Ο εφετινός εορτασμός της 3ης του Σεπτέμβρη αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον εφόσον πλέον έχει γίνει αποδεκτό από όλους ότι οι παγκόσμιες και οι εσωτερικές κοινωνικές μεταβολές που έχουν επέλθει καθιστούν αδιανόητη τη θρησκευτική προσκόλληση στις αρχές και στις διακηρύξεις της εποχής εκείνης.
Ο εκκολαπτόμενος φορέας της Κεντροαριστεράς θα πρέπει με μια ανάλογη διακήρυξη να οριοθετήσει ένα νέο πλαίσιο εντός του οποίου η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία, που έχουν συρρικνωθεί, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας, να αποτελέσουν τους πυλώνες του υπό ίδρυση φορέα.
Με απλά λόγια, θα πρέπει να απευθυνθεί προς τον πολίτη που παραδοσιακά στήριξε τις δυνάμεις του Κέντρου και να τον πείσει ότι αξιόπιστα θα ανταποκριθεί στα προβλήματά του.
Εκείνο που κατέγραψε η ιστορική διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη υπήρξε το γεγονός ότι η σταθερή προσήλωση σε αρχές και αξίες, σε συνδυασμό με την αυτοοργάνωση του κόμματος από την πόλη μέχρι το τελευταίο χωριό, ήταν τα στοιχεία εκείνα που επέφεραν την πολιτική ανατροπή.
Τότε, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν δέχθηκε την προεδρία των κομμάτων του Κέντρου που του προσφέρθηκε. Ούτε καν διανοήθηκε με οποιοδήποτε σύστημα εσωκομματικών εκλογών να διεκδικήσει αυτή την προεδρία. Παρέμεινε πιστός στις αρχές του ακόμα και όταν ηττήθηκε στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές με 13,6% έναντι 20,4% του Γεωργίου Μαύρου που ηγείτο των παραδοσιακών δυνάμεων του Κέντρου.
Το αποτέλεσμα είναι σε όλους γνωστό. Ολες οι δυνάμεις του Κέντρου σιγά σιγά συγκεντρώθηκαν στο ΠαΣοΚ, ακόμα και ο ίδιος ο ηγέτης του Γεώργιος Μαύρος προσεχώρησε ως βουλευτής Επικρατείας.
Οι οδυνηρές αναμνήσεις που είχε ο Ανδρέας Παπανδρέου από την πολυκομματική λειτουργία της Ενώσεως Κέντρου δεν τον άφησαν ούτε καν να σκεφθεί ότι θα μπορούσε να συνυπάρξει σε ένα πολιτικό σχήμα όπου οι ομαδάρχες θα τον υπονόμευαν.
Σήμερα, για τη συγκρότηση του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς ακολουθείται ένας άλλος δρόμος. Ενας νέος δρόμος, ο δρόμος των εσωκομματικών εκλογών που όποιος επιθυμεί δημιουργεί έναν κομματικό φορέα και προσέρχεται ως υποψήφιος πρόεδρος. Το εγχείρημα αυτό διεκδικεί πράγματι πρωτοτυπία, όμως, όπως όλα τα πρωτότυπα εγχειρήματα, θα κριθεί τελικά εκ του αποτελέσματος.
Ο λαός έχει αποδείξει ότι δεν εκτιμά τις πολιτικές συνεργασίες με στόχο την πολιτική επιβίωση. Αντίθετα, επιζητεί ιδεολογική καθαρότητα και σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των κομμάτων που καλείται να επιλέξει.
Εφόσον δεν υπάρχει ιδρυτική διακήρυξη από πλευράς του νέου φορέα, οι υποψήφιοι είναι υποχρεωμένοι να αντιληφθούν ότι δεν πρόκειται περί εκλογών πολιτικών καλλιστείων με στόχο την πολιτική τους επιβίωση, αλλά για κατάθεση συγκεκριμένων θέσεων για το ποιο πρέπει να είναι το ιδεολογικό πλαίσιο του κεντροαριστερού φορέα, η συγκρότησή του, η δημοκρατική του δομή και οι απαντήσεις του στα ζωτικά προβλήματα που απασχολούν τον τόπο.
Η μεγάλη δύναμη του ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η αυτοοργάνωσή του και η ζωντανή επικοινωνία της βάσης με την κορυφή του κόμματος. Οταν αυτό απωλέσθη με τη διάλυση των οργανώσεών του, εκδηλώθηκε η μεγάλη αδυναμία του κόμματος. Η ανυπαρξία οργανώσεων επέτρεψε στις φιλόδοξες και ανεύθυνες αντιπολιτευτικές φωνές να υποσχεθούν τα πάντα στους πάντες με φανταστικές παροχές και έτσι να πείσουν τους παραδοσιακούς και εύπιστους οπαδούς του ΠαΣοΚ ότι υπήρχε ένας άλλος δρόμος που το ΠαΣοΚ δεν ακολούθησε.
Ενας δρόμος όμως που τελικά οδήγησε τη χώρα σε χειρότερα μνημόνια με βαριά φορολογία και πρόσθετες περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις, αντί για την επαναφορά τους στην κανονικότητα που τους είχαν προεκλογικά υποσχεθεί.
Η ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς είναι ιστορικά αναγκαία. Ομως η επιτυχία του εγχειρήματος με τον τρόπο που επιχειρείται θα κριθεί πρωτίστως από τον αριθμό των ψηφοφόρων που θα ευαισθητοποιηθούν και θα προσέλθουν να ψηφίσουν και δευτερευόντως από το πόσο ο νέος αρχηγός θα καταστεί πραγματικός αρχηγός της παράταξης και όχι συντονιστής των διαφόρων κομμάτων και φορέων που συμμετέχουν στη Δημοκρατική Συμπαράταξη.