Με την υπ’ αριθμ. 1343/2022 απόφαση του 7ου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε η προσφυγή της ΔΕΣ ΡΟΔΑ για την ακύρωση της υπ’ αριθμ 163/2022 πράξεως του ΣΤ΄ Κλιμακίου που αφορούσε στην προμήθεια ηλεκτρικών οχημάτων από την επιχείρηση.
Κατά του κύρους της πράξεως παρενέβη η εταιρεία «ΜΙΕΤΣΕΛ Α.Ε.».
Με την προσφυγή η ΔΕΣ ΡΟΔΑ επεδίωξε την ανάκληση της προαναφερόμενης πράξεως με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ αυτής και της αναδόχου εταιρείας «ΜΙΕΤΣΕΛ Α.Ε.», για την ανάθεση της προμήθειας με τίτλο «Προμήθεια Ηλεκτρικών Οχημάτων Δημοτικής Επιχείρησης Συγκοινωνιών ‘ΡΟΔΑ’» προϋπολογισθείσας δαπάνης 1.434.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% και συμβατικού τιμήματος 1.224.990,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24%.
Πιο συγκεκριμένα, θεωρήθηκε ότι το τεθέν στο άρθρο 2.2.6. της διακήρυξης κριτήριο τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας, το οποίο απαιτεί από τους προσφέροντες οικονομικούς φορείς να έχουν εκτελέσει επιτυχώς κατά τη διάρκεια της προηγούμενης του διαγωνισμού τριετίας (2020, 2019, 2018) τουλάχιστον δέκα (10) συμβάσεις προμηθειών παντός τύπου λεωφορείων, συναφθείσες με Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ βαθμού, προϋπολογισμού μεγαλύτερου της προϋπολογισθείσας δαπάνης (μη συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.), δεν είναι νόμιμο.
Τούτο διότι κατά το μέρος αυτό εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση ως προς την αποκτηθείσα εμπειρία χωρίς επίκληση και απόδειξη εκ μέρους της αναθέτουσας αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος που την επέβαλε.
Σημειώνεται ότι στον διαγωνισμό υπεβλήθη μόνο μία προσφορά, από την εταιρεία ΜΙΕΤΣΕΛ Α.Ε.. Μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών συμμετοχής της, την αξιολόγηση της τεχνικής προσφοράς της, τον έλεγχο της οικονομικής προσφοράς της και των δικαιολογητικών κατακύρωσης, αυτή ανακηρύχθηκε οριστική ανάδοχος, με την 7/27.1.2022 απόφαση του Δ.Σ. της Δ.Ε.Σ. ‘ΡΟΔΑ’ έναντι του ποσού της προσφοράς της, ύψους 1.224.990,00 ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24%).
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε πως ορθώς κρίθηκε από το κλιμάκιο ότι ο επίμαχος όρος απόδειξης ικανοποιητικού επιπέδου εμπειρίας παρεμπόδισε την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού, εφόσον περιόρισε ποσοτικά και ποιοτικά, χωρίς νόμιμο λόγο, τον κύκλο των δυνητικών προσφερόντων.
Οι δε ισχυρισμοί του προσφεύγοντος και της παρεμβαίνουσας ότι δεν ασκήθηκαν προδικαστικές προσφυγές και ότι υφίστατο η δυνατότητα χρήσης δάνειας εμπειρίας δεν συμβιβάζονται με τις επιδιώξεις του ενωσιακού νομοθέτη και δεν μπορούν να απομειώσουν τη σοβαρότητα της πλημμέλειας, η οποία άσκησε ουσιώδη επιρροή στη διεξαχθείσα διαδικασία.