Ρεπορτάζ

Ορισμοί και νομολογία στη διαχείριση έμμισθων δικηγόρων με πάγια αντιμισθία

• Το Ανώτατο Ακυρωτικό δικαστήριο επιλήφθηκε ένδικης διαφοράς γνωστού δικηγόρου της Ρόδου με εταιρεία στην οποία απασχολήθηκε επί σειράν ετών • Η δίκη επαναλαμβάνεται στο Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου τη 17η Ιανουαρίου 2025

Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθ. 509/2024 απόφασή του, ασχολήθηκε με υπόθεση που αφορά στη σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρου της Ρόδου με πάγια αντιμισθία και στις σχέσεις της με τον εντολέα και άλλα συνδεδεμένα πρόσωπα ή νομικές οντότητες.
Η υπόθεση ανέδειξε σημαντικά ζητήματα που άπτονται της ερμηνείας του δικαίου των συμβάσεων, της νομιμότητας των καταγγελιών, καθώς και της προστασίας δικαιωμάτων δικηγόρων στο πλαίσιο επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
Η απόφαση αποτελεί σημαντικό σταθμό στη νομολογία που αφορά στη σχέση μεταξύ δικηγόρων και εντολέων, ειδικά σε περιπτώσεις συμβάσεων έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία.
Αναδεικνύει βασικές αρχές του εργατικού και αστικού δικαίου, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές στις συμβάσεις έμμισθης εντολής δικηγόρων.
Τα κρίσιμα ζητήματα που εξετάστηκαν περιλαμβάνουν την ευθύνη των νομικών προσώπων, τη νομιμότητα της καταγγελίας, τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης και την προστασία των δικαιωμάτων του δικηγόρου. Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά δικηγόρο που διεκδίκησε την καταβολή αποζημίωσης, επιδομάτων και άλλων αξιώσεων από δύο νομικά πρόσωπα.
Η διαφορά επικεντρώθηκε σε ζητήματα συνεντολής, νομιμότητας της καταγγελίας και δικαιωμάτων που απορρέουν από τις συμβάσεις εργασίας.
Ο ενάγων δικηγόρος είχε συνάψει συμβάσεις έμμισθης εντολής με δύο νομικά πρόσωπα, μία ναυτική εταιρεία και μία κοινοπραξία. Οι υπηρεσίες του παρέχονταν και στις δύο οντότητες, οι οποίες συνεργάζονταν σε εμπορικό επίπεδο.
Ο δικηγόρος ισχυρίστηκε ότι υπήρχε κοινή ευθύνη από τα δύο μέρη για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμβάσεις, ενώ υποστήριξε ότι η καταγγελία της σύμβασης από την κοινοπραξία ήταν άκυρη, καταχρηστική και αναιτιολόγητη.
Η πρωτόδικη απόφαση έκρινε ότι οι δύο συμβάσεις ήταν ανεξάρτητες και ότι τα δύο νομικά πρόσωπα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν συνεντολείς.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι η καταγγελία ήταν νόμιμη και σύμφωνη με τις αρχές του δικαίου.
Ο ενάγων προσέφυγε στο Εφετείο και στη συνέχεια στον Άρειο Πάγο, ζητώντας την αναίρεση των αποφάσεων.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου εξέτασε λεπτομερώς τα ακόλουθα θέματα:
– Συνεντολή και περιουσιακή αυτοτέλεια νομικών προσώπων
Η θεμελιώδης αρχή που διέπει τις συμβάσεις έμμισθης εντολής είναι η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η παράλληλη παροχή υπηρεσιών σε δύο νομικά πρόσωπα δεν δημιουργεί αυτόματα συνεντολή, εκτός αν υπάρχει σαφής συμφωνία ή κοινή δράση, που αποδεικνύεται νομικά. Στην προκειμένη υπόθεση, δεν προέκυψε τέτοια συμφωνία.
Επιπλέον, η αυτοτέλεια των νομικών προσώπων προστατεύεται από το δίκαιο, ώστε να αποτρέπονται αυθαίρετες ερμηνείες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραβίαση των οικονομικών και νομικών τους ορίων.
– Νομιμότητα της καταγγελίας
Η νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής εξετάστηκε υπό το πρίσμα του άρθρου 173 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του Κώδικα Δικηγόρων. Ο δικηγόρος υποστήριξε ότι η καταγγελία ήταν άκυρη, καθώς έγινε χωρίς πληρεξούσιο έγγραφο. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η καταγγελία από τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου ήταν νόμιμη και δεν απαιτείται πληρεξούσιο έγγραφο, εφόσον υφίσταται επαρκής εκπροσώπηση από το καταστατικό.
– Καταχρηστικότητα καταγγελίας
Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία ήταν καταχρηστική, επικαλούμενος προσωπική εμπάθεια από την πλευρά του εργοδότη. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν επαρκούσαν για να στηρίξουν τον ισχυρισμό. Ειδικότερα, επισημάνθηκε ότι η καταγγελία δεν υπερέβαινε τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
– Υπολογισμός αποζημίωσης και παροχών
Η απόφαση προσδιόρισε τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας. Σύμφωνα με το δικαστήριο, οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές περιλαμβάνουν την πάγια αντιμισθία, επιδόματα και ΦΠΑ. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε τον ισχυρισμό ότι πρέπει να αφαιρεθεί ο παρακρατούμενος φόρος, υπογραμμίζοντας ότι οι αποδοχές υπολογίζονται στο συνολικό ποσό που δικαιούται ο δικηγόρος.
-Δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης
Η απόφαση έκρινε απαράδεκτη την πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου. Το δικαστήριο θεώρησε ότι η υπόθεση αφορούσε αποκλειστικά ατομική διαφορά και δεν συνιστούσε ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος για το δικηγορικό σώμα. Η απόφαση του Αρείου Πάγου έχει σημαντικές συνέπειες για τη νομική πρακτική και την ερμηνεία των διατάξεων που διέπουν τις έμμισθες εντολές δικηγόρων:
-Η διάκριση μεταξύ ανεξάρτητων συμβάσεων και συνεντολής ενισχύει τη σαφήνεια και τη νομική ασφάλεια στις επαγγελματικές σχέσεις δικηγόρων και νομικών προσώπων.
-Ο καθορισμός του τρόπου υπολογισμού της αποζημίωσης και των παροχών συμβάλλει στην προστασία των δικαιωμάτων των δικηγόρων και διασφαλίζει την πλήρη ικανοποίηση των οικονομικών τους απαιτήσεων.
-Οι προϋποθέσεις για τη νομιμότητα της καταγγελίας παρέχουν χρήσιμες κατευθυντήριες γραμμές για την ορθή τήρηση των διαδικασιών από τους εντολείς.
Η υπόθεση θα απασχολήσει το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου μετά την αναίρεση τη 17η Ιανουαρίου 2025

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου