Γράφει η Σοφία Μανιά
Πρόεδρος Φιλανθρωπικού Συλλόγου “Αγία Σοφία”
Τι να πρωτοθυμηθώ από την περίοδο εκείνη που δεκάδες άνθρωποι έρχονταν καθημερινά στη Ρόδο με κίνδυνο της ζωής τους… Για μια καλύτερη ζωή, για τα παιδιά τους και τους ίδιους.
Θυμάμαι οικογένειες που πατούσαν το πόδι τους στη στεριά βρεγμένες ως το κόκκαλο και τα παιδάκια να τρέμουν από το κρύο και το φόβο. Μητέρες να κλαίνε και εμείς να τους δίνουμε ρούχα και ζεστό τσάι με κουλουράκια. Θυμάμαι, μία μέρα, οι πρόσφυγες είχαν φτάσει τους 400 και χρειαζόμασταν 1.200 νερά τη μέρα. Πήγα στον κύριο Κουγιό και μου έδωσε αμέσως 3.000 νερά. Φόρτωσα το αμάξι μου, πήγα ξεφόρτωσα και ξαναγύρισα στη ΒΑΠ, ξαναφόρτωσα το αμάξι μου που από το βάρος άγγιζε την άσφαλτο, και προσευχόμουν σε όλη τη διαδρομή να φτάσω σώα στους πρόσφυγες…
Την άλλη μέρα πήγα ξανά στον κύριο Κουγιό, και του είπα να μας δώσει ένα ψύκτη ζεστού και κρύου νερού, για να φτιάχνουμε κρέμες και γάλα στα μωρά.
Αμέσως μου έδωσε έναν καινούργιο μέσα στο κουτί του. Πήρα και από το κατάστημα που είχα τότε ένα φουρνάκι και ένα φούρνο μικροκυμάτων και τα πήγα κάτω και αυτά.
Με τον φίλο μου τον Κλάους, πήραμε πλαστικά πιάτα ποτήρια, πιρούνια, κουτάλια γιατί και από μία εταιρεία παγωτού μου έδωσαν ένα μεγάλο διπλό καταψύκτη. Έπειτά πήγα στο ξενοδοχείο Ατλάντικα και παρακάλεσα τον κύριο Νικολαΐδη ο οποίος μου έδωσε μία μεγάλη κατσαρόλα και ένα μεγάλο σουρωτήρι. Μας έκανε δώρο και μία μεγάλη κατσαρόλα ο Σύλλογος Εστιατόρων, κι έτσι ξεκίνησα να τους μαγειρεύω.
Ήμουν η μαμά Σοφία, όπως μου φώναζαν όλοι, ήμουν εκεί πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Μετά το πρωινό, απευθυνόμουν σε διάφορους επιχειρηματίες και έφερνα τρόφιμα τα οποία τους μαγείρευα. Τα πρωινά, τα είχε αναλάβει ο Λευτέρης από τις “Γλυκοεπιλογές Αφάντου” και γλυκά και αλμυρά μου έδινε.
Όταν είχαν το Ραμαζάνι, πήγαινα στις 3:00 τα ξημερώματα για να μαγειρέψω. Γιατί όλη ημέρα μέχρι το βράδυ δεν έτρωγαν, ούτε έπινα τίποτε.
Κάθε μέρα χρειαζόμουν 10 με 20 ευρώ βενζίνη, αναλόγως το δρομολόγιο και ήταν χρήματα που έβαζα αποκλειστικά από την τσέπη μου. Ολοι απορούσαν, γιατί να τρέχω και να ξοδεύω τα χρήματά μου, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι αυτό εμένα με γέμιζε ως άνθρωπο, μου άρεσε που μπορούσα να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους…
Χαρακτηριστικά θυμάμαι, ήταν 28η Οκτωβρίου εγώ μαγείρευα στην κουζίνα με ανοιχτές τις πόρτες και έβλεπα και έξω που έπαιζαν τα παιδιά. Ξαφνικά, πέρασαν τα πολεμικά μας αεροπλάνα λόγω της ημέρας- και τότε βλέπω τα μικρά να τρέχουν πανικόβλητα για να κρυφτούν κάτω από τα τραπέζια κρατώντας τα κεφάλια τους διότι νόμιζν ότι θα μας βομβαρδίσουν. Συγκλονίστηκα, η εικόνα αυτή θα μου μείνει αξέχαστη. Μαγείρευα και έκλαιγα…
Τι να πρωτοθυμηθώ… Ήταν Χριστούγεννα, αν και μουσουλμάνοι υπήρχαν ανάμεσα τους και χριστιανοί, στολίσαμε δέντρο, λαμπάκια, έφερα στα παιδιά παιχνίδια γλυκά, μπαλόνια.
Τα παιδιά ερχόντουσαν κάθε πρωί στην κουζίνα και με έβλεπαν που μαγείρευα. Νομίζω ότι μέσα τους αισθάνονταν μεγάλη ανασφάλεια. Είχε έρθει μία οικογένεια με πολλά παιδιά, η μικρότερη ήταν τριών ετών κι ερχόταν κάθε μέρα, με αγκάλιαζε από το λαιμό κι έβαζε τα ποδαράκια της γύρω από τη μέση μου, έγερνε το κεφαλάκι της στον ώμο μου κι όσο μαγειρεύαμε παρέα, ήταν κρεμασμένη πάνω μου σαν μαϊμουδάκι! Κάποια μέρα ήρθαν τα χαρτιά για να φύγουν, τους το είπα και βλέπω την μικρή με μία βαλίτσα να έρχεται στην κουζίνα. Ο νεαρός μεταφραστής, μου είπε ότι η μικρή ήθελε να μπω στη βαλίτσα για να με πάρει μαζί της!
Της είπα λοιπόν, ότι εγώ θα φύγω πρώτη και θα πάω εκεί που πάει για να την περιμένω. Την άλλη μέρα καθυστέρησα να πάω κάτω, περίμενα να φύγει πρώτα η οικογένεια, δεν ήθελα να στεναχωρηθεί η μικρή ούτε να με δει να κλαίω. Πέρασαν πολλές μέρες για να συνέλθω, μου έλειπε η μικρή και παρακαλούσα τον Πανορμίτη να είναι καλά εκεί που πήγε και να είναι χαρούμενη.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση στους πρόσφυγες, ήταν ότι τα παιδάκια ήταν όλα αγέλαστα και μελαγχολικά, φοβισμένα κι εγώ ήθελα να τα κάνω να χαρούν ή να γελάσουν. Μια μέρα, στα φανάρια συνάντησα έναν ξυλοπόδαρο και του του ζήτησα το τηλέφωνό του.
Του μίλησα για τα παιδιά πρόσφυγες και μου είπε ότι θα έρθει μαζί με άλλους φοιτητές στη γιορτή που ετοίμαζα. Μετά πήγα στον κύριο Ατσά και του λέω «βάζω τη ζάχαρη βάζεις το μηχάνημα για να μοιράσουμε μαλλί της γριάς στα παιδάκια;» και μου λέει «Ναι».
Πήγα στο Balloons τους είπα αν μπορεί να έρθει ο Μίκυ και η Μίνι να μοιράσουμε μπαλόνια, μου είπαν επίσης «Ναι», ζήτησα από την εγγονή μου να έρθει με τη φίλη της να χορέψουν -πήγαιναν σε σχολή χορού- και είπανε κι εκείνες «Ναι»!
Εκείνη η Κυριακή έμεινε αξέχαστη στα παιδιά. Ξυλοπόδαροι, Ζογκλέρ, ο Μίκυ η Μίνυ, μπαλόνια, μουσική, χορός, μαλλί της γριάς τα παιδιά επιτέλους έτρεχαν και έπαιζαν χαρούμενα, χόρευαν και γελούσαν!
Συνέχεια ερχόντουσαν και έφευγαν οι οικογένειες…
Θυμάμαι, ήταν Απόκριες, πήγα στο μαγαζί μου πήρα όσες αποκριάτικες στολές είχα. Πήρα τηλέφωνο και μια φίλη, πήγαμε ντύσαμε με τις στολές στα παιδιά, η φίλη μου τα έβαψε και γέμισε η ζωή ο χώρος, κομφετί, σφυρίχτρες, μπαλόνια παιδικά γέλια.
Υπήρχαν όμως και τα βράδια εκείνα, και ήταν πολλά, που χτύπαγε το τηλέφωνό μου, είχα γράψει τον αριθμό μου στην πόρτα της κουζίνας -ακόμα εκεί είναι- και μου έλεγαν «Μαμά το μωρό είναι άρρωστο, έχει πυρετό» κι έτρεχα μέσα στη νύχτα να πάμε στα επείγοντα του Νοσοκομείου. Πόσα παιδάκια νοσηλεύτηκαν… Θυμάμαι τότε στο ναυάγιο, μια μάνα που πνίγηκαν τα παιδιά της. Αφού έγινε η ταφή εδώ στη Ρόδο, ήρθαν τα χαρτιά της για να φύγει και μου ζήτησε να φροντίσω τους τάφους τους των παιδιών της. Το κάνω όποτε μπορώ.
Είχα πάθει εξάρτηση τότε, από το πρωί ως το βράδυ ήμουν εκεί στα Παλιά Σφαγεία. Ανοιγα το μαγαζί μου μία με δύο ώρες, ίσα-ίσα για να βγάλω 20 ευρώ για τη βενζίνη μου κι αν ήμουν τυχερή, να πάρω και μερικές σοκολάτες, γλειφιτζούρια, τσίχλες, για τα πιτσιρίκια. Ερχόνταν οι λογαριασμοί για το μαγαζί κι εγώ τους έβαζα σε ένα κουτί κι έλεγα, «προηγούνται αυτοί οι άνθρωποι…».
Κάποια στιγμή δεν μπορούσα άλλο να κρατήσω το μαγαζί, το έκλεισα. Δεν μετανιώνω για τίποτα, δουλεύω και ξεχρεώνω ό,τι είχα χρεωθεί από το μαγαζί μου.
Δεν ντρέπομαι κανέναν και δεν μετανιώνω ούτε για ένα ευρώ που διατέθηκε για εθελοντική βοήθεια στους πονεμένους αυτούς ανθρώπους.
Εύχομαι εκεί που πήγαν να βρουν αγάπη και ευτυχία. Εγώ συνεχίζω να βοηθώ οικογένειες που έχουν ανάγκη, γι αυτό έφτιαξα και τον φιλανθρωπικό Σύλλογο “Αγία Σοφία”, τα γραφεία του οποίου βρίσκονται στο Ροδίνι στην οδό Μαραθώνος και μέχρι να κλείσω τα μάτια μου θα προσφέρω ό,τι μπορώ σε όσους έχουν ανάγκη.