Την παραπομπή σε δίκη ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, ενός 51χρονου Ροδίτη, φορτηγατζή και της 40χρονης διαζευγμένης συντρόφου του, που φέρονται να ενεπλάκησαν σε μια απίστευτη ιστορία εξακολουθητικής σεξουαλικής κακοποίησης, 18χρονης σήμερα μαθήτριας, κόρης της δεύτερης, αποφάσισε με βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Η 18χρονη διατείνεται ότι βιαζόταν διαρκώς από την ηλικία των 14 ετών έως και την 24η Οκτωβρίου 2013. Συμπλήρωσε τα 18 έτη της ηλικίας της, την 3η Οκτωβρίου 2013 και έκτοτε διέμενε με μια φίλη της.
Ο πρώτος κατηγορούμενος παραπέμπεται συγκεκριμένα για βιασμό κατ’ εξακολούθηση, κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια στην οποία η παθούσα δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη και στη συνέχεια, ενώ έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη όχι όμως τα δεκαοκτώ έτη, από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο κατ’ εξακολούθηση, για αποπλάνηση παιδιού που συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη και στη συνέχεια που συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δέκα πέντε έτη κατ’ εξακολούθηση, για προμήθεια και κατοχή ναρκωτικών ουσιών, από μη τοξικομανή για ιδία αποκλειστική χρήση και για παρακίνηση άλλου σε παράνομη χρήση ναρκωτικών από μη τοξικομανή.
Η δεύτερη κατηγορούμενη παραπέμπεται για άμεση συνέργεια σε βιασμό κατ’ εξακολούθηση, άμεση συνέργεια σε κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια στην οποία η παθούσα δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη, έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη όχι όμως τα δεκαοκτώ έτη, από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο και από οικείο κατ’ εξακολούθηση και για άμεση συνέργεια σε αποπλάνηση παιδιού, που συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, που συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δέκα πέντε έτη κατ’ εξακολούθηση
Με το ίδιο βούλευμα παρατείνεται η προσωρινή τους κράτηση στις φυλακές μέχρι την 1η Νοεμβρίου 2014.
To ιστορικό της υπόθεσης, που συγκλόνισε το πανελλήνιο, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει ως εξής:
Το έτος 2008 και σε χρόνο πριν από την 3η Οκτωβρίου 2008, ο πρώτος κατηγορούμενος συνήψε ερωτική σχέση με την δεύτερη κατηγορούμενη και μετακόμισε στην οικία της, σε δημοτικό διαμέρισμα στη δυτική Ρόδο, όπου η τελευταία διέμενε με τα τρία ανήλικα τέκνα της.
Ενώ η ανήλικη γιόρταζε τα γενέθλιά της σε εστιατόριο μαζί με τη μητέρα της καθώς και το σύντροφο της τελευταίας, κάποια στιγμή, που η μητέρα της απουσίαζε από το τραπέζι για να πάει στην τουαλέτα του καταστήματος, ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να της είπε ότι την επόμενη ημέρα θα πάει στο κρεβάτι της και ότι η μητέρα της ήταν σύμφωνη.
Τη φράση όμως αυτή δεν την εξήγησε στην ανήλικη, η οποία και δεν αντιλήφθηκε το νόημά της.
Την επόμενη ημέρα και ενώ η ανήλικη, η μητέρα της και ο πρώτος κατηγορούμενος βρίσκονταν στην οικία τους, η μητέρα της φέρεται να της είπε να πάει στο δωμάτιο της, όπου την περίμενε ο σύντροφός της. Ανυποψίαστη, όπως επισημαίνεται στο βούλευμα, πήγε στο δωμάτιο, όπου βρήκε τον πρώτο κατηγορούμενο ξαπλωμένο στο κρεβάτι και γυμνό, ενώ η μητέρα της, η οποία την ακολούθησε, της είπε «κάθισε να μάθεις πώς είναι», ενώ της είπε να βγάλει το παντελόνι της πράγμα το οποίο εκείνη έκανε, τελώντας σε πλήρη σύγχυση για το τι συνέβαινε.
Στη συνέχεια και ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος την ακινητοποίησε κρατώντας της τα χέρια και προσπάθησε να έλθει σε επαφή μαζί της, η οποία όμως φώναζε λέγοντας ότι δεν ήθελε και έκλαιγε μέχρι που η μητέρα της, φέρεται να είπε να την αφήσουν.
Πράγματι την άφησαν μέχρι την επόμενη ημέρα, αφού ο πρώτος κατηγορούμενος την κάλεσε εκ νέου στο υπνοδωμάτιο και αφού την ακινητοποίησε πιάνοντάς της τα χέρια και τη ξάπλωσε στο κρεβάτι και της είπε να μην ανησυχεί αφού η μητέρα της γνώριζε και συμφωνούσε με αυτό που συνέβαινε, τη θώπευσε στο στήθος και στο σώμα, της κατέβασε το εσώρουχο και ήλθε σε επαφή μαζί της.
Η ίδια κατάσταση φέρεται να συνεχίστηκε για ένα χρόνο περίπου και σε καθημερινή σχεδόν βάση με την ανήλικη να αντιστέκεται, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να ερχόταν σε κατά φύση συνουσία μαζί της παρά τη θέλησή της.
Μετά την πάροδο του ενός έτους, η ανήλικη φέρεται να είπε στον πρώτο κατηγορούμενο πως θα μιλήσει σε κάποιον και θα αποκαλύψει τις πράξεις που διέπραττε σε βάρος της.
Ο τελευταίος τότε, κατηγορείται ότι την απείλησε, λέγοντας ότι θα τη σκοτώσει, θα τις βγάλει τα έντερα και θα τη βάλει να τα φάει, άλλες δε φορές την ακουμπούσε στην κοιλιά, στα χέρια και στα πόδια με ένα σουγιά και την τρυπούσε.
Όπως τονίζεται στο βούλευμα, λόγω της συνεχούς κακοποίησης, της αδυναμίας αντίστασης και του κλίματος φόβου, που είχε δημιουργήσει ο πρώτος κατηγορούμενος σε βάρος της ανήλικης, αυτή μετά την πάροδο έτους σταμάτησε να αντιστέκεται, αποδεχόμενη παθητικά τις πράξεις του, φοβούμενη τα αντίποινά του.
Μετά την πάροδο ενός έτους από την πρώτη φορά που τελέστηκαν οι ανωτέρω πράξεις σε βάρος της ανήλικης και όταν η μητέρα της βρισκόταν και εκείνη στην οικία, συμμετείχε στη διάπραξη των ασελγών πράξεων. Συγκεκριμένα έλεγε στην κόρη της να καθίσει για να μάθει, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να ερχόταν σε κατά φύση συνουσία και με τις δύο ταυτόχρονα. Περί τα τέλη του έτους 2010, ο πρώτος κατηγορείται ότι επιχείρησε επανειλημμένα να έρθει και σε παρά φύση συνουσία με την ανήλικη, πλην όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις πράξεις του, λόγω της αντίστασής της, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε και ένα ερωτικό βοήθημα (δονητή).
Κατά τη διάρκεια μίας εκ των περιπτώσεων που επιχείρησε να έρθει σε παρά φύση συνουσία με την ανήλικη, φέρεται να ήταν παρούσα και η μητέρα της, η οποία ήταν γυμνή.
Την ίδια χρονική περίοδο, μεταξύ των ανωτέρω περιγραφόμενων ασελγών πράξεων, ήταν και η απαίτησή του από την ανήλικη, να του κάνει και στοματικό έρωτα.
Περί το έτος 2010 – 2011 όταν η ανήλικη εξέφραζε την αντίρρησή της στην ικανοποίηση των σεξουαλικών του ορέξεων, ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να τη χτυπούσε, να την έπιανε από το λαιμό και την πετούσε κάτω, να της έκλεινε το στόμα και τη μύτη ώστε να της προκαλέσει αίσθημα ασφυξίας. Δύο φορές μάλιστα φέρεται κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού της ανήλικης, να ήταν παρούσα και η μητέρα της, η οποία κατηγορείται ότι τον υποστήριζε και ότι ασκούσε και η ίδια ψυχολογική βία αρνούμενη να πλύνει τα ρούχα της ανήλικης, μη προσφέροντάς της φαγητό και μη καλώντας την στο τραπέζι για να φάει με τους υπόλοιπους.
Τις ανωτέρω πράξεις, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του 2013 φέρεται να τις τελούσε στην οικία, όπου διέμεναν όλοι μαζί, σε μία αγροικία όπου ήταν ερημικά και ερχόταν με μεγαλύτερη άνεση με τη βία σε συνουσία με την ανήλικη, αφού δε τους άκουγε κανείς και άλλοτε σε έτερη οικία ιδιοκτησίας του.
Μάλιστα στην τελευταία οικία ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να κατείχε μικροποσότητες ινδικής κάνναβης, τις οποίες κάπνιζε.
Μεταξύ των ετών 2010-2013 και κάθε φορά που επισκέπτονταν την αγροικία φέρεται να προέτρεπε την ανήλικη να δοκιμάσει και η ίδια ινδική κάνναβη πλην όμως η τελευταία αρνούνταν.
Στο ίδιο βούλευμα αναφέρεται ότι τα αδέλφια της, περίμεναν την επιστροφή της μητέρας τους στο σπίτι, προκειμένου να τους ανοίξει για να μπουν διότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε κλειδώσει τις πόρτες και τους απαγόρευε την είσοδο. Τον έβλεπαν δε από τον παράθυρο να εξέρχεται από το δωμάτιο της αδελφής τους, φορώντας μόνο το εσώρουχό του. Περαιτέρω, εξασφάλιζαν, αυτός και η μητέρα τους, την πλήρη υποταγή της ανήλικης, το φόβο και αδυναμία αντιδράσεώς της, αποξενώνοντάς την από τον οικογενειακό περίγυρο (ξαδέλφια, θείους και γιαγιά), απαγορεύοντας της να έχει οποιαδήποτε σχέση με αγόρι, απειλώντας την ότι αν συνάψει σχέση με αγόρι θα σκοτώσει την ίδια και το αγόρι, συνοδεύοντας την παντού ακόμα και στο σχολείο παρά το γεγονός ότι αυτό απείχε ελάχιστα μέτρα από το σπίτι τους και μη επιτρέποντάς της να έχει κοινωνικές επαφές με παιδιά της ηλικίας της ενώ της υπενθύμιζε σε τακτά χρονικά διαστήματα ότι είχε διασυνδέσεις με την αστυνομία.
Σε ό,τι αφορά τους ισχυρισμούς των κατηγορούμενων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι τα όσα ισχυρίζονται, ότι δηλαδή η ανήλικη προέβη στις ανωτέρω καταγγελίες προκειμένου να είναι ελεύθερη για να κάνει ό,τι θέλει η ίδια, δεν αντέχουν στην κοινή λογική, ενώ καταρρίπτονται και από τις καταθέσεις 6 μαρτύρων.