Με τους επιστήμονες στο ακατοίκητο νησί του ανατολικού Αιγαίου που «γκριζάρει» η Τουρκία
ΗΣύρνα δεν είναι ένα νησί που προσεγγίζεται εύκολα. Βρίσκεται μεσοπέλαγα, σχεδόν μόνη, στο βόρειο Καρπάθιο, νοτιοανατολικά της Αστυπάλαιας με συντροφιά πέντε νησίδες: τον Μικρό και Μεγάλο Αδελφό από την πλευρά της Αστυπάλαιας, το Μεσονήσι, την Πλακίδα και τα Στεφάνια από την πλευρά της Καρπάθου. Ακόμα και ένα γερό σκάφος χρειάζεται καλό καιρό για να την πλησιάσει.
Κι όμως, αυτό το απομονωμένο νησάκι, χωρίς δέντρα, χωρίς καμία υποδομή πέρα από ένα μόλο και κάποιες στοιχειώδεις κατασκευές που έχουν φτιάξει οι βοσκοί για τα κατσίκια τους, είναι το όνειρο πολλών επιστημόνων, που με μεγάλη προθυμία θα το επισκέπτονταν ακόμα κι αν έπρεπε να μείνουν για μέρες σε στοιχειώδεις συνθήκες. Η αιτία δεν είναι προφανής στα μάτια του ανυποψίαστου: το νησάκι των 7,9 τ. χλμ. (μεγαλύτερο από το Aνω Κουφονήσι, λίγο μικρότερο από το Καστελλόριζο) είναι ένας παράδεισος βιοποικιλότητας, ακριβώς λόγω της φυσικής του απομόνωσης.
Αυτός ο φυσικός πλούτος έμελλε να βάλει το πλέον ακατοίκητο νησί στον χάρτη του γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Η απόφαση της Ελλάδας να δημιουργήσει εθνικά πάρκα, ένα εκ των οποίων στη Σύρνα και τις νησίδες της, προκάλεσε την αντίδραση της Τουρκίας, καθώς εξελήφθη ως πράξη άσκησης κυριαρχίας σε νησί, που σύμφωνα με την τουρκική θεωρία, είναι «αδιευκρίνιστης κυριαρχίας». Η Σύρνα, ωστόσο, είναι ενταγμένη στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000 ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας και γι’ αυτό την επισκέπτονται και τη μελετούν τακτικά επί δεκαετίες οι Ελληνες επιστήμονες.
Η υποψήφια διδάκτωρ Νεφέλη Κωτίτσα συλλέγει δείγματα στη Σύρνα. [Φωτ. Enri Canaj]
Πριν από μερικές ημέρες, μια τέτοια ομάδα «τυχερών» βρέθηκε στη Σύρνα. Ο ομότιμος καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Σάκης Μυλωνάς, η Κατερίνα Βαρδινογιάννη, ερευνήτρια στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, οι υποψήφιοι διδάκτορες Γιάννης Μπολανάκης και Νεφέλη Κωτίτσα και ο μεταπτυχιακός φοιτητής Πάνος Κοντός. Την ομάδα τους συμπλήρωσε ο διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ, ο κρατικός φορέας που είναι υπεύθυνος για τις προστατευόμενες περιοχές) Κώστας Τριάντης, βιολόγος με εξειδίκευση στην οικολογία νησιών.
Ο κ. Μυλωνάς είναι μια ειδική περίπτωση: είναι ίσως αυτός που έχει μελετήσει περισσότερο τις (σήμερα) ακατοίκητες νησίδες και βραχονησίδες στη χώρα μας, μετρώντας περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες εμπειρίας, με διαδοχικές επισκέψεις και καταγραφές. Η συζήτησή μας γίνεται επάνω στη Σύρνα, στη σκιά που προσφέρει μια ποτίστρα για τα κατσίκια του νησιού. «Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, θέλοντας να καταδείξουμε πόσο σημαντικά είναι τα νησάκια αυτά λόγω της απομόνωσής τους, πείσαμε το Πολεμικό Ναυτικό και μας διέθεσε μια τορπιλάκατο, ώστε να επισκεφθούμε καμιά δεκαριά νησίδες. Είδαμε λοιπόν ότι υπάρχουν νησιά που έχουν 100% αιγαιικό ενδημισμό, δηλαδή έχουν πολλά είδη που απαντώνται μόνο στο Αιγαίο και πουθενά αλλού στον κόσμο. Η βοήθεια του Πολεμικού Ναυτικού ήταν τόσο σημαντική, που προς τιμήν τους ονομάσαμε Zonites nautarum ένα νέο είδος σαλιγκαριού που ανακαλύψαμε μόνο στο νησάκι Ζαφορά».
Η ομάδα επιστημόνων που βρέθηκε πρόσφατα εκεί: Ο καθηγητής Βιολογίας Σ. Μυλωνάς, η Κ. Βαρδινογιάννη, ερευνήτρια στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, η κ. Κωτίτσα και ο μεταπτυχιακός φοιτητής Π. Κοντός. [Φωτ. Enri Canaj]
Επειτα από αυτή την πρώτη επίσκεψη, η επιστημονική ομάδα του κ. Μυλωνά έκανε πολλές προσπάθειες για την εξεύρεση χρηματοδότησης, ώστε να συνεχίσει τη μελέτη. «Δεν ενδιαφερόταν κανείς. Μέχρι που ήρθε το Iδρυμα Λεβέντη και χρηματοδότησε την πρώτη μεγάλη αποστολή με επιστήμονες από διάφορες ειδικότητες, όπως γεωλόγους, βοτανολόγους, ζωολόγους. Eτσι το 1989-1992 επισκεφθήκαμε περί τις 50 νησίδες στο Αιγαίο και αποκτήσαμε μια καλή εικόνα για τα είδη που υπάρχουν σε αυτές: συλλέξαμε απολιθώματα, δείγματα φυτών και ζώων, καταγράψαμε καινούργια είδη όπως τη σαύρα Podarcis leventis, που την ονομάσαμε έτσι προς τιμήν του ιδρύματος που μας βοήθησε».
Σταδιακά, μέσα από τη δουλειά του κ. Μυλωνά και άλλων επιστημόνων, τεκμηριώθηκε η μεγάλη σημασία των νησίδων αυτών. «Είναι αντίστοιχα με τα νησιά Γκαλάπαγκος για την Ευρώπη. Πρόκειται για θησαυροφυλάκια βιοποικιλότητας και ενδημισμού. Ταυτόχρονα είναι πέρασμα για την ορνιθοπανίδα που μεταναστεύει από την Αφρική στην Ευρώπη, ο χώρος όπου φωλιάζουν απειλούμενα είδη όπως η φώκια Monachus monachus, το σημείο όπου συναντώνται πολλά κητώδη».
«Οι περισσότερες νησίδες ανήκουν σε μοναστήρια. Σήμερα, σε όσες μισθώνονται ακόμα, οι κτηνοτρόφοι φέρνουν με καΐκια πρόβατα ή κατσίκια το φθινόπωρο και τα μαζεύουν το Πάσχα».
Οπως σε πολλές περιπτώσεις, η επιστημονική κοινότητα αφυπνίστηκε όταν ξαφνικά, πριν από μερικά χρόνια, εμφανίστηκε ένας πραγματικός κίνδυνος για τις περιοχές αυτές: μια επιχειρηματική πρόταση για τη δημιουργία αιολικού πάρκου σε 14 νησίδες και βραχονησίδες των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου. «Θορυβηθήκαμε και βγήκαμε από τη ραστώνη μας», λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο κ. Μυλωνάς. «Oλοι γνωρίζαμε πόσο σημαντικά είναι τα νησάκια αυτά και δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι υπήρχε περίπτωση μια τέτοια πρόταση να εξεταστεί ρεαλιστικά». Ευτυχώς, η πρόταση απορρίφθηκε.
Πριν από ένα έτος, ο ΟΦΥΠΕΚΑ προκήρυξε μελέτη με τίτλο «Καταγραφή της βιοποικιλότητας ασπόνδυλων οργανισμών (σ.σ. μικρά ζώα όπως σαλιγκάρια, σκορπιοί, και έντομα) και της παρουσίας του ανθρώπου στις βραχονησίδες του Αιγαίου». Το ενδιαφέρον είναι ότι η μελέτη αυτή προκηρύχθηκε πριν αρχίσει οποιαδήποτε συζήτηση για τη δημιουργία θαλάσσιου πάρκου στις νησίδες αυτές. Ωστόσο τα αποτελέσματά της θα αποδειχθούν χρήσιμα για την τεκμηρίωσή του και φυσικά την οριοθέτησή του.
Τη μελέτη ανέλαβε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης του Πανεπιστημίου Κρήτης με συμμετοχή της αναπληρώτριας καθηγήτριας Μαρίας Αλεξίου-Χατζάκη για τις αράχνες, τον καθηγητή Σπύρο Σφενδουράκη για τα ισόποδα, τον δρα Απόστολο Τριχά για τα έντομα, τη δρα Ιάσμη Στάθη για τους σκορπιούς, τον δρα Στυλιανό Σημαιάκη για τα μυριάποδα και την Κατερίνα Βαρδινογιάννη για τα χερσαία μαλάκια.
«Κάνουμε δύο επισκέψεις, μία την υγρή περίοδο και μία την ξηρή περίοδο. Τοποθετούμε παγίδες εδάφους, κάνουμε δειγματοληψίες με το χέρι. Στόχος μας είναι να καταγράψουμε τη μεγάλη βιοποικιλότητα ασπόνδυλων που έχουν αυτά τα νησάκια», εξηγεί η κ. Βαρδινογιάννη. «Η προστασία των νησίδων αυτών έχει μεγάλη σημασία. Ο κόσμος πιστεύει ότι επειδή τα είδη αυτά έχουν επιβιώσει στην απομόνωση, δεν κινδυνεύουν. Αυτό δεν είναι αληθές. Αντίθετα, είναι πολύ ευάλωτα σε οποιαδήποτε αλλαγή. Για παράδειγμα, οι νησίδες αυτές λόγω γεωμορφολογίας επηρεάζονται πολύ από τη διάβρωση, χάνουν το φυσικό τους έδαφος. Στα 40 χρόνια που τις επισκεπτόμαστε έχουμε δει μεγάλες αλλαγές. Επίσης, είναι ευάλωτες στις επεμβάσεις του ανθρώπου – για παράδειγμα σε μια νησίδα είχαν «εισαχθεί» πριν από μερικά χρόνια κουνέλια, τα οποία έκαναν πολύ μεγάλη ζημιά γιατί είναι ένα είδος που σκάβει το έδαφος, τρώει τις ρίζες. Σημαντικό πρόβλημα, επίσης, για τα μικρά νησιά είναι η υπερβόσκηση, γιατί πολλές από αυτές τις νησίδες μισθώνονται εδώ και δεκαετίες σε κτηνοτρόφους. Για τη νησίδα Ντία, για παράδειγμα, αναφέρεται σε πηγές του 19ου αιώνα ότι είχε τόσο πυκνή βλάστηση που δεν μπορούσες να προχωρήσεις και τώρα είναι “γουλί”. Αυτό έγινε από τα κατσίκια».
«Οι περισσότερες νησίδες ανήκουν σε μοναστήρια, τα οποία τις μίσθωναν σε βοσκούς, που παλαιότερα ζούσαν σε αυτές με τις οικογένειές τους. Κάποτε η Σύρνα είχε 50 εργαζόμενους στην κτηνοτροφία και γεωργία», αναφέρει ο κ. Μυλωνάς. «Σήμερα, σε όσες μισθώνονται ακόμα, οι κτηνοτρόφοι φέρνουν με καΐκια πρόβατα ή κατσίκια το φθινόπωρο και τα μαζεύουν το Πάσχα. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα δεν είναι η βόσκηση, αλλά η υπερβόσκηση. Κι αυτό συνέβη όταν επιδοτήθηκαν “με το κεφάλι” και οι κτηνοτρόφοι έβαλαν όσο περισσότερα μπορούσαν, χωρίς να τους ενδιαφέρει να παράγουν κάτι. Αυτό δεν συνέβη μόνο στις νησίδες αλλά και σε κατοικημένα νησιά – π.χ. η Κάσος είχε κάποτε 25.000 αιγοπρόβατα… αλλά δεν είχε παραγωγή γάλακτος».
Οφελος για όλους
Οι επιστήμονες βλέπουν με θετικό μάτι την εξαγγελία για τη δημιουργία Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου στο Αιγαίο, για την προστασία των συγκεκριμένων νησίδων. «Μακάρι να τα καταφέρουν, ελπίζω να μη σταθούν εμπόδιο τα πολιτικά», λέει ο κ. Μυλωνάς. «Το σημαντικό είναι να υπάρξει παρακολούθηση και διαχείριση. Να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να έρθουν επιστήμονες από όλο τον κόσμο να μελετήσουν αυτούς τους πυρήνες βιοποικιλότητας. Μια σωστή προσέγγιση θα ωφελήσει και τους κατοίκους των νησιών που βρίσκονται κοντά, όπως την Αστυπάλαια, την Κάρπαθο, τη Νίσυρο, τη Μήλο».
«Μνημόνιο» κατά της υπερβόσκησης
Ο Γιώργος Βογιατζής (ή «Φελλάς», όπως είναι το παρατσούκλι του) πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Ποντικούσα, μια νησίδα στα δυτικά της Αστυπάλαιας. Ηταν μια μοναχική, ασκητική ζωή. «Μέχρι που ξεκίνησα σχολείο, μέναμε τον περισσότερο χρόνο εκεί και στην Οφιδούσα (σ.σ. το διπλανό νησάκι). Μετά πήγαινα μόνο τα καλοκαίρια. Τα νησάκια αυτά τα “είχαμε” από τον παππού μου, στον πατέρα μου, σε εμένα, τα νοικιάζαμε από τον δήμο και είχαμε ζώα. Στην Ποντικούσα μέναμε σε μια σπηλιά, αλλά στην Οφιδούσα είχαμε ένα κανονικό σπίτι. Οι γονείς μου είχαν ζώα, έκαναν και καρβουνοκάμινα και κάπως έτσι επιβιώναμε», λέει καθισμένος κοντά στο καΐκι του. «Αν χρειαζόμασταν κάτι, υπήρχαν δύο σημεία που θα ανάβαμε φωτιά για να ειδοποιήσουμε. Το ένα ήταν η “καλή” φωτιά, που σήμαινε ότι θέλαμε να έρθει κάποιος από την Αστυπάλαια, αλλά δεν ήταν επείγον. Το άλλο ήταν η “κακή” φωτιά, σήμα ότι πρέπει κάποιος να έρθει γρήγορα για βοήθεια».
Η ιστορία του κ. Βογιατζή είναι κοινή για πολλά από τα νησάκια του Αιγαίου. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι περισσότερες από τις οικογένειες κτηνοτρόφων που έμεναν μόνιμα στις νησίδες του Αιγαίου σταδιακά μετεγκαταστάθηκαν στα κοντινότερα μεγάλα νησιά. Για παράδειγμα, οι τελευταίοι κάτοικοι της Σύρνας, η οικογένεια Μεταξωτού, μετακινήθηκαν στην Αστυπάλαια πριν από μερικές δεκαετίες.
Δείχνοντας προοδευτικό πνεύμα, ο κτηνοτρόφος Γιώργος Βογιατζής συμφώνησε να απομακρύνει τα πρόβατά του από τις νησίδες Δύο Αδέλφια και Πλακίδες. [Φωτ. Enri Canaj]
Σήμερα ο κ. Βογιατζής μισθώνει έξι μικρά και μεγάλα νησάκια στην ευρύτερη περιοχή της Αστυπάλαιας, χρησιμοποιώντας τα ως βοσκοτόπια. «Στη Σύρνα έχουμε 500 κατσίκια, στις Πλακίδες 30, στα Δύο Αδέλφια (σ.σ. δύο νησίδες) 25 πρόβατα. Στην Οφιδούσα έχουμε περί τα 130 κατσίκια και στην Ποντικούσα 50. Στη Σύρνα και την Οφιδούσα, που είναι μεγάλα νησιά, τα ζώα μένουν όλο τον χρόνο εκεί – στη Σύρνα έχει πηγάδι και έχω βάλει ένα φωτοβολταϊκό που λειτουργεί μια αντλία με φλοτέρ, για να είναι πάντα γεμάτη η ποτίστρα. Τα ζώα βόσκουν ελεύθερα και μόνο τον Οκτώβριο – Νοέμβριο τους πηγαίνω ζωοτροφές γιατί δεν έχει αρκετή βλάστηση. Στα μικρότερα νησιά, πηγαίνω τα ζώα τον Δεκέμβριο και τα μαζεύω τον Μάιο και τα έχω στην Αστυπάλαια και τα φροντίζω γιατί δεν έχει αρκετή βλάστηση για να επιζήσουν το καλοκαίρι».
Ο κ. Βογιατζής πιστεύει ότι η κτηνοτροφία με αυτούς τους όρους δεν είναι πλέον συμφέρουσα. «Μας επιδοτούσαν από την Ευρώπη, τώρα η επιδότηση έχει μειωθεί στο μισό, 19 ευρώ το κεφάλι, όταν ο Ισπανός παίρνει 40 ευρώ. Τα λεφτά που παίρνεις από τις επιδοτήσεις καλύπτουν ίσα ίσα τις ζωοτροφές», εκτιμά.
«Στις μικρές νησίδες τα είδη δεν έχουν προσαρμοστεί στη βόσκηση. Αν αφήσεις πολλά ζώα για μεγάλο διάστημα, προκαλείται ζημιά καθώς δεν προλαβαίνει να ανακάμψει η βλάστηση».
Πόσο αβλαβής είναι όμως η χρήση των ακατοίκητων νησίδων του Αιγαίου ως βοσκοτόπια; Πολλές επιστημονικές μελέτες έχουν τα τελευταία χρόνια καταδείξει ότι η υπερβόσκηση των νησίδων οδηγεί στη ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντός τους και, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, στην ερημοποίησή τους. Ενας από τους επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα είναι ο Γιοχάνες Φουφόπουλος, καθηγητής Οικολογίας στη Σχολή Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. «Εχουμε μελετήσει τη βόσκηση σε μικρές νησίδες και σε μεγαλύτερα νησιά. Στα μεγαλύτερα νησιά, αν γίνει λογική χρήση, είναι καλό για το οικοσύστημα. Στις μικρές νησίδες όμως τα είδη δεν έχουν προσαρμοστεί στη βόσκηση. Αν αφήσεις πολλά ζώα για μεγάλο διάστημα, προκαλείται ζημιά καθώς δεν προλαβαίνει να ανακάμψει η βλάστηση. Εκεί όπου το έδαφος απογυμνώνεται, ξεκινάει η διάβρωση με τη βροχή και τον αέρα, η οποία τελικά οδηγεί στην ερημοποίηση. Επιπλέον, στις απομονωμένες νησίδες υπάρχουν πολλά ενδημικά ή στενοενδημικά είδη. Αρκεί ένα κοπάδι κατσίκια για να εξαφανίσει ένα είδος που υπάρχει μόνο εκεί και πουθενά αλλού στον κόσμο. Γι’ αυτούς τους λόγους, κατά τη γνώμη μου, στις νησίδες που είναι μικρότερες του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου θα έπρεπε η βόσκηση να απαγορευτεί εντελώς».
Η επιχείρηση εκκένωσης
Ο κ. Φουφόπουλος επισκέπτεται κάθε χρόνο με ομάδα φοιτητών του νησιά του Αιγαίου, μελετώντας την οικολογία τους. Τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε συζητήσεις με τοπικούς φορείς και κτηνοτρόφους αναζητώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα μπορούσε να σταματήσει η βόσκηση στις μικρές νησίδες. Τελικώς οι συζητήσεις αυτές κατέληξαν στην πρώτη, συμβολική κίνηση: ο κ. Βογιατζής έδειξε προοδευτικό πνεύμα και απέσυρε οριστικά τα ζώα του από τις νησίδες Δύο Αδέλφια και Πλακίδες. Αύριο σε εκδήλωση στην Αστυπάλαια θα υπογραφεί μνημόνιο για τον σκοπό αυτό ανάμεσα στον κτηνοτρόφο, το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, τον δήμο (στον οποίο ανήκουν οι νησίδες) και τις οργανώσεις Cyclades Preservation Fund (CPF) και Petites Iles de Mediterranee (PIM) που στηρίζουν οικονομικά το εγχείρημα. «Συζητήσαμε με τον κ. Βογιατζή για τη ζημιά που γίνεται από την υπερβόσκηση και ήταν ιδιαίτερα δεκτικός», λέει ο κ. Φουφόπουλος. «Ηδη την Τετάρτη ο κ. Βογιατζής συνέλεξε τα ζώα του από τα Δύο Αδέλφια, μια διόλου απλή επιχείρηση σε νησιά με έντονο ανάγλυφο. Ο δήμος από την πλευρά του δεσμεύεται ότι δεν θα ξαναμισθώσει τα συγκεκριμένα νησάκια. Και εμείς θα παρακολουθήσουμε την πορεία ανάκαμψης του οικοσυστήματος με σκοπό, αν το μέτρο λειτουργήσει όσο θετικά πιστεύουμε, να προτείνουμε την επέκτασή του και σε άλλα μικρά ή και μεγαλύτερα νησιά».
Η είδηση της δημιουργίας του εθνικού πάρκου απασχολεί, όπως είναι επόμενο, τόσο τους επιστήμονες όσο και την τοπική κοινωνία. «Στα Κουνούπια (σ.σ. νησίδα κοντά στην Αστυπάλαια) πηγαίνουν ημερόπλοια τους τουρίστες για μπάνιο. Σε πολλές από τις νησίδες πηγαίνουν οι αλιείς του νησιού –30 σκάφη έχει η Αστυπάλαια– για ψάρεμα. Αν τους απαγορεύσουν τις επισκέψεις και το ψάρεμα, τι θα απογίνουν τόσες οικογένειες;» λέει ο κ. Βογιατζής. «Αν τελικά ιδρυθεί το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο στις νησίδες αυτές, θα είναι πολύ θετικό για την προστασία τους», τονίζει ο κ. Φουφόπουλος. Θα πρέπει όμως η πολιτεία να εκπονήσει προγράμματα εκπαίδευσης των νέων ανθρώπων στα χαρακτηριστικά και την αξία της περιοχής, ώστε να στραφούν στον οικοτουρισμό. Για τους αλιείς θα πρέπει να υπάρξει ειδική μέριμνα, ενδεχομένως για να στραφούν στον αλιευτικό τουρισμό – ούτως ή άλλως με την κλιματική αλλαγή σε λίγα χρόνια δεν θα μπορούν να επιζήσουν μόνο από τη θάλασσα».
Πηγή kathimerini.gr
Γιώργος Λιάλιος