Συνεντεύξεις

Η ζωή του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κ.κ. Παϊσίου: Πορεία πίστης και αφοσίωσης

Η συνέντευξη με τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας κ.κ. Παΐσιο μας προσφέρει μία σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη ζωή και την πορεία ενός ανθρώπου που αφιέρωσε την ύπαρξή του στο Θείο έργο και στην υπηρεσία του λαού του. Μέσα από τα λόγια του, αποκαλύπτεται η βαθιά του πίστη και η εσωτερική του κλίση προς την Εκκλησία, η οποία φάνηκε από τα πρώτα του βήματα, όταν, σε νεαρή ηλικία, έδειξε την επιθυμία του να ακολουθήσει το Θεϊκό κάλεσμα.
Ενδεικτικό της τάσης του προς τον Χριστό, η συνήθεια του ευσεβούς πατέρα του να τον αποκαλεί από μικρό παιδί «παπά»!
Η πορεία του Σεβασμιότατου από τα παιδικά του χρόνια στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή, έως τη μοναχική του κουρά και την εκλογή του ως Μητροπολίτη, είναι γεμάτη από σημαντικές προσωπικότητες και σημαντικά γεγονότα που σμίλεψαν τον χαρακτήρα του και τη θρησκευτική του αφοσίωση. Όπως και η πίστη των γονιών του που αποτέλεσαν θεμέλια για τη μετέπειτα διακονία του. Η αναφορά του στον Μακαριστό Μητροπολίτη Ρόδου Σπυρίδωνα Συνοδινό, που υπήρξε καθοδηγητής και πνευματικός πατέρας, φωτίζει τη σημαντική στήριξη και καθοδήγηση που έλαβε στην πορεία του.
Η συνέντευξη – πέρα από την προσωπική του πορεία- αναδεικνύει και την αφοσίωσή του στην εκκλησιαστική κοινότητα, την οποία υπηρέτησε με ταπεινότητα και αγάπη. Οι σημαντικές στιγμές της εκλογής του και της αποδοχής του από τον λαό της Ρόδου, όπως περιγράφει ο ίδιος, αποκαλύπτουν την αμοιβαία αγάπη και σεβασμό που υπήρχε μεταξύ του λαού και του κληρικού, και την ευγνωμοσύνη που ο ίδιος αισθάνεται για την πίστη και την αφοσίωση του κόσμου.
Στην πορεία της συνέντευξης, ο Σεβασμιότατος αναφέρεται και στις προκλήσεις της ιερατικής ζωής, οι οποίες δεν είναι πάντα εύκολες, αλλά απαιτούν ακλόνητη πίστη, θυσία και προσφορά στον Θεό και στους ανθρώπους. Οι δυσκολίες της ιεροσύνης, όπως σημειώνει, δεν τον εμπόδισαν να συνεχίσει το έργο του με πίστη, καθώς το παράδειγμα του Χριστού, με τη Σταύρωση και την Ανάσταση, του έδωσε τη δύναμη να προχωρήσει.
Ο Σεβασμιότατος κλείνει τη συνέντευξή του με μία βαθιά αναφορά στην αποστολή του Επισκόπου ως σημείου ενότητας στην Εκκλησία και στον κόσμο, όπου η θυσιαστική προσφορά είναι η κεντρική αξία που διέπει το έργο κάθε ιεράρχη. Μέσα από αυτήν την προοπτική, αναδεικνύεται η σημασία της ανοιχτής καρδιάς και της διάθεσης για προσφορά προς τον συνάνθρωπο, κάτι που αποτελεί το θεμέλιο της χριστιανικής ζωής και διακονίας.
Αδιαμφισβήτητα η ζωή του Σεβασμιότατου είναι μία συνεχής πορεία πίστης, αγάπης και προσφοράς, που αποτελεί παράδειγμα και για τις επόμενες γενιές ιερέων και πιστών.

Αναλυτικά η συνέντευξη:
• Σεβασμιότατε, θέλω να σας γυρίσω πίσω στα παιδικά σας χρόνια και να σας ρωτήσω αν είχατε κλίση από μικρός στην εκκλησία. Θυμάμαι από παλαιότερη συνέντευξή σας ότι σε νεαρή ηλικία γραφτήκατε στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή;
Αγαπητή κα Παμπρή, αφού σας ευχαριστήσω, θα ήθελα να ευχηθώ σε σας προσωπικά, στη διεύθυνση και στους εργαζομένους της εφημερίδος αλλά και σε όλο το αναγνωστικό κοινό, καλή κι ευλογημένη χρονιά υπό την Σκέπη του εν Τριάδι Θεού. Πράγματι η κλίση μου προς την Εκκλησία ήταν από νεαρή ηλικία, όταν άρχισα να θυμάμαι τον εαυτό μου και να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο σε ηλικία πέντε ετών.
Βέβαια, είχα την ευλογία να μεγαλώσω σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, αφού οι αείμνηστοι γονείς μου Νικόλαος και Μαρία, φρόντισαν ν’ αναθρέψουν εμένα και τ’ αδέλφια μου «Εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Μάλιστα ο πατέρας μου μ’ έλεγε πάντοτε παπά από μικρό παιδί. Η πρόνοια και το έλεος του Θεού οδήγησαν τα βήματά μου τον Νοέμβριο του 1959 στην τροφό σχολή της Πάτμου, όπου εκεί φοίτησα, έχοντας την ιδιαίτερη χαρά κι ευλογία να συναναστραφώ με σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο Όσιος Αμφιλόχιος, ο Γέροντας Αρχιμανδρίτης Θεοδώρητος Μπουρνής, ο Αρχιμανδρίτης Παύλος Νικηταράς (ήταν και καθηγητές της Σχολής), ο Αρχιμανδρίτης Μάξιμος Δασκαλάκης (ο Άγιος όπως τον αποκαλούσαν οι μαθητές της Σχολής), ο διευθυντής αυτής Άγγελος Ντόλιος, οι καθηγητές Νικήτας Χρυσοχόος, Ευάγγελος Καλέργης, ο Χατζηκυριαζής Ιωάννης από τα Καλαβάρδα της Ρόδου, ο Αλαχούζος Ιωάννης από την Κάλυμνο, ο Ντινίδης Γεώργιος και Κοτίτσας Γεώργιος αποκομίζοντας σημαντικά πνευματικά εφόδια, τα οποία με βοήθησαν και μέχρι σήμερα τα διαφυλάττω ως πολύτιμη παρακαταθήκη.


• Η μοναχική κουρά σας έγινε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Ιξιάς, από τον Μακαριστό Μητροπολίτη Σπυρίδωνα Συνοδινό. Εξ’ όσων αντιλαμβάνομαι, ο Μακαριστός έπαιξε καταλυτικό ρόλο κι αποτέλεσε έμπνευση και στήριγμά σας;

Όταν τελείωσα την Πατμιάδα μετά από έξι χρόνια και πιο συγκεκριμένα το έτος 1966, μετέβηκα στην Αθήνα, προκειμένου να συναντήσω τον συντοπίτη μου, Μακαριστό Μητροπολίτη Ρόδου κυρό Σπυρίδωνα Συνοδινό, για να τον ρωτήσω αν θα με πάρει μαζί του στη Ρόδο ή αν θα επιστρέψω πίσω στο νησί της Αποκάλυψης. Ο Μακαριστός Σπυρίδων τηλεφώνησε στον τότε στενό του συνεργάτη, τον αείμνηστο Πρωτοσύγκελο Αλέξανδρο Θεοδωρακόπουλο, ο οποίος ήταν και ηγούμενος στην Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Παναγίας Φανερωμένης Ιξιάς και του είπε να με εγγράψει στο Μοναχολόγιο της Μονής ως δόκιμο μοναχό. Τον Φεβρουάριο του 1967 και πιο συγκεκριμένα στις 10 του μήνα, έλαβα τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης, αυτόν του Διακόνου, στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους, της ενορίας των Αγίων Αναργύρων Ρόδου. Ως Διάκονος παρέμεινα 14 και μισό χρόνια, ενώ μεταξύ των ετών 1973-1977, περάτωσα τις σπουδές μου στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μετά το πέρας των σπουδών μου, επανήλθα στη Ρόδο, όπου ο Μακαριστός Σπυρίδων με διόρισε Πρωτοσυγγελεύοντα, θέση την οποία ανέλαβα επισήμως το 1981, όπου και χειροτονήθηκα Πρεσβύτερος, αντικαθιστώντας τον αείμνηστο Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν ασθενής.
Από τη θέση αυτή υπηρέτησα τρεις Μητροπολίτες. Τον Γέροντά μου, Μητροπολίτη Σπυρίδωνα, τον Μητροπολίτη Απόστολο Διμέλη αλλά και τον αδελφό νυν Μητροπολίτη κ. Κύριλλο.

• Πόσο εύκολος ήταν και είναι ο δρόμος της Εκκλησίας; Νιώσατε κάποια στιγμή να προβληματίζεστε αν πράξατε το σωστό, να αφοσιωθείτε δηλαδή εφ’ όρου ζωής στην διακονία του Κυρίου;
Σίγουρα αγαπητή κα Παμπρή, ο δρόμος της ιεροσύνης αλλά και της Εκκλησίας γενικότερα, δεν είναι ένας δρόμος εύκολος, ούτε είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Αντίθετα, είναι ανηφορικός και πολλές φορές κακοτράχαλος. Έχοντας όμως ακράδαντη πίστη στον Θεό, δεν χάνουμε την ελπίδα μας, γιατί ως Χριστιανοί γνωρίζουμε ότι μετά από κάθε Σταύρωση, ακολουθεί η Ανάσταση.
• Η εκλογή σας από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως Μητροπολίτης Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας, έγινε δεκτή στη Ρόδο με κωδωνοκρουσίες, κορναρίσματα αυτοκινήτων και σύσσωμη την κοινωνία να κατακλύζει τα γραφεία της Μητροπόλεως στον Ευαγγελισμό, προκειμένου να σας συγχαρεί. Εκείνες τις στιγμές, τι ήταν αυτό που πέρασε από το μυαλό σας;
Είναι γεγονός ότι ο λαός της Ρόδου υποδέχθηκε με χαρά την εκλογή μου ως Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Αυτές οι στιγμές δεν περιγράφονται με λόγια και σίγουρα μένουν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό. Προσωπικά αισθάνθηκα συγκίνηση, βλέποντας στα μάτια των ανθρώπων κάθε ηλικίας, την αγάπη και την ικανοποίησή τους για την προαγωγή μου με εκδηλώσεις αγάπης.
Ιδιαίτερα δε οι συνάδελφοί σας δημοσιογράφοι, οσάκις επικοινωνούμε, με αποκαλούν «ο δικός μας Παΐσιος».
Ξέρετε κα Παμπρή, ως Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Ρόδου 38 χρόνια σχεδόν, προσπάθησα να είμαι κοντά στον κόσμο, στις χαρές και στις λύπες, στα καλά και στα κακά, επιτελώντας το καθήκον μου σεμνά και χωρίς τυμπανοκρουσίες, όχι μόνο στο νησί της Ρόδου, αλλά και στα υπόλοιπα νησιά που είχε τότε υπό τη δικαιοδοσία της η Μητρόπολη Ρόδου (Σύμη, Χάλκη, Τήλο, Καστελόριζο και Νίσυρο), τα οποία πάντοτε επισκεπτόμουν ως Πρωτοσύγκελος και ιδιαιτέρως όσο η μνήμη μου μένει αιωνία εις την Ιερά Μονή Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτου, όπου με την συμπαράσταση του τότε Καθηγουμένου Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ Μαργαρίτη και τη συνεργασία του τότε τεχνικού της Μονής Ιωάννου Βολονάκη, δημιουργήθηκε το εκκλησιαστικό μουσείο της Μονής ως και το λαϊκό. Ίσως η αγάπη αυτή του κόσμου να ήταν το αντίδωρο για ό,τι προσέφερα όλα αυτά τα χρόνια. Ήρθα στη Ρόδο νεαρό παιδί λαϊκός 23 χρόνων κι έφυγα στα 61 μου ως Μητροπολίτης.


• Συμπληρώνετε αισίως 20 χρόνια στο ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα και μάλιστα ως Επίσκοπος μίας ιστορικής Μητροπόλεως. Ποιο το κύριο χαρακτηριστικό του λαού της Λέρου, της Καλύμνου και της Αστυπάλαιας;
Πράγματι φέτος συμπληρώνω 20 χρόνια Αρχιερατείας και μάλιστα σε μία ιστορική Μητρόπολη, όπως είναι η Μητρόπολη Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας. Ο λαός και των τριών νησιών της επαρχίας μου, είναι ένας λαός φιλοπρόοδος, φιλόθρησκος, φιλακόλουθος, με γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα και βαθιά πίστη. Ένας λαός που σέβεται την ιστορία του και τηρεί τα ήθη και τα έθιμά του. Πραγματικά είμαι τυχερός κι ευχαριστώ τον Θεό που είμαι Ποιμενάρχης ενός τέτοιου λαού.
• Ποια η σημασία της θυσιαστικής προσφοράς ενός Ιεράρχη προς την Εκκλησία και τον άνθρωπο;
Ο Επίσκοπος αγαπητή κα Παμπρή, αποτελεί το ορατό σημείο της ενότητος εντός της Εκκλησίας, αφού είναι «Εις τύπον και τόπον Χριστοὐ». Έχοντας ως γνώμονα την Παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, υπακούοντας στα κελεύσματά της, καλείται να διακονήσει το λαό. Έργο και μέλημα κάθε χριστιανού αλλά κυρίως εμάς των κληρικών, είναι να ανοίξουμε τις καρδιές μας για τον συνάνθρωπο, για τον πάσχοντα, για τον ασθενή, για τον καθένα που έχει ανάγκη, γιατί μόνο με ανοιχτή τη δική μας καρδιά θα έρθει και θα κατοικήσει μέσα εκεί ο Χριστός, ο οποίος αποτέλεσε και αποτελεί διαχρονικά τον ορισμό της θυσιαστικής προσφοράς, αφού από απέραντη αγάπη, ήρθε στη γη, κήρυξε τον Λόγο της Αληθείας και στο τέλος επάνω στο Σταυρό, θυσιάστηκε για όλους εμάς.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου