Ρεπορτάζ

Παραδεισιώτισσα διεκδικεί αποζημίωση από ασφαλιστικό σύμβουλο και δύο Τράπεζες

  • Επεσε θύμα απάτης με εικονικά αμοιβαία κεφάλαια

Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου προσέφυγε με αγωγή αποζημίωσης «μαμούθ» από ασφαλιστικό σύμβουλο, που ενεπλάκη στην πολύκροτη υπόθεση απάτης με εικονικά αμοιβαία κεφάλαια, στην ασφαλιστική εταιρεία όπου εργαζόταν, από δύο τράπεζες και από τέσσερις υπαλλήλους τους, μια κάτοικος του Παραδεισίου.
Η ενάγουσα ζητά από τον πρώην ασφαλιστικό σύμβουλο και την ασφαλιστική εταιρεία να της καταβάλουν το ποσό των  834.821,77 €, από μια τραπεζική υπάλληλο 152.666,19 €, από μια δεύτερη 39.347,03 € και από μια τρίτη  72.216,00 €. Διεκδικεί επιπλέον αποζημίωση ύψους 274.167,64 € από μια τράπεζα και ύψους 157.665 € από μια δεύτερη τράπεζα και έναν υπάλληλο της.
Για την ίδια υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων δίκη με κατηγορούμενο τον ασφαλιστικό σύμβουλο για τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, όπου το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση, της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενώ το συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και της απιστίας, από την οποία η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση.
Κατηγορούμενος για το αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, είναι στην ίδια υπόθεση και ένας τραπεζικός υπάλληλος.
Ο 41χρονος ασφαλιστικός σύµβουλος βρέθηκε αντιμέτωπος με τις ως άνω βαρύτατες κατηγορίες μετά από μήνυση της κατοίκου του Παραδεισίου και του συζύγου της.
Σύμφωνα με τις μηνύσεις των πολιτικώς εναγόντων η σύζυγος του εγκαλούντος από το έτος 1997 είχε επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια, έχοντας ανοίξει διάφορους λογαριασμούς μητρώου σε ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλοντας σημαντικά ποσά για επένδυση.
Φέρεται παραπέρα, έχοντας κερδίσει την πλήρη εμπιστοσύνη του ανδρός της, ο οποίος δεν είχε γνώσεις χρηματοοικονομικών, ότι άρχισε να του καταβάλλει από το έτος 2000 διάφορα χρηματικά ποσά για να επενδυθούν σε αμοιβαία κεφάλαια.
Επιπλέον, ο μηνυτής ισχυρίζεται ότι για να μην ταλαιπωρείται σε ουρές στην τράπεζα του είχε συστήσει ο ασφαλιστής να εξυπηρετείται από τον συγγενή του.
Φέρεται να μην επένδυσε όμως τα χρήματα, που του είχε εμπιστευθεί σε επενδυτικά προγράμματα, αλλά πλαστογραφώντας την υπογραφή του να συνέταξε αιτήσεις για ασφάλεια ζωής στην ασφαλιστική εταιρεία.
Στη συνέχεια φέρεται να συνέτασσε αιτήσεις εξαγοράς των ασφαλειών ζωής και να εισέπραττε ο ίδιος το τίμημα.
Φέρεται ακόμη να πλαστογραφούσε την υπογραφή του εγκαλούντος στα εντάλματα πληρωμής της τράπεζας, όπου τηρούσε λογαριασμό η ασφαλιστική, προκειμένου να προβαίνει σε κατάθεση ποσού που αντιστοιχούσε στην αντίστοιχη ασφάλεια ζωής.
Συνολικά κατηγορείται για 34 τέτοιες συναλλαγές και το ύψος της βλάβης που φέρεται να προκάλεσε υπολογίζεται σε  181.247,9 ευρώ.
Ο μηνυτής διατείνεται ότι είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι τα προτεινόμενα επενδυτικά προϊόντα ήταν συνεδεδεμένα με μεγάλα επενδυτικά σχήματα και εταιρείες του εξωτερικού, που έχαιραν μεγάλης αναγνώρισης, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν μια συνεργασία μαζί του από το έτος 1997.
Υποστηρίζει ότι από το έτος 2000 περίπου άρχισε να του καταβάλλει σταδιακά, διάφορα ποσά σε μετρητά, όταν τον επισκεπτόταν στο γραφείο του, προκειμένου να τα επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια της ασφαλιστικής εταιρείας, όπου εργαζόταν, για λογαριασμό του, αγοράζοντας μερίδια στο όνομά του. Ισχυρίζεται  ότι έγιναν καταθέσεις μέσω τραπεζικού υπαλλήλου χωρίς να γραφεί το όνομά του ως καταθέτη, ότι δεν ελάμβανε όλα τα αντίγραφα των καταθετηρίων και ότι συνολικά τα χρήματα που κατέβαλε στον ασφαλιστικό σύμβουλο ανέρχονται σε 200.000 ευρώ.

Αναγκάστηκε την 8η Οκτωβρίου 2009 να του ζητήσει, όπως λέει, να προβεί στην εξαγορά των μεριδίων, του από τη δική του επένδυση, που εκείνη τη στιγμή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, θα του απέδιδαν το ποσό των 369.0000 ευρώ. Υπέβαλε αίτηση εξαγοράς μεριδίων αλλά ουδέποτε έλαβε τα χρήματα.
Στην πορεία διαπίστωσε ότι δεν φαίνεται πουθενά στην εταιρεία ως πελάτης της σε επενδυτικά προγράμματα, αλλά σε συμβόλαια ζωής, τα οποία, όπως υποστηρίζει, ουδέποτε υπέγραψε, επισημαίνοντας ότι η υπογραφή του σ’ αυτά έχει πλαστογραφηθεί.
Ο ασφαλιστικός σύμβουλος αρνείται κατηγορηματικά τα όσα του αποδίδει το ζευγάρι από το Παραδείσι, υποστηρίζοντας ότι ήταν πλήρως ενήμεροι για την πορεία των επενδύσεων και των ασφαλιστηρίων συμβολαίων τους.
Ο  τραπεζικός υπάλληλος τόνισε ότι ο ασφαλιστής ήταν μεγάλος πελάτης για την τράπεζα και είχε συναλλαγές με σχεδόν όλα τα τμήματα της τράπεζας και κυρίως στην καταναλωτική και στεγαστική πίστη στο πλαίσιο της προσέλκυσης πελατείας μέσω διαμεσολάβησης.
Αρνήθηκε δε ότι ο μηνυτής του παρέδωσε σε 4 περιπτώσεις το χρηματικό ποσό των 50.100 ευρώ, προκειμένου να το καταθέσει σε λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας.
Η ενάγουσα θεωρεί συνυπαίτιους για τη ζημιά που υπέστη, την ασφαλιστική εταιρείας, τις δύο τράπεζες και τους τέσσερις υπαλλήλους της.
Την υπόθεση χειρίζεται το δικηγορικό γραφείο Κυπραίου

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου