• «Η επιτυχία ήρθε με σκληρή δουλειά από το πρωί ως το βράδυ»
Ανήκει στη χορεία των πρωτοπόρων εμπόρων της Ρόδου. Ο κ. Νίκος Πυράκης έχει διανύσει μία επιτυχημένη πορεία δεκαετιών, εισάγοντας από το εξωτερικό είδη ένδυσης μεγάλων brand. Πάντα μπροστά από την εποχή του, άφησε το ξεχωριστό του αποτύπωμα στην τοπική αγορά.
Ακολουθεί αναλυτικά η συνέντευξη του κ. Νίκου Πυράκη στη «δ»:
• Κύριε Πυρράκη έχετε διανύσει μια μακρά και επιτυχημένη πορεία από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και κατέχετε σήμερα μία κορυφαία θέση στην εμπορία επωνύμων ειδών ένδυσης. Περιγράψτε μας, πώς ξεκίνησε αυτή η πετυχημένη διαδρομή;
Είναι πολλά τα χρόνια και από πού να πρωτοξεκινήσω… Όταν φοιτούσα στην Εμπορική Σχολή, τα απογεύματα εργαζόμουν ως βοηθός μπάρμαν ή βοηθός σερβιτόρου. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές, ξεκίνησα να εργάζομαι στο κατάστημα των Βαλσάμη και Αντωνιάδη στην Εθνάρχου Μακαρίου. Κατόπιν, υπηρέτησα για 23 μήνες και 21 ημέρες στο στρατό. Όταν αποστρατεύθηκα ξεκίνησα να εργάζομαι στο πρακτορείο του Νίκου του Σουλούνια.
Καθώς οι μισθοί εκείνη την εποχή ήταν χαμηλοί, αποφάσισα να μεταναστεύσω στη Δανία όπου και παρέμεινα δύο χρόνια. Επέστρεψα στη Ρόδο έπειτα από επιμονή των γονιών μου και εργάστηκα πάλι για ένα διάστημα στο πρακτορείου του Νίκου του Σουλούνια. Μου είχε όμως γεννηθεί η επιθυμία να κάνω κάτι δικό μου. Επειδή ήταν πολύ δύσκολο να ανοίξω το δικό μου πρακτορείο (ήταν δύσκολη δουλειά και δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα κεφάλαια), αποφάσισα να κάνω ένα κατάστημα με ενδύματα.
Το 1965 βρήκα ένα χώρο στο κτήριο όπου στεγάζεται το Επιμελητήριο, όπου υπήρχαν επίσης τα καταστήματα των Μαλανδρή, Κεσίσογλου, Μπακίρη. Το μαγαζί το χτύπησα σε διαγωνισμό με ένα αρκετά ακριβό ενοίκιο για εκείνη την εποχή και έφερνα είδη ένδυσης από βιοτεχνίες των Αθηνών. Σταδιακά όμως ανακάλυψα το δρόμο προς το εξωτερικό. Μαζί με το φίλο μου τον Γιάννη Διακοσάββα, πηγαίναμε σε βιοτεχνίες στην Ιταλία και ανακαλύπταμε μοντέρνα εμπορεύματα σε καλή ποιότητα και τιμή.
Κάποια στιγμή, ο Γιάννης Αγγέλου που εμπορευόταν τα Lacoste έτυχε να μεταναστεύσει στην Αμερική. Με τον Διακοσάββα μεταβήκαμε στην Αθήνα και συναντήσαμε την αντιπρόσωπο της εταιρείας από την οποία ζητήσαμε να πάρουμε το brand, όπως και έγινε. Αρχίσαμε με 200 κομμάτια έκαστος. Από τα 200 κομμάτια φτάσαμε να πουλάμε 50.000 ο καθένας μας στο μαγαζί του.
Είχαν μεγάλη απήχηση τα ρούχα της συγκεκριμένης μάρκας στους Σκανδιναβούς, όπου τότε η εταιρεία δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή. Γι’ αυτό και η Lacoste έστειλε δημοσιογράφο να ανακαλύψει γιατί εξαπλώθηκε τόσο πολύ η εταιρεία στη Σκανδιναβία. H αλήθεια είναι ότι εδώ στη Ρόδο την ανακάλυψαν. Να σημειώσουμε βέβαια ότι τότε δεν υπήρχαν δασμοί. Όλα τα είδη ήταν αφορολόγητα εντελώς. Ένα μπλουζάκι κόστιζε στην αρχή 50 δραχμές ενώ στην Αθήνα μπορεί να κόστιζε ακόμη και 200. Και αυτή η συγκυρία συνετέλεσε προφανώς στην μεγάλη απήχηση των ρούχων της μάρκας.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα και σταδιακά επεκταθήκαμε. Στο πρώτο κατάστημα παρέμεινα μέχρι το 1982, όταν μετακόμισα στο σημερινό κατάστημα στην Πλατεία Κύπρου.
• Πρόκειται για ένα κατάστημα πολύ κοντά στα ευρωπαϊκά πρότυπα που έδωσε χαρακτήρα στην τοπική αγορά…
Είναι όντως ένα κατάστημα στα πρότυπα της Ευρώπης. Χρειάστηκε να κάνω αυτό το βήμα, καθώς είχα πάρει κάποια νέα brands όπως το Paul and Shark, Corneliani, Canali, Versace και τελευταία το Ralph Lauren που είναι από τα κορυφαία σε όλο τον κόσμο.
Στην αρχή βέβαια το κατάστημα είχε δύο χώρους, στο ισόγειο και στο υπόγειο. Στον πρώτο όροφο ήταν το κομμωτήριο του Γιάγκου, στον οποίο επεκταθήκαμε, όταν ο χώρος ελευθερώθηκε μετά τη μετακόμιση του κομμωτηρίου. Το 2006 πήρε το κατάστημά μας τη σημερινή του μορφή.
• Πόσο εύκολα ή δύσκολα ήρθε η επιτυχία; Υπήρξε κόστος;
Η επιτυχία ήρθε με σκληρή δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ που συνεχίζει ακόμη. Αυτό είναι το μυστικό και κανένα άλλο. Στην ηλικία που είμαι σήμερα, θεωρώ αδιανόητο να καθίσω στο σπίτι. Η δουλειά με αναζωογονεί. Γι΄αυτό και παραμένω στις επάλξεις, μέχρι να αναλάβει το μαγαζί ο γιος μου, ο οποίος διατηρεί το δικό του κατάστημα στην Παλιά Πόλη και τα πηγαίνει πολύ καλά.
Στη μακρόχρονή μας πορεία, υπήρξαν και υπάρχουν πολλές ευχάριστες στιγμές και κάποιες λιγότερο ευχάριστες. Τα ταξίδια στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στην Κίνα…, στις ΗΠΑ είναι το ευχάριστο κομμάτι σε αυτή τη δουλειά. Μπορεί να απαιτεί πολύ χρόνο το επάγγελμά μας, όμως η ευχάριστη του πλευρά ήταν τα ταξίδια.
• Πώς βλέπετε σήμερα την αγορά της Ρόδου και πώς σχολιάζετε την παρουσία των υποκαταστημάτων των πολυεθνικών;
Περάσαμε αρκετές δυσκολίες την περίοδο της πανδημικής κρίσης λόγω των lockdown. Αυτή η συγκυρία μας πήγε αρκετά πίσω. Ευτυχώς όμως είχαμε την επιστρεπτέα προκαταβολή που ήταν σωτήρια. Καταφέραμε να ορθοποδήσουμε. Τα επώνυμα είδη ένδυσης έχουν ζήτηση. Αυτό οφείλεται στους Ισραηλινούς, στους Τούρκους και γενικότερα στους Σκανδιναβούς που προτιμούν τα γνωστά brands ένδυσης.
Στην αγορά της Ρόδου είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικό το πεδίο δράσης για τα μικρά, τοπικά καταστήματα που εμπορεύονται ρούχα ευρείας κατανάλωσης. Τη μερίδα του λέοντος την καρπώνονται τα υποκαταστήματα των πολυεθνικών. Οι μικροί βιώνουν το θάνατο του εμποράκου. Είναι σκληρός ο ανταγωνισμός σε όλα τα επίπεδα.
Στη Ρόδο το επώνυμο είδος θα συνεχίζει να έχει ζήτηση. Ωστόσο το ρούχο ευρείας κατανάλωσης δεν θα αντέξει τον ανταγωνισμό. Είναι τόσο μεγάλη η διαφορά στις τιμές αλλά και στην ποικιλία των προϊόντων που δεν μπορεί ένα μικρό τοπικό κατάστημα να ανταγωνιστεί τις αλυσίδες fast fashion. Κάνοντας κανείς μία βόλτα στην αγορά και παρατηρώντας προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι οι 80 στις 100 τσάντες που κρατούν οι καταναλωτές, είναι από τα καταστήματα των πολυεθνικών και των μεγάλων αλυσίδων.
• Πώς κινείται τη φετινή σεζόν η αγορά;
Φέτος είναι μία καλή σεζόν, τουλάχιστον για τα καταστήματα της δικής μας κατηγορίας. Κατά τα λοιπά, οι πολυεθνικές κινούνται περισσότερο.
• Κλείνοντας κύριε Πυράκη, θα λέγατε ότι είναι θετικός ο απολογισμός όλης αυτής της διαδρομής που έχετε διανύσει μέχρι σήμερα στο χώρο του εμπορίου;
Ναι, θα έλεγα ότι είναι θετικός ο απολογισμός. Καλά τα καταφέραμε. Ο εχθρός του καλού είναι πάντα το καλύτερο. Υπήρξαν δύσκολες στιγμές, κάναμε λάθη… Άλλωστε, τα λάθη δεν μπορείς να τα αποφύγεις στο εμπόριο. Στο τέλος όμως πάντα τα καταφέρναμε. Υπήρξαν σκαμπανεβάσματα καθ΄ όλη τη διάρκεια της πορείας μας. Αυτή είναι γοητεία του εμπορίου που με κρατά ακόμη εδώ.