«Η Ελλάδα οφείλει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τη διαρροή μυαλών αλλά και τη “σπατάλη” των επιστημόνων που έχει εκπαιδεύσει». Αυτό παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», ο αναπληρωτής υπουργός Ερευνας και Καινοτομίας Κώστας Φωτάκης, ο οποίος εκπέμπει μήνυμα αισιοδοξίας, καθώς μελετά τα ποιοτικά στοιχεία των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί από Ελληνες του εξωτερικού για πραγματοποίηση έρευνας σε ελληνικά ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα.
Ειδικότερα, ο αριθμός των ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται σε ερευνητικές δραστηριότητες στη χώρα μας υπερβαίνει τις 82.000, με τη μεγάλη πλειονότητα να απασχολείται στα ΑΕΙ. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), την τελευταία τριετία 2014-2016 απονεμήθηκαν σε Ελληνες 5.097 διδακτορικά. «Από τα στοιχεία που συλλέγει και επεξεργάζεται το ΕΚΤ, τα ερευνητικά αποτελέσματα που παράγονται στη χώρα μπορούν να χαρακτηριστούν ως υψηλού επιπέδου. Με βάση τις επιστημονικές δημοσιεύσεις των Ελλήνων ερευνητών, μια ασφαλή ένδειξη της ερευνητικής δραστηριότητας, το εγχώριο ανθρώπινο δυναμικό επιτυγχάνει σημαντικές επιδόσεις τόσο ως προς τον αριθμό των δημοσιεύσεων όσο και ως προς τον αντίκτυπο που έχουν αυτές διά των ετεροαναφορών τους, συγκριτικά με τα άλλα μέλη της Ε.Ε., αλλά και του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, η συμμετοχή Ελλήνων σε ανταγωνιστικά προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης της Ε.Ε. είναι υψηλή, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια η χώρα έχει λάβει κεφάλαια που ξεπερνούν το ένα δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 2,2% της συνολικής κοινοτικής χρηματοδότησης. Φαίνεται δε, ότι η ίδια καλή πορεία καταγράφεται και στις αρχικές φάσεις του προγράμματος Horizon 2020» παρατηρεί, σε πρόσφατη μελέτη, η διευθύντρια του ΕΚΤ Εύη Σαχίνη.
Ωστόσο, η φυγή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό έχει σχεδόν δεκαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή έχει ενταθεί το πρόβλημα που προκαλείται από την ετεροαπασχόληση ή υποαπασχόληση. Δηλαδή, νέοι ερευνητές «σπαταλούν» το γνωσιακό κεφάλαιο που απέκτησαν στις σπουδές τους, κάνοντας δουλειές διαφορετικές ή κατώτερες των προσόντων τους. «Στόχος είναι να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον ελκυστικών συνθηκών για τους Ελληνες ερευνητές και μέσα από αυτό να δώσουμε κίνητρα σε όσους έχουν μεταναστεύσει να επιστρέψουν» παρατηρεί ο κ. Φωτάκης, εστιάζοντας στις χρηματοδοτικές ευκαιρίες που προσφέρουν τα προγράμματα του νεοσύστατου Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) – με εξασφαλισμένους πόρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων – και το ΕΣΠΑ. Ηδη, σύμφωνα με τον ίδιο, από τις 1.669 προτάσεις μεταδιδακτόρων για υλοποίηση προγραμμάτων σε ελληνικά ΑΕΙ, το 10% είναι από Ελληνες, οι οποίοι τώρα εργάζονται στο εξωτερικό και επιθυμούν να επιστρέψουν στη χώρα.
Την ίδια στιγμή, παρατηρείται ότι οι επιχειρήσεις δείχνουν να αντιλαμβάνονται τη σημασία της εκμετάλλευσης της παραγόμενης γνώσης για την απόκτηση ή τη διατήρηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Χαρακτηριστικό είναι ότι, σύμφωνα με την κ. Σαχίνη, το 10,5% των επιχειρήσεων που καινοτομούν σε προϊόντα και διαδικασίες, έχουν συνάψει συνεργασία με κάποιο ΑΕΙ ή/και ερευνητικό ίδρυμα. «Επιδίωξή μας είναι», όπως λέει ο κ. Φωτάκης, «η διαμόρφωση της οικονομίας της γνώσης ως ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για τη χώρα».
Καθημερινή