Οι λόγοι για τη μείωση 11,9% της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης στη δεκαετία 2010 – 2019 – Είναι τελικά φθηνός προορισμός η Ελλάδα;
Σύμφωνα με την τελευταία μέλετη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) για την εξέλιξη της Μέσης κατά Κεφαλή Δαπάνης, της Μέσης Διάρκειας Παραμονής και της Μέσης Δαπάνης ανά Διανυκτέρευση των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα για την περίοδο 2010-2019, η μείωση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης (ΜΚΔ) στη δεκαετία ήταν κατά 76,4 ευρώ ή αλλιώς σε ποσοστό 11,9%.
Κι αυτό, συνέβη παρά την αύξηση της Μέσης Δαπάνης ανά Διανυκτέρευση (ΜΔΔ) κατά 10,6% (+7,5 ευρώ). «Η αύξηση αυτή επιτεύχθηκε παρά την αλλαγή του μίγματος αγορών του εισερχόμενου τουρισμού με αύξηση του μεριδίου των χωρών με χαμηλότερα εισοδήματα και παρά τον υπερδιπλασιασμό του αριθμού των εισερχόμενων τουριστών, από 15 εκατ. το 2010 σε 31,3 εκατ. το 2019», επισημαίνεται στη μελέτη.
Η μείωση της ΜΚΔ λοιπόν προήλθε κυρίως από τη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής κατά 1,9 νύχτες ή αλλιώς σε ποσοστό 20,6%, μια τάση που παρατηρείται διεθνώς, καθώς πραγματοποιούνται περισσότερα ταξίδια μικρότερης διάρκειας.
Χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός ότι το 2010 οι τουρίστες έμεναν στην Ελλάδα 9,3 μέρες, νούμερο που μειώθηκε το 2019 στις 7,4 ημέρες. Με την ανάπτυξη της Αθήνας ως προορισμού city break, ειδικά μετά το 2014, έχει ενισχυθεί περαιτέρω η τάση μείωσης της μέσης διάρκειας παραμονής για την Ελλάδα.
Δευτερευόντως, η μείωση της ΜΚΔ οφείλεται στην αλλαγή του μίγματος αγορών του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα με μείωση του μεριδίου των παραδοσιακών αγορών και αύξηση νέων αγορών από τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στις νέες αγορές περιλαμβάνονται η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, η Ρουμανία, η Σερβία και η Αλβανία.
Είναι όμως, πολύ σημαντικό να επισημανθεί ότι η μεταβολή αυτή στα μερίδια των αγορών δεν οφείλεται σε υποκατάσταση των παραδοσιακών (υψηλότερης δαπάνης) αγορών από νέες (χαμηλότερης δαπάνης) αγορές αλλά σε ανάπτυξη των νέων αγορών (+174,9%, από το 2010 έως το 2019) με ρυθμό ταχύτερο από αυτόν που αναπτύσσονται οι παραδοσιακές αγορές μας (+88,1% από το 2010 έως το 2019).
Επισημαίνεται εδώ ότι στις παραδοσιακές αγορές της Ελλάδας είναι περιλαμβάνονται η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ολλανδία. «Η ανάπτυξη πάντως των νέων αγορών έχει συμβάλει σημαντικά στη στήριξη των τουριστικών επιχειρήσεων κυρίως, στη Βόρεια Ελλάδα», αναφέρει το Insete.
Ποσο «φθηνός» προορισμός είναι η Ελλάδα
Το Insete πραγματοποίησε και μία ακόμη μελέτη, με το δεδομένο ότι συχνά υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα είναι προορισμός χαμηλής δαπάνης, ισχυρισμός που στηρίζεται στη σύγκριση των στοιχείων της Μέσης κατά Κεφαλή Δαπάνης (ΜΚΔ) των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα και άλλες χώρες, με βάση τα στοιχεία που δημοσιεύονται από τις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές.
Η μελέτη του Insete εξετάζει τη ΜΚΔ των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα και την Ισπανία η οποία αποτελεί παγκόσμια δύναμη στον τουρισμό και τον κύριο ανταγωνιστή της Ελλάδας, τόσο ως προς την συνολική δαπάνη, όσο και ως προς το μέρος της που καταλήγει στην κάθε χώρα – προορισμό.
Τα δύο βασικά συμπεράσματα είναι τα εξής:
- Αντικρούεται η άποψη ότι η Ελλάδα, συγκρινόμενη με τους κύριους ανταγωνιστές, είναι ένας φθηνός προορισμός για τους Ευρωπαίους αφού στις περισσότερες περιπτώσεις οι Ευρωπαίοι τουρίστες στην Ελλάδα δαπανούν περισσότερα απ’ ότι στην Ισπανία. Αντίθετα, οι τουρίστες από τις ΗΠΑ και -κυρίως- από τη Ρωσία δαπανούν περισσότερα στην Ισπανία.
- Η υστέρηση της ΜΚΔ στην Ελλάδα σε σχέση με την ΜΚΔ στην Ισπανία (σε επίπεδο χώρας) οφείλεται κυρίως στο διαφορετικό μίγμα αγοράς που έχουν οι χώρες ως προς τις χώρες προέλευσης των τουριστών. Η προσέλκυση σημαντικού αριθμού τουριστών από τις όμορες βαλκανικές χώρες και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης – περίπου το 1/3 του εισερχόμενου τουρισμού είναι οδικές αφίξεις- προστίθεται στην πελατεία με την υψηλότερη δαπάνη και απορροφάται , κατά κύριο λόγο, από το τουριστικό προϊόν της Β. Ελλάδας (Μακεδονία, Θράκη), όπου η ξενοδοχειακή υποδομή είναι χαμηλότερης κατηγορίας σε σχέση με την αντίστοιχη σε άλλες Περιφέρειες της χώρας.
Η μελέτη επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατή η απευθείας σύγκριση των δημοσιευμένων στοιχείων για την Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη στις δύο χώρες (1.102 ευρώ για την Ισπανία και 564 ευρώ για την Ελλάδα το 2019 και 1.084 ευρώ και 520 ευρώ αντίστοιχα για το 2018) αφού τα μετρούμενα μεγέθη υπολογίζονται με διαφορετική μεθοδολογία.
Οι κύριες διαφοροποιήσεις είναι ότι στην Ελλάδα μετριέται μόνο το μέρος της δαπάνης που παραμένει στην χώρα, μη περιλαμβανομένου του κόστους του αεροπορικού ή ακτοπλοϊκού εισιτηρίου, ακόμα και αν η αεροπορική ή ακτοπλοϊκή εταιρεία είναι ελληνική.
Επίσης, στα στοιχεία περιλαμβάνονται οι επισκέπτες χωρίς διανυκτέρευση και οι εργαζόμενοι που περνούν τα σύνορα της χώρας. Αντίθετα, στην Ισπανία μετριέται το σύνολο της δαπάνης των τουριστών, ανεξάρτητα αν εισπράχθηκε από την χώρα ή τρίτους εκτός αυτής (πχ αεροπορικό εισιτήριο, προμήθεια ενδιάμεσων κλπ.) και η μέτρηση αφορά μόνο σε τουρίστες με τουλάχιστον μια διανυκτέρευση.
Προσαρμόζοντας τα δύο μεγέθη ώστε να αποτυπώνεται μόνο η δαπάνη που έγινε στην κάθε χώρα (εξαιρουμένου του κόστους μετάβασης) και μόνο για τουρίστες με τουλάχιστον μία διανυκτέρευση, η διαφορά μεταξύ της μέσης δαπάνης στην Ελλάδα και στην Ισπανία περιορίζεται σε 54 ευρώ το 2018 (600 ευρώ για Ισπανία και 546 ευρώ για Ελλάδα) και σε 9 ευρώ το 2019 (609 ευρώ για Ισπανία και 600 ευρώ για Ελλάδα).
Μέρος αυτής της διαφοράς οφείλεται στο ότι οι δύο χώρες δέχονται τουρίστες από διαφορετικές αγορές και, συγκεκριμένα, η Ελλάδα δέχεται μεγάλο αριθμό τουριστών από τις όμορες βαλκανικές χώρες.
Στη συνέχεια εξετάζεται η μέση δαπάνη ως προς το σύνολό της, δηλαδή περιλαμβανομένης όχι μόνο της δαπάνης που καταλήγει στη χώρα-προορισμό, αλλά και της δαπάνης που γίνεται εκτός αυτής (πχ αεροπορικό εισιτήριο, προμήθεια ενδιάμεσων κλπ.).
«Από τις οχτώ ευρωπαϊκές χώρες που εξετάζουμε, το 2019 στις επτά (Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελβετία) η μέση δαπάνη των τουριστών στην Ελλάδα είναι υψηλότερη απ’ ότι η αντίστοιχη στην Ισπανία ενώ είναι χαμηλότερη για την Ολλανδία», αναφέρεται στη μελέτη.
Αντίθετα, οι επισκέπτες από τις ΗΠΑ και -ιδιαίτερα- από τη Ρωσία, δαπανούν υψηλότερα ποσά όταν επισκέπτονται την Ισπανία (1.743 και 1.516 ευρώ αντίστοιχα) σε σχέση με αυτά που δαπανούν όταν επισκέπτονται την Ελλάδα (1.686 και 1.058 Ευρώ αντίστοιχα) – αν και η διαφορά μειώθηκε το 2019 σε σχέση με το 2018.
Η διαφορά αυτή δείχνει ότι υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος που θα οδηγήσει σε αύξηση της δαπάνης από τις χώρες αυτές.
Τέλος, σε ότι αφορά στη συνολική μέση δαπάνη για το σύνολο του εισερχόμενου τουρισμού, στην Ελλάδα ανήλθε σε 864 ευρώ το 2019 και στην Ισπανία σε 1.102 Ευρώ.
Πηγή: newmoney.gr