«Αν εγώ φύγω από εδώ, θα γίνει πλιάτσικο. Κι άμα κλείσω τα μάτια μου, θα γίνει γκρίζα ζώνη. Ενα “έτσι” θα κάνουνε οι Τούρκοι και το πήραν το νησί» λέει με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά της και με μια τρυφερότητα για τον τόπο όπου γεννήθηκε.
Ηταν προπαραμονή Πρωτοχρονιάς όταν μιλήσαμε. Κι είχε ήδη συμπληρωθεί ένας μήνας από την τελευταία φορά που έδενε καΐκι στο νησί. Η Ελλάδα κοβόταν στα δύο από τη χιονοθύελλα και περίμενε παγωμένη το νέο έτος. Κι εκείνη μόνη σε 4,5 τ.χλμ., τριγυρισμένη από θάλασσα, στα 74 της, ακουγόταν στην άλλη άκρη της γραμμής χαρούμενη. Μια αισιοδοξία αναβλύζουσα απ’ τη βαθιά πεποίθηση πως ζει όπως εκείνη διάλεξε.
Η Ειρήνη Κατσοτούρχη, η κυρα-Ρηνιώ της Κινάρου, μοναδική κάτοικος και επί χρόνια «φύλακας» του ακριτικού νησιού, μίλησε στα «ΝΕΑ» για τις χειμωνιάτικες ημέρες της.
Λίγες ώρες μετά θα ξεκινούσε μια αγωνιώδης αναζήτηση για τον εντοπισμό της, με επιστράτευση ακόμη και ελικοπτέρου Super Puma της Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς επί τρεις ημέρες θα έπαυε να δίνει σημάδια ζωής. Τελικώς εντοπίστηκε σώα το βράδυ της περασμένης Πέμπτης: η επικοινωνία με τα παιδιά της είχε διακοπεί εξαιτίας βλάβης στην τηλεφωνική της σύνδεση.
Τα Χριστούγεννα της κυρα-Ρηνιώς δεν ήταν η «γλυκυτάτη» και «συγκινητικωτάτη» γιορτή του Παπαδιαμάντη. Αποκλεισμένη από τον κόσμο, με μια ετοιμόρροπη στέγη από πάνω της και ηλεκτρικό ρεύμα μόνο στο μισό της σπίτι, έζησε τις γιορτές σαν καθημερινή, κι όμως ήταν ημέρες αυθεντικά χριστουγεννιάτικες, γιατί η ελπίδα και η ανθρωπιά γεννιούνται καθημερινά εκεί, στη μοναξιά, στον βράχο και στην αλμύρα του νησιού.
«Θα γίνει πλιάτσικο»
«Αν εγώ φύγω από εδώ, θα γίνει πλιάτσικο. Κι άμα κλείσω τα μάτια μου, θα γίνει γκρίζα ζώνη. Ενα “έτσι” θα κάνουνε οι Τούρκοι και το πήραν το νησί» λέει με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά της και με μια τρυφερότητα για τον τόπο όπου γεννήθηκε.
Με έναν γιο να ζει στην Κάλυμνο και μια κόρη στην Αυστραλία, η κυρα-Ρηνιώ είχε την επιλογή να ζήσει τις φετινές γιορτές στην αγκαλιά μιας πόλης. «Δεν μπορώ, όμως, να αφήσω το σπίτι μονάχο, έχω τις κατσίκες, έχω τα μωρά τους τώρα» συνεχίζει. «Τις γιορτές τις πέρασα κάνοντας ό,τι συνήθως» λέει η ίδια. «Σηκώνομαι νωρίς. Τάισα τα ζώα μου, με αυτά ασχολούμαι καθημερινά – πάνε χρόνια που δεν έχω ψαρέψει. Κι έπειτα ανέβηκα στον Αϊ-Γιώργη, που είναι θαυματουργός, κι άναψα το καντηλάκι του. Οσο έχει μέρα, είμαι έξω. Αγαπώ όλο το νησί. Οπου και να πάω, Κίναρος είναι…» γελάει. «Μετά τρώω. Τι; Απλά πράγματα. Πού να φτιάξω κάτι γιορτινό; Τόσες μέρες που ‘χει να πιάσει το καΐκι κόντεψα να κάνω Χριστούγεννα χωρίς ψωμί…» λέει. Μία ως μιάμιση ώρα από την Αμοργό είναι η Κίναρος, μα η απόσταση γίνεται απροσπέλαστη λόγω καιρού. «Αμα περάσουν οι γιορτές με το καλό και φτιάξει ο καιρός, θα ‘ρθουνε κι οι δικοί μου να με δουν» λέει. «Σαν πέσει το φως, η ημέρα τελειώνει για μένα. Τότε έχω συντροφιά την τηλεόραση. Ομως πάντα έτσι θυμάμαι τα Χριστούγεννα εδώ, ακόμη κι όταν ζούσαν κι άλλοι, όλοι έπεφταν νωρίς για ύπνο, κουρασμένοι οι άνθρωποι από δουλειά όλη την ημέρα, τι να κάνουν…».
Η κυρα-Ρηνιώ είναι καθισμένη μπροστά σε ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο κι έχει μια κορνίζα ακουμπισμένη πάνω του: είναι οι φωτογραφίες των σμηναγών που χάθηκαν στην Κίναρο όταν το ελικόπτερό τους, ένα Αγκούστα Μπελ, συνετρίβη στο νησί τον Φεβρουάριο του 2016. Τους θυμάται πάντα, ειδικά ημέρες που είναι. «Ακόμη κλαίω γι’ αυτά τα παιδιά» λέει. «Στενοχωριέμαι για τις οικογένειές τους. Δεν θέλω ούτε να θυμάμαι τις εικόνες όταν τους αντίκρισα νεκρούς». Σε αυτό το δωμάτιο η ίδια υποδέχτηκε πριν από μία εβδομάδα, τέσσερις ημέρες πριν από το τέλος του 2019, και τον υφυπουργό Εθνικής Αμυνας Αλκιβιάδη Στεφανή. «Του είπα τα προβλήματά μας, τη στέγη που έχει καταστραφεί, το κομμένο ρεύμα, είπε θα βοηθήσει, για να δούμε…» εξηγεί. Την Κίναρο όμως, λέει με παράπονο, την έχουν καταγράψει ως ακατοίκητη νησίδα.
Μόνη από το 2013
Το σπίτι της, στο λιμάνι της Κινάρου, απέχει τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο από τα εγκαταλελειμμένα κτίσματα που χρησιμοποιούσαν οι άλλες δύο οικογένειες που ζούσαν στο νησί μέχρι πριν από 20 χρόνια. Ως τη δεκαετία του ’60 ζούσαν συνολικά οκτώ οικογένειες. «Εγώ γεννήθηκα εδώ, παντρεύτηκα στην Κάλυμνο, έζησα στην Κάλυμνο, έζησα στην Αυστραλία, όμως όπου κι αν πήγαινα την Κίναρο αναζητούσα.
Ετσι πήρα την απόφαση μαζί με τον άντρα μου να επιστρέψουμε στο νησί πριν από 20 χρόνια» λέει η 74χρονη γυναίκα. «Από το 2013 που πέθανε ο άντρας μου έμεινα μόνη. Ομως δεν μπορώ να φύγω τώρα. Ναι, είναι δύσκολα, αλλά γίνεσαι δυνατός, θες – δεν θες. Και τις γιορτές εγώ εδώ ήθελα να είμαι» συνεχίζει. Το απέδειξε την Πέμπτη όταν οι διασώστες του Super Puma τής πρότειναν να τη μεταφέρουν αλλού μέχρι να βελτιωθούν οι συνθήκες στο νησί, ωστόσο εκείνη αρνήθηκε να το εγκαταλείψει. «Να σου πω κάτι;» λέει. «Μέχρι που είμαι καλά, εδώ θα μείνω, άμα φύγω, θα ‘χω φύγει για πάντα να ξέρεις…».