Ο δάσκαλος και ακαδημαϊκός, ο αιώνιος έφηβος, πέθανε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, προς τα ξημερώματα του Σαββάτου, σε ηλικία 91 ετών καθώς αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός μετά από επιδείνωση της υγείας του το τελευταίο χρονικό διάστημα. Πρόκειται για βαρύτατη απώλεια καθώς θεωρείτο ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους που διαμόρφωσαν την ελληνική μεταπολεμική ζωγραφική μαζί με τον Γιάννη Μόραλη. Με πλούσιο πνευματικό, καλλιτεχνικό και διδακτικό έργο, ύμνησε το ελληνικό φως και χρώμα.
Αρκεί να έχεις βρεθεί μια και μόνο φορά μπροστά σε ένα έργο του για να καταλάβεις τι σημαίνει χείμαρρος χρωμάτων. Αρκεί να έχεις σταθεί λίγα μέτρα πιο μακριά από το τελάρο του και χωρίς να προσέξεις αν έχει ζωγραφίσει ένα φιλικό του πρόσωπο, ένα μπουκέτο φρέσκα λουλούδια ή αν είχε χτίσει από την αρχή με τα χρώματά του τα βράχια της αγαπημένης του Υδρας, να κλείσεις τα μάτια και να γίνουν όλα μπροστά σου χρώμα.
Αυτός ήταν ο Παναγιώτης Τέτσης, ο αλχημιστής των χρωμάτων, όπως τον έχουν χαρακτηρίσει, ο δάσκαλος κι ακαδημαϊκός, ο αιώνιος έφηβος.
Ενα γλυκό του κουταλιού απαραίτητο κέρασμα στο υπόγειο ατελιέ του, στην οδό Ξενοκράτους, καταφύγιο για την τέχνη του τα τελευταία 59 χρόνια. Ενα ποτήρι παγωμένο νερό κι ένα μπουκέτο λουλούδια στο τραπεζάκι, δίπλα στα ασφυκτικά τοποθετημένα τελάρα, τα χρώματα και το τηλέφωνο, μια συσκευή στην οποία απαντούσε μόνο αν ήξερες να τον καλέσεις έχοντας προηγηθεί το κατάλληλο σύνθημα, αλλιώς μπορούσε να κουδουνίζει για ώρες.
Κι εκείνος αεικίνητος, με ευκινησία σχεδόν εφηβική, να ελίσσεται ανάμεσα σε όλα τούτα, να έχει όρεξη να μιλήσει για πολιτική και ιστορία, για τέχνη ή για τον καιρό, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν και συχνά γκρινιάζοντας για όσα τον ενοχλούσαν στη δημόσια ζωή.
Ο «ακαδημαϊκός» έλεγαν όσοι δεν τον γνώριζαν και ήθελαν να δείξουν τον σεβασμό τους. Ο «δάσκαλος» έλεγαν οι περισσότεροι, ακόμη κι ορισμένοι που δεν είχαν περάσει από το εργαστήριο του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, εκεί που δίδασκε από το 1976 ως το 1991 δείχνοντας τον δρόμο σε πολλούς καταξιωμένους σήμερα ζωγράφους, Κι εκείνος προτιμούσε τον δεύτερο τίτλο. Καμάρωνε γι’ αυτόν. Κι ας είχε γευθεί πολλές τιμές στην μεγάλη και γεμάτη συγκινήσεις διαδρομή του, με πλέον πρόσφατη εκείνη της περασμένης Δευτέρας, όταν το Υπουργείο Πολιτισμού του απένειμε το νεοσυσταθέν εικαστικό βραβείο Γιάννης Μόραλης, το οποίο δεν κατάφερε να παραλάβει, καθώς χρειάστηκε να εισαχθεί στο νοσοκομείο.
Γιατί όμως η ζωγραφική του Παναγιώτη Τέτση συγκινούσε τόσους πολλούς; Για ποιο λόγο τα εγκαίνια των εκθέσεων του θύμιζαν διαδήλωση; Και γιατί δύσκολα κάποιος θα προσπερνούσε έναν πίνακα του, χωρίς να εγκλωβιστεί σε αυτόν χρωματικό κυκλώνα που κατάφερνε να δημιουργήσει στα έργα του;
Διότι «η ζωγραφική του είναι μαγική, ευφραίνει τα μάτια και την ψυχή και ταυτόχρονα γυμνάζει το βλέμμα μας ν’ αναζητεί την αποκάλυψη μέσα στο ασήμαντο», εξηγεί η ομότιμη καθηγήτρια στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Μαρίνα Λαμπράκη –Πλάκα. «Το θέμα είναι για αυτόν απλό ερέθισμα: από ένα απλό κανάτι με πινέλα ακουμπισμένο σ’ ένα τραπεζάκι ως τη γεωμετρία της Ύδρας, την ώρα που την αγκαλιάζει ο πρώτος ήλιος και την αποχαιρετά ο τελευταίος, θωπεύοντάς τη με το μελένιο φως του, και ως τη λαϊκή αγορά της Παρασκευής στην Ξενοκράτους, που θα εμπνεύσει στον ζωγράφο τη μνημειώδη ζωφόρο των πενήντα μέτρων».
Κι αν η αλήθεια είναι ότι όλοι λίγο-πολύ έχουμε δει ένα έργο του με τις θάλασσες και τους απόκρημνους βράχους της Υδρας, τα πεύκα της Σίφνου ή τα ολόσωμα πορτρέτα των φίλων του – διότι ο ίδιος δεν έκανε ούτε αυτοπροσωπογραφίες, ούτε δεχόταν παραγγελίες – καθώς μόνο οι ατομικές του εκθέσεις ξεπερνούν τις 90. Οσοι, όμως, έχουν έρθει αντιμέτωποι με τη Λαϊκή Αγορά είναι μια εμπειρία που δύσκολα λησμονιέται. Τελάρα ύψους 2,5 μ. και πλάτους 4 μ. το ένα πλάι στο άλλο γεμάτα ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους, πάγκους γεμάτους φρούτα και λαχανικά, κίνηση…
Νιώθεις σαν να πρόκειται για έναν στρόβιλο που είναι έτοιμος να σε αρπάξει και να σε βάλει και σένα μέσα σε ένα από τα τελάρα, να ακούσεις τους μανάβηδες που διαλαλούν την πραμάτεια τους, να μυρίσεις τη φρεσκάδα των χόρτων που έχουν κοπεί πριν λίγες ώρες, να γευτείς τους χυμούς των φρούτων που «σπαρταράνε» πάνω στους πάγκους.
«Είναι ένα έργο που επιβάλλεται αμέσως στον θεατή», έγραφε ο μεταξύ άλλων παλιός διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνος Καλλιγάς. «Δεν είναι το μέγεθος του, ούτε η έκταση που επιβάλλονται, αλλά ο τρόπος, ο γενναίος τρόπος της εκτέλεσής του. Η σύνθεση δίνει ένα χρωματικό ποίημα της ζωής που είναι τόσο κοντά μας και δεν τη βλέπουμε», συνεχίζει για το έργο που όχι μόνο αναδεικνύει το μέγεθος της ζωγραφικής δεινότητας του καλλιτέχνη, αλλά και το παιγνιώδες πνεύμα του, αφού μέσα στο ετερόκλητο πλήθος που κυκλοφορεί στη λαϊκή αγορά έχει τοποθετήσει και μια ολόγυμνη γυναίκα να κάνει τα ψώνια της.
Και τώρα; Τώρα που ο Παναγιώτης Τέτσης εγκατέλειψε τα εγκόσμια μένει πίσω το φως που πλημμύριζαν τα έργα του. «Τόσο αστείρευτο, γενναιόδωρο κι αληθινό φως που σκέπτομαι πώς αν κάποια στιγμή το σύμπαν σκοτεινιάσει οριστικά, οι πίνακες του Τέτση θα λειτουργήσουν ως γεννήτριες φωτός», γράφει η ακαδημαϊκός και ποιήτρια, Κική Δημουλά.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1925 και το 1940 παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, ενώ την ίδια χρονιά μαθητεύει στον Πικιώνη και τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα. Το 1943 σπουδάζει στο προπαρασκευαστικό τμήμα της “Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών” στην Αθήνα, κοντά στους Δ. Μπισκίνη και Π. Μαθιόπουλο. Ακολουθεί εισαγωγή του στα εργαστήρια της Σχολής, κοντά στον Κ. Παρθένη, απ’ όπου αποφοίτησε το 1949. Μέλος της ομάδας Αρμός Α και αργότερα της ομάδας Αρμός Β, το 1951 διορίστηκε επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου με καθηγητή τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Από το 1953 έως το 1956, εγκαθίσταται στο Παρίσι, με υποτροφία του ΙΚΥ. Εκεί, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού διδάσκεται την τέχνη της χαλκογραφίας.
Από το 1958 έως το 1976 διδάσκει στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών (γνωστή αργότερα ως “Σχολή Βακαλό”), ενώ παράλληλα (έως το 1962) διδάσκει ελεύθερο σχέδιο στη “Σχολή Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου”. Το 1958 το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Τέχνης τον εκλέγει μεταξύ Ελλήνων υποψηφίων, για το διεθνές βραβείο του Μουσείου Γκουνγκενχάιμ, όπου και εκτίθεται το έργο του. Συμμετείχε στην Μπιενάλε του Sao Paulo (1957) και στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1959). Ακολουθεί (1962) το Βραβείο Κριτικών για το έργο “Το Ναυπηγείο”, ενώ το 1970 ορίζεται εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Μπιενάλε Βενετίας. Λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών αρνείται τη συμμετοχή. Το 1976 ο Π. Τέτσης εκλέγεται καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Γ΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής, όπου διδάσκει έως το 1991. Το 1989 η σύγκλητος τον εκλέγει πρύτανη του Ιδρύματος και το 1993 εκλέγεται ακαδημαϊκός. Είχε παρουσιάσει έργα του σε 90 ατομικές και σε πάρα πολλές θεματικές – ομαδικές εκθέσεις.
Με πληροφορίες από Καθημερινή και protagon.gr