Συνέντευξη
στην Πέγκυ Ντόκου
Ο κ. Δημήτρης Ψαρράκης είναι Σύμβουλος Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, για την Ομάδα της «Ελιάς» και των Σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Έχει μεταπτυχιακές σπουδές στα Χρηματοοικονομικά στo Πανεπιστήμιο Harvard και δίπλωμα ειδίκευσης στην Οικονομετρία και τις Ποσοτικές Μεθόδους στο Πανεπιστήμιο Stanford. Είναι μέλος της Αμερικανικής Ένωσης Χρηματοοικονομικών και της Βρετανικής Οικονομικής Εταιρείας.
Σήμερα, μιλάει στην «δημοκρατική» για την αξιολόγηση, για το ‘κλίμα’ που υπάρχει γύρω από την Ελλάδα και την ελληνική οικονομία στο Ευρωκοινοβούλιο ενώ θεωρεί απαραίτητο να επανέλθει η σταθερότητα στη πραγματική οικονομία, αν θέλουμε να σταθεροποιηθεί ο τραπεζικός τομέας στην χώρα. Ειδικά για τον τουρισμό, αναφέρει πως αποτελεί πλέον το άλογο που τραβάει… το «κάρο» της ελληνικής οικονομίας.
Η συνέντευξη αναλυτικά:
• Κύριε Ψαρράκη, να ξεκινήσουμε από την διαδικασία της αξιολόγησης και να ζητήσω από εσάς ένα πρώτο σχόλιο. Η Ελλάδα, τι κερδίζει και τι χάνει κατά την άποψή σας;
Πράγματι ξεκίνησε ως διαδικασία, στην ουσία της όμως η αξιολόγηση, φοβάμαι, πως έχει ήδη ολοκληρωθεί. Η αξιολόγηση δεν είναι, όπως συνήθως νομίζουμε, η επισκόπηση του προγράμματος για την εκταμίευση της δόσης. Είναι, αντίθετα, η έκφραση της εμπιστοσύνης κατευθείαν από τους δανειστές προς τη κυβέρνηση που υλοποιεί το πρόγραμμα. Ας μην έχουμε ψεύτικες φοβίες. Στο τέλος η αξιολόγηση θα κλείσει και θα πάρουμε τη δόση. Ωστόσο είναι αυτό το θέμα μας; Το αντάλλαγμα προκειμένου να αρχίσουν οι συνομιλίες ποιο ήταν; Ένα, να προ-δεσμευτούμε σε μέτρα για τις συντάξεις το 2018, όταν θα έχει ήδη ολοκληρωθεί το πρόγραμμα (!), δύο, να μην υπάρχει συμφωνία για πόσο ακόμα η Ελλάδα θα υποχρεώνεται σε πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5%, και τρία, να μην υπάρχει κλείδωμα της συμφωνίας για την είσοδο της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Με ποδοσφαιρικούς όρους, αν μου επιτρέπετε, οι δανειστές μας είπαν ότι για να συμφωνήσουν να κατέβουν στο γήπεδο, θα έπρεπε η ομάδα μας να συμφωνήσει να χάνει 3-0 πριν την έναρξη του αγώνα. Αν στο τέλος κλείσει η αξιολόγηση και πάρουμε τη δόση, το πολύ-πολύ ο αγώνας να τελειώσει 3-1. Παρακολουθώ από την αρχή των προγραμμάτων όλες τις αξιολογήσεις, ποτέ άλλοτε κυβέρνηση της Ελλάδας δεν υπήρξε τόσο ενδοτική όσο η παρούσα. Είναι πραγματικά αποκαρδιωτική η θέση μας από το 2015 και μετά.
• Πώς είναι το ‘κλίμα’ για την Ελλάδα και την ελληνική οικονομία στο Ευρωκοινοβούλιο; Υπάρχει θετική εικόνα;
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν παραδοσιακά πιο φιλικό προς την Ελλάδα από ό,τι τα άλλα ευρωπαϊκά όργανα. Υπάρχει μάλιστα τον τελευταίο χρόνο και μία ειδική υποεπιτροπή στα πλαίσια της Οικονομικής Επιτροπής, που ασχολείται με την Ελλάδα. Ωστόσο η απογοήτευση είναι πραγματικά μεγάλη. Από την αρχή του τρίτου προγράμματος υπήρχε μία μεγάλη απορία για το πως θα μπορέσει το ΕΚ να βοηθήσει την Ελλάδα όταν η ίδια η χώρα δεν κάνει κάτι για αυτό. Φανταστείτε ότι για να μπούμε στο Τρίτο Μνημόνιο, τα μέτρα που ζητούσε η Επιτροπή ήταν δημοσιονομικά πολύ πιο χαλαρά από αυτά που πρότεινε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Κατόπιν, το πρόγραμμα που θεσπίστηκε και ακολουθείται σήμερα, είναι πολύ διαφορετικό από το Δεύτερο Μνημόνιο. Το πρόγραμμα Σαμαρά-Βενιζέλου, ήταν μεν επροσθοβαρές, αλλά το 50% βασιζόταν στα έσοδα (μείωση μισθών και συντάξεων) και το 50% σε διαρθρωτικές αλλαγές. Το τρέχον πρόγραμμα, αντίθετα, είναι 85% βασισμένο στα έσοδα και μόλις 15% στις διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτό το πλαίσιο το πρότεινε η Κυβέρνηση, όχι η Τρόικα. Και ασφαλώς η δραματική μείωση συντάξεων δεν είναι το μόνο ζήτημα. Η τρομακτική φορολόγηση των επιχειρήσεων είναι ακόμη πιο ανησυχητική καθώς αναστέλλει την ανάπτυξη. Δεν θα ήθελα να το πω ωμά, αλλά φοβάμαι ότι η συστηματική απόπειρα φτωχοποίησης της χώρας και η εξαφάνιση της αστικής μεσαίας τάξης αποτελεί ιδεολογική επιλογή και αποσκοπεί κάπου.
• Βλέπουμε ότι το σενάριο του ‘Grexit’ επανήλθε στις συζητήσεις. Πόσο κινδυνεύουμε από ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Σε μία μόνο πρόταση: Το “GREXIT” ως πραγματικότητα, θα προκαλέσει τόσο σοβαρές επιπλοκές, και θα αναπαράγει τόσο μεγάλες πολιτικές αβεβαιότητες, που, πιστέψτε με, κανείς ηγέτης στην Ευρώπη ή την Ελλάδα δεν είναι τόσο «μεγάλος» ώστε να μπορεί να πάρει και να διαχειριστεί μία τόσο μεγάλη απόφαση.
• Οι ελληνικές τράπεζες είναι ακόμη κάτω από Capital Controls. Εκτμάτε ότι θα καταφέρουν να επανέλθουν στην κανονικότητα και να λειτουργήσει η οικονομία;
Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να επανέλθει η σταθερότητα στη πραγματική οικονομία, αν θέλουμε να σταθεροποιηθεί ο τραπεζικός τομέας. Παρακολουθήστε τους συνολικούς δείκτες. Τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξηθεί δραματικά από τα capital controls και ένθεν, χωρίς να έχει βρεθεί ξεκάθαρη λύση στη διαδικασία των εξωδικαστικών συμβιβασμών. Οι καταθέσεις μειώνονται δραστικά. Οι τράπεζες, παρά τις ενέσεις του EIF και της ΕΙΒ δεν βρίσκουν υγιείς χρηματοδοτικές επιλογές πολύ εύκολα στη πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα αυτό να βυθίζει ακόμη περισσότερο τη προοπτική επιστροφής του τραπεζικού κλάδου σε κερδοφορία. Αν αυτοί οι δείκτες είναι ενάντιοι, όσο και να μειωθεί το κόστος του ELA, δεν μπορεί να αποσοβηθεί, μία και καλή, ο φόβος μίας νέας ανακεφαλαιοποίησης. Το περιβάλλον αυτό αποστερεί τις Τράπεζες από την ευκαιρία να επιτύχουν δυναμική επαναφορά και να τονώσουν την οικονομία. Πιστεύω όμως ότι οι Τράπεζες θα μπορέσουν να παίξουν το ρόλο τους εποικοδομητικά, αν γίνει ορθολογική η οικονομία και επιτέλους διαφανεί ένας ορατός δρόμος εξόδου από το σημερινό τέλμα.
• Φαίνεται ότι ο τουρισμός παραμένει πρώτη πηγή εσόδων για την χώρα μας. Αρκεί όμως μόνο αυτό; Δεν χρειάζεται ένα καλύτερο επιχειρηματικό και φορολογικό περιβάλλον;
Ο τουρισμός, πλέον είναι το άλογο που τραβάει το «κάρο» της ελληνικής οικονομίας. Το ερώτημα, βέβαια, είναι, μπορεί η οικονομία μας να είναι «κάρο» στην εποχή που ζούμε; Και επίσης πόσο μπορεί να τραβάει ο τουρισμός μόνος του, όταν όλο το υπόλοιπο μακροοικονομικό πλαίσιο είναι επισφαλές. Οι τουριστικές μας επιχειρήσεις, και εννοώ οι επιχειρηματίες του χώρου, ανέλαβαν να λύσουν τα προβλήματα που τους δημιουργεί το κράτος και να κρατήσουν τη θέση της Ελλάδας ψηλά μόνοι τους. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε το αυτονόητο, ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι μόνο τουρισμός, και αυτό το κατανοούν πρώτοι οι άνθρωποι του τουριστικού τομέα. Υπάρχουν και άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα για τη χώρα μας, τα οποία θα υλοποιηθούν μόνο αν αναπτύξουμε μία επιχειρηματική νοοτροπία αντίστοιχη με εκείνη του τομέα της Ναυτιλίας και του Τουρισμού. Η Ευρώπη είναι εδώ για να βοηθήσει. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων με συνολική διαθεσιμότητα κεφαλαίων συνολικά περίπου μισό τρις ευρώ, θέλουν να αρχίσουν να μπαίνουν στην Ελλάδα. Η Ελλάδα όμως δεν θέλει να δημιουργήσει ούτε Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων για να επιταχύνει την εισροή φρέσκου χρήματος, ούτε να φτιάξει ένα φορολογικό σύστημα βασισμένο στη κοινή λογική, ούτε να κάνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την απελευθέρωση και χειραφέτηση της επιχειρηματικότητας, ούτε βέβαια καν να ενημερώσει τους πολίτες για τα διαθέσιμα κεφάλαια για την Ελλάδα. Είναι κρίμα πραγματικά, να στιγματίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση σαν ο εχθρός της Ελλάδας, τη στιγμή που υπάρχει διαθέσιμη τέτοια συσώρρευση κεφαλαίου προς χρήση, για την οποία δεν κάνει τίποτα η κυβέρνηση. Πρόκειται για μία περίπτωση ανάλογη με αυτή των μεταναστών. Η Επιτροπή είχε από την αρχή διαθέσει στην Ελλάδα κεφάλαια για την αντιμετώπιση της κρίσης, τα οποία η κυβέρνηση επέλεξε να μη χρησιμοποιήσει, προφανώς διότι η διατήρηση του προβλήματος στην χώρα την διευκόλυνε περισσότερο από την επίλυσή του.