Οι καταγγελίες του ΚΚΕ για συνακροάσεις στο τηλεφωνικό κέντρο του Περισσού επανέφεραν στη δημόσια σφαίρα το εξής σοβαρό ερώτημα: γίνονται παράνομες υποκλοπές τηλεφωνικών κλήσεων;
Δυστυχώς, κανένας υπηρεσιακός ή κρατικός παράγοντας δεν μπορεί να εγγυηθεί μετά βεβαιότητος ότι είναι αδύνατον να συμβούν.
Το βέβαιο, όμως, είναι ότι έφεραν στην επιφάνεια ξανά μια ελληνική «παράδοση», στο πλαίσιο της οποίας πολλοί πολίτες υποκύπτουν αβίαστα στη γοητεία θεωριών συνωμοσίας, πιστεύοντας ότι τα τηλέφωνά τους παρακολουθούνται από «σκοτεινά» κέντρα. Η έμφυτη ροπή των Ελλήνων να ενδίδουν με σχετική ευκολία σε κατασκοπικά σενάρια και «αστικούς μύθους» ίσως και να είναι δικαιολογημένη. Και σε συνδυασμό με το βεβαρημένο παρελθόν της χώρας στα σκάνδαλα υποκλοπών, εντέλει απλώνεται βαριά σκιά πάνω από το συνταγματικά κατοχυρωμένο απόρρητο των επικοινωνιών.
Η υπόθεση ενδεχόμενης υποκλοπής συνομιλιών ήρθε στην επιφάνεια όταν το ΚΚΕ ενημέρωσε την περασμένη εβδομάδα την κυβέρνηση, τον πρόεδρο της Βουλής και τον αρμόδιο υπουργό, Νίκο Παππά, ότι «τις τελευταίες ημέρες παρατηρούνται επανειλημμένες οχλήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο της έδρας της ΚΕ του ΚΚΕ, που αφορούν συνακροάσεις με τρίτους, μεταξύ των οποίων και με τα τηλεφωνικά κέντρα του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ, του Ποταμιού». Πληροφορίες του «Εθνους της Κυριακής» αναφέρουν ότι οι υπάλληλοι του ΚΚΕ που εργάζονται στο τηλεφωνικό κέντρο, διαπίστωσαν ότι κατά την απάντηση κλήσεων άκουγαν συναδέλφους τους από τηλεφωνικά κέντρα άλλων κομμάτων. Πηγές από τον Περισσό εξηγούν ότι η επικάλυψη γραμμών παρατηρήθηκε σε πολλές βάρδιες διαφορετικών υπαλλήλων και για διάστημα περίπου μίας εβδομάδας. «Τηλεφωνήτρια μας ανέφερε ότι καθώς απαντούσε σε κλήσεις που δεχόταν το κόμμα μας, άκουγε στο ίδιο τηλεφώνημα συνομιλίες άλλων ατόμων, που από τα λεγόμενα προέκυπτε ότι ήταν τηλεφωνήτριες από κέντρα των κομμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Δημοκρατίας και του Ποταμιού. Δηλαδή, άκουγε στο παρασκήνιο φωνές που απαντούσαν σε κλήσεις, λέγοντας για παράδειγμα “γραφεία ΣΥΡΙΖΑ, λέγετε παρακαλώ”», εξηγεί η ίδια πηγή.Τεχνικό κλιμάκιο του ΟΤΕ προχώρησε σε έλεγχο των γραμμών του ΚΚΕ, αμέσως μετά τις καταγγελίες. Η διοίκηση του οργανισμού εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ανάφερε ότι δεν διαπιστώθηκε καμία δυσλειτουργία στις τηλεφωνικές γραμμές και ότι ο τεχνικός έλεγχος θα συνεχιστεί.Οι καταγγελίες του ΚΚΕ έφθασαν και στη Βουλή, με την πρόεδρο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, Τασία Χριστοδουλοπούλου, να καλεί τα μέλη της Επιτροπής σε συνεδρίαση για το πρωί της προσεχούς Τρίτης με θέμα την ακρόαση του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), Χρήστου Ζαμπίρα.
Από ξένη υπηρεσία
Πληροφορίες αναφέρουν ότι άμεση ήταν και η αντίδραση της ΑΔΑΕ, με τον πρόεδρο της Αρχής να συγκροτεί ειδική Ομάδα Ελέγχου, με επικεφαλής τον ίδιο, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει τη διερεύνηση της υπόθεσης, προς πάσα κατεύθυνση. Σύμφωνα με αξιωματούχους του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, οι καταγγελίες του ΚΚΕ αξιολογούνται ως ιδιαιτέρως σοβαρές που πρέπει να διερευνηθούν. Πηγή της Κατεχάκη άφηνε να εννοηθεί ότι στην περίπτωση που επαληθευτούν οι καταγγελίες και διαπιστωθεί υποκλοπή, το πιθανότερο είναι να έχει γίνει από ξένη υπηρεσία και όχι εγχώρια…
Αν τελικά διαπιστωθεί από τη δικαστική έρευνα ότι γίνονταν τηλεφωνικές υποκλοπές, τότε θα είναι η τέταρτη υπόθεση υποκλοπής συνομιλιών πολιτικών προσώπων.
Το πρώτο σκάνδαλο ξέσπασε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν επικεφαλής στον ΟΤΕ ήταν ο Θεοφάνης Τόμπρας. Πολιτικοί, πρώην στρατιωτικοί, υπάλληλοι της ΚΥΠ και του Οργανισμού είχαν εμπλακεί σε υποθέσεις παρακολουθήσεων. Ο Θεοφάνης Τόμπρας υπήρξε λοχαγός Διαβιβάσεων και προσωπικός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου και είχε τοποθετηθεί γενικός διευθυντής του ΟΤΕ. Στη μέση του σκανδάλου αυτού, βρισκόταν ο Χρήστος Μαυρίκης, βασικό πρόσωπο του δεύτερου σκανδάλου υποκλοπών που αποκαλύφθηκε μερικά χρόνια αργότερα. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 1993 είχε καταγγείλει ότι ως υπάλληλος του ΟΤΕ, διενεργούσε υποκλοπές κατ’ εντολή του στρατηγού Ν. Γρυλλάκη, στενού συνεργάτη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Κασέτες με τηλεφωνικές συνομιλίες είχαν εμφανιστεί στον Τύπο με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μεγάλη πολιτική θύελλα.
Αναστάλθηκαν οι διώξεις
Τον Μάιο του 1993 είχε συγκροτηθεί επιτροπή για τη διερεύνηση των καταγγελιών του Χρήστου Μαυρίκη σε βάρος του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τις τηλεφωνικές υποκλοπές. Δύο χρόνια μετά, με εισήγηση του Ανδρέα Παπανδρέου αναστάλθηκαν οι ποινικές διώξεις σε βάρος των εμπλεκομένων.
Το μεγαλύτερο όμως σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών, ήταν η υπόθεση Vodafone. Στις 4 Μαρτίου 2005 η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας είχε διενεργήσει έλεγχο ρουτίνας στο λογισμικό της σύστημα. Εντοπίζεται κακόβουλο λογισμικό και αποκαλύπτεται ότι τη διετία 2004-2005 καταγράφονταν περίπου 100 τηλέφωνα. Στις 10 Μαρτίου 2005 ενημερώνεται η τότε κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και ακολούθως ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Εναν χρόνο μετά, στις 2 Φεβρουαρίου 2006, οι τότε υπουργοί Επικρατείας, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, Θεόδωρος Ρουσόπουλος, Γιώργος Βουλγαράκης και Αναστάσιος Παπαληγούρας, αντίστοιχα, παραχωρούν συνέντευξη Τύπου και γνωστοποιούν τις υποκλοπές. Ακολούθησε δικαστική έρευνα δύο ετών, χωρίς όμως να προκύψουν στοιχεία, με αποτέλεσμα η υπόθεση να μπει στο αρχείο το 2008.
Ομως, ο φάκελος ξανάνοιξε το 2010, όταν προέκυψαν νέα στοιχεία που υποδείκνυαν υπόθεση κατασκοπείας με ανάμειξη της αμερικανικής πρεσβείας και Αμερικανών πρακτόρων. Η αυτοκτονία του υπαλλήλου της Vodafone Κώστα Τσαλικίδη είχε σημαδέψει την υπόθεση υποκλοπών. Διάχυτη ήταν τότε η αίσθηση της κοινής γνώμης ότι η υπόθεση Τσαλικίδη ήταν κάτι παραπάνω από απλή αυτοκτονία.
Το 2013 οι υποκλοπές επανέρχονται, με τον ΣΥΡΙΖΑ να εξαπολύει επίθεση στην τότε κυβέρνηση ζητώντας ξεκάθαρη απάντηση για το εάν πραγματοποιούνται υποκλοπές συνομιλιών στελεχών του κόμματος ή άλλων κομμάτων. Αφορμή είχε σταθεί ερώτηση του βουλευτή της ΝΔ Αρη Σπηλιωτόπουλου για την ΕΥΠ που είχε προκαλέσει την τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ για τον ρόλο της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής, υπηρεσιών που έχουν το νόμιμο «προνόμιο» παρακολούθησης συνομιλιών. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η ΕΥΠ όσο και η ΕΛ.ΑΣ. χρησιμοποιούν τον λεγόμενο «κοριό» που καταγράφει συνομιλίες, μόνο κατόπιν έγκρισης ειδικού εισαγγελέα που είναι τοποθετημένος στις ευαίσθητες υπηρεσίες. «Χωρίς εισαγγελική απόφαση, δεν γίνονται παρακολουθήσεις», λέει αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.
Στα ΚΑΦΑΟ
Τελικά, πόσο εύκολο είναι να υποκλαπεί μία συνομιλία; Ειδικός από τον χώρο τηλεπικοινωνιών με γνώση στα συστήματα καταγραφής συνομιλιών, εξηγεί στο «Εθνος της Κυριακής» ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη η υποκλοπή, αλλά όχι αδύνατη. «Από τις καταγγελίες του ΚΚΕ προκύπτει αυτό που λέγαμε κάποτε “μπέρδεμα” γραμμών. Πλέον, είναι ψηφιακές οι γραμμές και δεν υπάρχει επικάλυψη. Τεχνικά και βάσει των στοιχείων που έδωσε στη δημοσιότητα το ΚΚΕ, είναι αδύνατον να συμβεί. Ομως, δεν μπορεί κανένας να πει με βεβαιότητα ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί υποκλοπή», αναφέρει ο ειδικός στις τηλεπικοινωνίες. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση των σταθερών τηλεφώνων, εξηγεί πως θα πρέπει να υπάρχει πρόσβαση στα επίγεια δίκτυα του παρόχου, στα ΚΑΦΑΟ του ΟΤΕ, εν προκειμένω.
Στην περίπτωση των κινητών τηλεφώνων, υπάρχουν τρεις τρόποι υποκλοπής συνομιλιών. Να παγιδευτεί η συσκευή με λογισμικό «spy phone application», το οποίο θα σταλεί μέσω mail στον ιδιοκτήτη και να το κατεβάσει νομίζοντας ότι είναι κάποιο παιχνίδι. Το λογισμικό που εμφανίζεται ως «άκακο», παρεμβαίνει στο smartphone και στέλνει κρυφά όλα τα δεδομένα στον «χάκερ». Ενας άλλος τρόπος είναι η τοποθέτηση ειδικού εξοπλισμού τύπου hardware e-circuit στο ίδιο το κινητό. Αυτή η περίπτωση προϋποθέτει φυσική επαφή με το κινητό.
Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα υποκλοπής σήματος over the air. Σ’ αυτή την περίπτωση εμπίπτει το λεγόμενο «βαλιτσάκι», το οποίο πωλείται και σε ιδιώτες, και πρόκειται για μηχάνημα που μιμείται την κεραία κινητής τηλεφωνίας και αναγκάζει τη συσκευή να συνδεθεί μαζί της, ανοίγοντας την κερκόπορτα σε όλα τα δεδομένα – όπως συνομιλίες και μηνύματα τα οποία εύκολα αποκρυπτογραφούνται.
Ανοιχτές σε επιθέσεις είναι και όλες οι συσκευές που συνδέονται σε ασύρματα δίκτυα, ειδικά όσα είναι δημόσια. Χώροι εργασίας, καφετέριες, δημόσιοι οργανισμοί, προσφέρουν δωρεάν WiFi, όμως το δίκτυο δεν είναι ασφαλές και όλες οι πληροφορίες που μεταδίδονται μπορούν εύκολα να υποκλαπούν. Φυσικά, ο πιο εύκολος τρόπος παρακολούθησης τηλεφώνων, είναι η πρόσβαση στα συστήματα των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, όπως συνέβη το 2005. Ομως, αυτός είναι και ο πιο δύσκολος τρόπος, λόγω των αυστηρότατων πρωτοκόλλων ασφαλείας που εφαρμόζουν οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας και των απαραβίαστων σέρβερ που διαθέτουν…
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΠΙΝΤΕΛΑΣ-ΕΘΝΟΣ