Υπεραμύνεται της νομιμότητας και της διαφάνειας στις συναλλαγές της με εργολαβικές εταιρείες η ιδιοκτησία γνωστής ξενοδοχειακής μονάδας στην Κω, που βρέθηκε στο επίκεντρο ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών και του ΣΔΟΕ.
Το σύνολο της επένδυσης της ξενοδοχειακής μονάδας ανερχόταν στο ποσό των 25.405.875 ευρώ, από το οποίο τα 12.702.937 ευρώ θα καλύπτονταν με κρατική επιχορήγηση. Η ίδια συμμετοχή ανερχόταν σε 7.352.438 ευρώ, ενώ είχε εξασφαλιστεί και τραπεζικό δάνειο 5.350.000 ευρώ.
Πράγματι το 2009 κατασκευάστηκε σε έκταση 45 στρεμμάτων ένα σύγχρονο υπερπολυτελές ξενοδοχείο 360 κλινών, με εστιατόρια, μπαρ, σπα, ενώ τις εντυπώσεις κλέβει η πισίνα υπερχείλισης στο επίπεδο ακριβώς πάνω από την παραλία.
Όταν όμως οι “Ράμπο” της Περιφερειακής Διεύθυνσης Νοτίου Αιγαίου του ΣΔΟΕ πραγματοποίησαν διπλή έφοδο στο ξενοδοχείο το Φεβρουάριο του 2011 και το Μάρτιο του 2012, διαπίστωσαν, ότι η εταιρεία είχε λάβει και καταχωρήσει στα βιβλία της μερικώς εικονικά φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας συναλλαγών 9.276.040,72 ευρώ.
Μόλις πρόσφατα το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης 7 ετών τον διαχειριστή εδρεύουσας στην Κω ετερόρρυθμης εταιρείας, με αντικείμενο την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, που κρίθηκε ένοχος κακουργηματικής φοροδιαφυγής. Ο κατηγορούμενος είχε αναλάβει εργολαβίες στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο.
Σε πολυσέλιδο υπόμνημά της προς τη Γενική διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών η διευθύνουσα σύμβουλος της ανώνυμης ξενοδοχειακής εταιρείας υποστηρίζει ότι ενήργησε νόμιμα.
Όπως τονίζει εισαγωγικά από του έτους 1965 είχε εγκατασταθεί οικογενειακώς στο Βελγικό Congo, όπου παρέμεινε μέχρι το έτος 1987, δηλαδή επί 22 και πλέον έτη, ασχολούμενη με το εμπόριο, από το οποίο απεκόμισε μεγάλα κέρδη.
Το έτος 1991 και μετά τον επαναπατρισμό της και τη μόνιμη εγκατάστασή της στην Ελλάδα, απεφάσισε να επενδύσει στον τουριστικό τομέα και έτσι απέκτησε ξενοδοχείο στην περιοχή Άγιος Φωκάς της Κω, μέσω εξαγοράς της ανώνυμης εταιρείας στην οποία ανήκε.
Το ξενοδοχείο αυτό, κατηγορίας 4 αστέρων, έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου εκτάσεως 131 στρεμμάτων, έχει σημερινή δυναμικότητα 700 περίπου κλινών και εμπορική αξία άνω των 30 εκ. €.
Η κατασκευή του άνω ξενοδοχείου, άρχισε τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2007 και αποπερατώθηκε τον μήνα Μάιο του έτους 2009. Η άνω επένδυση κόστισε 30.937.152.40 εκ. ευρώ.
Η ανέγερση της άνω ξενοδοχειακής μονάδας, υλοποιήθηκε με υπαγωγή στον Αναπτυξιακό Νόμο.
Όπως τονίζει προκειμένου να διεκπεραιωθεί το δύσκολο αυτό εγχείρημα, το οποίο συνίστατο στην εξ’ολοκλήρου κατασκευή ενός μεγάλου και πολυτελούς ξενοδοχειακού συγκροτήματος δίπλα στη θάλασσα, αποτάνθηκε στον κατηγορούμενο εργολάβο για την ανάθεση σε αυτόν και την ανάληψη από αυτόν, της Γενικής Εργολαβίας κατασκευής του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, το οποίο ήθελε να ανεγείρει.
Μάλιστα η εργολήπτρια εταιρεία, για την ταχύτερη και άριστη εκτέλεση της αναληφθείσης εργολαβίας, θα αναλάμβανε την εκτέλεση μόνο του συγκεκριμένου έργου και δεν θα αναλάμβανε άλλο ταυτόχρονα, μέχρι και την παράδοσή του, ώστε υπάρχουν τα εχέγγυα της εμπρόθεσμης παραδόσεως και αποκλειστικής ενασχολήσεως του διαχειριστή της με το συγκεκριμένο έργο.
Την χρηματοδότηση του πολυδάπανου αυτού εγχειρήματος ανέλαβε η εταιρεία, με καθοριζόμενο από τα συμβαλλόμενα μέρη στο σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό τίμημα ύψους 23.363.901,30 ευρώ.
Δεδομένου δε του γεγονότος ότι η κατασκευαστική εταιρεία δεν διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι δαπανηρές αυτές εργασίες, με πολλά συνεργεία τα οποία θα δούλευαν ταυτόχρονα, ώστε το ξενοδοχείο να έχει ολοκληρωθεί τον Μάιο του 2009, συμφωνήθηκε να γινόταν προκαταβολή των αναγκαίων χρηματικών ποσών σταδιακά.
Συμφωνήθηκε, συνεπώς, ότι το συνολικό τίμημα θα ανέρχονταν στο ποσό των 23.363.901,30 ευρώ, με προκαταβολές ύψους αρχικά 7.000.000 ευρώ.
Δεδομένου, βεβαίως του γεγονότος ότι μετά την εκτέλεση του έργου θα έπρεπε να εκδοθούν αναγκαστικά για την εξόφλησή του, δίγραμμες επιταγές, όπως απαιτείται νομοτυπικά στις εκάστοτε εργολαβίες, μετά το πέρας των εργασιών θα γινόταν μεταξύ τους, όπως τόνισε, ένας λογιστικός εκκαθαρισμός, ήτοι ένας συμψηφισμός του εκτελεσθέντος έργου, με το τίμημα αυτού, ενώ θα επιστρέφονταν τα ποσά που είχαν καταβληθεί πλέον του συμβατικού τιμήματος, δηλαδή τα ποσά που είχαν διπλοπληρωθεί λόγω της απαραίτητης τυπικά έκδοσης και είσπραξης των δίγραμμων επιταγών.
Με τον τρόπο αυτό, όπως υποστηρίζει, η εργολάβος εταιρεία θα μπορούσε ακώλυτα να ξεκινήσει τις απαραίτητες εργασίες βάσει του ασφυκτικού χρονικά διαγράμματος το οποίο δεν επέτρεπε οιαδήποτε παρέκκλιση, καθώς εισπράττοντας από εκείνη ανεπισήμως προκαταβολές θα είχε τη δυνατότητα να πληρώσει υλικά, προσωπικό, υπεργολάβους, ενώ μετά το πέρας των εργασιών και την έκδοση των δίγραμμων επιταγών, κάθε επιπλέον καταβληθέν ποσό, στην ουσία κάθε ποσό που είχε διπλοπληρωθεί λόγω των προκαταβολών, θα επιστρέφονταν σ’ εμένα, ώστε να κρατούσε η εργολάβος εταιρεία το συμφωνηθέν και μόνο τίμημα.
Όπως είναι φυσικό, ωστόσο, η από μέρους μου συνεχής προκαταβολή μεγάλων χρηματικών ποσών ανεπισήμως, δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς κάποιου είδους εξασφάλιση της για την περίπτωση που η εργολάβος εταιρεία καίτοι εισπράξει αυτές δεν θα είχε εκτελέσει αντίστοιχο έργο.
Συνεπώς, συμφωνήθηκε η έκδοση συναλλαγματικών υπέρ εκείνης αντιστοίχου ύψους των σχετικών προκαταβολών, ώστε σε περίπτωση που δεν εκτελεσθεί έργο ή τμήμα αυτού, να δύναται να εισπράξει μέσω αυτών τα ποσά που είχε προκαταβάλλει.
Υποστηρίζει ότι το ΣΔΟΕ έκανε λάθος και ότι επειδή ακριβώς στην κατασκευαστική εταιρεία είχαν δοθεί προκαταβολές και συνεπώς είχε εξοφληθεί η εκ του εργολαβικού ανταλλάγματος υποχρέωσή της, με την είσπραξη εκ νέου της ήδη εξοφληθείσας υποχρέωσης της μέσω των δίγραμμων επιταγών, γινόταν η απαραίτητη τακτοποίηση των λογαριασμών της μεταξύ τους σχέσης.
Δηλαδή η κατασκευαστική εταιρεία κρατούσε τα ποσά των δίγραμμων επιταγών που αποτελούσαν και την εξόφληση βάσει του έργου και των τιμολογίων και επέστρεφε σε εκείνη τα ποσά των προκαταβολών που είχε καταβάλλει κατά τη διάρκεια αυτού.
Η εμφαινόμενη επιστροφή ύψους 14.173.441,27 ευρώ, όπως ισχυρίζεται είναι πλασματική.