίτερα στους τομείς παροχής υπηρεσιών– και σταδιακή μείωση της ανεργίας. Οι εξελίξεις στην οικονομία και στην αγορά εργασίας θα επηρεαστούν και από τον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης, αλλά και από το μέγεθος της οικονομικής κρίσης στη Ρωσία. Ιδιαίτερο βάρος απαιτείται να δοθεί στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας. «Η χώρα μας χρειάζεται την καινοτόμο μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, χρειάζεται δηλαδή νέους μικρομεσαίους εργοδότες, που σε συνδυασμό με την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και την αξιοποίηση της νέας Εταιρικής Συμφωνίας, θα μεγεθύνουν τον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης με τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας», εκτιμά ο δρ του Παντείου Πανεπιστημίου.
Μάλιστα, ο κ. Αγραπιδάς επισημαίνει ότι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στην Ελλάδα δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά από τα προβλήματα της εγχώριας αγοράς εργασίας, επισημαίνοντας ότι και οι εργαζόμενοι έχουν εγκλωβιστεί σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς ευελιξίας, με τους μισθούς να μειώνονται κατά περίπου 5% ετησίως από το 2009.
Καθημερινή