Μια πρόσκληση από αγαπημένους φίλους να επισκεφθώ τη Ρόδο και η προσδοκία μιας ενδιαφέρουσας οικογενειακής ιστορίας, που αφορούσε το απώτερο παρελθόν, στάθηκε αιτία να γραφτεί ο «Ροδανθός».
Γνώριζα ελάχιστα για τα Δωδεκάνησα από προηγούμενη επίσκεψή μου στο νησί: ότι είχε κατακτηθεί στο παρελθόν από τους Ιωαννίτες ιππότες, από τους Οθωμανούς στη συνέχεια κι αργότερα απ’ τους Ιταλούς, στους οποίους οφείλονται και πολλά από τα μεγαλόπρεπα κτίσματα που κοσμούν τη Ρόδο, κυρίως, μα και άλλα νησιά. Αυτά ήταν όλα όσα γνώριζα, όπως πολλοί που δεν είμαστε ιστορικοί.
Δίστασα να αναλάβω την ευθύνη να αφηγηθώ μέσα απ’ την ιστορία των ηρώων μου τα βάσανα των Δωδεκανήσιων των τελευταίων δεκαετιών πριν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Από την άλλη με συνάρπαζε η ιδέα. Στο μεταξύ, όμως, η οικογενειακή ιστορία που μου είχαν αφηγηθεί είχε αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι της φαντασίας μου και να γεννά στο μυαλό μου τους ήρωες, μπλεγμένους όπως πάντα αξεδιάλυτα πλασματικούς και πραγματικούς. Ήταν λες κι είχαν αρχίσει να χορεύουν έναν παράξενο κι ενδιαφέροντα χορό, όπου υφαίνονταν αντάμα η Ιστορία με Ι κεφαλαίο κι η δική τους προσωπική ιστορία. Μια ιστορία που με ταξίδεψε από τη Σύμη των σφουγγαράδων την εποχή που τα σπογγαλιευτικά επέστρεφαν απ’ τη Μπαρμπαριά με τ’ αμπάρια τους φίσκα από σπόγγους, κουβαλώντας πλούτο στο νησί, στη Ρόδο. Έτσι θέλησα να το προσπαθήσω, μόλο που γνώριζα πως θα ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα. Ομολογώ ότι δε θα το αποτολμούσα, αν δεν είχα βοήθεια «εκ των έσω», από τους Ρόδιους φίλους μου, οι οποίοι, πέρα απ’ το ότι στάθηκαν υπεύθυνοι για το «τσίγκλισμα» της φαντασίας μου, με ξενάγησαν στη Ρόδο και στη Σύμη και με βοήθησαν στη συλλογή του υλικού που χρειάστηκε να μελετήσω.
Πρώτη στον νου μου ξεπήδησε η Σμαράγδα. Αυτή θα ήταν ο συνδετικός ιστός σε μια ιστορία που αποδείχθηκε με το ολοκλήρωμα του βιβλίου ότι διήρκεσε σχεδόν εβδομήντα πέντε χρόνια και διέτρεχε δύο αιώνες: το τελευταίο τέταρτο του 19ου και τα μισά σχεδόν του 20ού. Η ίδια, οι απόγονοί της κι όσοι κινούνταν γύρω τους με ταξίδεψαν απ’ την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη κι από κει στην τουρκοκρατούμενη Ρόδο, η οποία στη συνέχεια θα κατακτιούνταν από τους Ιταλούς και θα υπέφερε, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα, τα πάνδεινα απ’ τη φασιστική Ιταλία. Ακολούθησαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου οι Γερμανοί κι αργότερα οι Άγγλοι, ως τη στιγμή που έγινε πραγματικότητα ο πιο τρανός πόθος των Δωδεκανησίων, ο καημός με τον οποίο είχαν κλείσει τα μάτια γενιές και γενιές: η ένωση με τη μάνα τους.
Όσοι από εσάς θα αφεθείτε να παρασυρθείτε από τους ήρωές μου, θα έχετε συντροφιά σε τούτο το ταξίδι στη Ρόδο και στη Σύμη, στην Πόλη αλλά και στη Μασσαλία, στο Παρίσι και στη Λόντρα εκτός από τη Σμαράγδα, τον Μόσκοβο, έναν επιβλητικό γέροντα, τη γυναίκα του, την αρχοντική και αυταρχική Αστραδενή, τον γιο τους τον Μιχάλη, ψηλό και γεροδεμένο σαν τον αρχαίο γενάρχη των Συμαίων Γλαύκο, τον Γιοσίφ το «Αραπί», τον ωραίο Λεωνίδα με τον έντονο πατριωτισμό, την εύθραυστη Πέρσα που θα αποδειχθεί όμως δυνατός χαρακτήρας, τον ερωτύλο Τέλη που τον βαραίνει ένας αδιέξοδος έρωτας, τον τούρκο Χασάν και τον Εβραίο Ακίμ, τον Κιμπάρογλου τον δικηγόρο, τα εγγόνια της Σμαράγδας και άλλους πολλούς ήρωες. Εύχομαι να είναι ένα ενδιαφέρον και συναρπαστικό ταξίδι, όπως το ένιωσα κι εγώ στη διάρκεια της συγγραφής, και να το απολαύσετε το ίδιο με μένα. Όπως πάντα, η κρίση για το αν άξιζε τούτο το ταξίδι ανήκει σ’ εσάς, αγαπημένοι μου φίλοι.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Όταν η Σμαράγδα, στα τέλη του 1874, φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή, ωστόσο, θα σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της τον πεντάχρονο ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το Αραπί», δυσκολεύοντας την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής κοινωνία τους.
Καθώς τα χρόνια περνούν, η Σμαράγδα θα βιώσει οδυνηρές απώλειες και μια βαριά προδοσία, που θα την υποχρεώσει να αφήσει τη Σύμη για τη Ρόδο λίγο πριν από την ανατολή του νέου αιώνα. Στη Ρόδο, όπου το χνότο του Οθωμανού είναι πιο αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα του νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό.
Κι ενώ η Τουρκοκρατία παραχωρεί τη θέση της στην Ιταλοκρατία και οι Έλληνες παλεύουν να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση, η οικογένειά της θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που επιβάλλουν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο ιταλικός φασισμός αλλά κι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανοκρατία και ο μεγάλος λιμός που μαστίζει άγρια τα Δωδεκάνησα στο ξεψύχισμα του πολέμου.
Η ιστορία μιας οικογένειας στη Σύμη και στη Ρόδο, πολυκύμαντη και ταραχώδης σαν τη θάλασσα που περιβάλλει τα δύο νησιά, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, με συνδετικό ιστό μια γυναικεία μορφή.