- Ενθυλάκωσε χρήματα του εντολέα του
- Ο Αρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που άσκησε
Με την υπ’ αρίθμ. 198/2015 απόφαση του Ζ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε δικηγόρος, κρατούμενος στο νοσοκομείο Κορυδαλλού, για υπεξαίρεση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας από έναν επιχειρηματία της Λέρου, που απευθύνθηκε σ’ αυτόν για νομική υποστήριξη σε υπόθεση φοροδιαφυγής.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
Ενας κάτοικος της Λέρου, ο οποίος διατηρούσε στο νησί επιχείρηση διάθεσης υγρών καυσίμων, ανέθεσε το έτος 1999 στον κατηγορούμενο, με την ιδιότητα του δικηγόρου, το χειρισμό ποινικής υπόθεσής του για παραβάσεις σχετικές με τη διακίνηση πετρελαιοειδών (λαθρεμπορία, εικονική έκδοση τιμολογίων), που του είχαν καταλογιστεί από την Περιφερειακή Δ/νση Ν. Αιγαίου του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).
Ως αμοιβή για τις υπηρεσίες του στο στάδιο της Ανάκρισης του κατέβαλε το ποσό των 500.000 δρχ.
Στη συνέχεια ο μηνυτής, ενόψει προστίμου, που είχε καταλογισθεί σε βάρος του από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος Νοτίου Αιγαίου για φορολογικές του παραβάσεις, μετά τη διαβεβαίωση του κατηγορουμένου ότι λόγω γνωριμιών στο Υπουργείο Οικονομικών και στη Γενική Δ/νση Τελωνείων είχε τη δυνατότητα να επιτύχει μία ευνοϊκή γι’ αυτόν ρύθμιση, του παρέδωσε στις 7-10-1999 το ποσό των 13.521.520 δρχ. με έμβασμα της Εμπορικής Τράπεζας και στις 13-10-1999 το ποσό των 15.822.696 δρχ με έμβασμα της Αγροτικής Τράπεζας, δηλαδή συνολικά του παρέδωσε 29.344.216 δρχ. ή 86.116,554 ευρώ, με την εντολή να προβεί σε οικονομικό διακανονισμό με το Υπουργείο Οικονομικών σχετικά με πρόστιμο που του είχε επιβληθεί και να καταβάλει τα ποσά αυτά αρμοδίως ώστε να ρυθμιστεί με τον πιο ευνοϊκό τρόπο η εκκρεμότητά του αυτή.
Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος κατέβαλλε μικρότερο ποσό για τη ρύθμιση της οφειλής, υποχρεούτο να επιστρέψει στον εντολέα του το υπόλοιπο.
Προς εξασφάλισή του δε ο μηνυτής έλαβε από τον κατηγορούμενο μία συναλλαγματική ποσού 29.000.000 δρχ., στην οποία δεν αναγράφονταν η ημερομηνία έκδοσης και λήξης, όπως και ο τόπος έκδοσης.
Ο κατηγορούμενος, επί πλέον των ως άνω ποσών, ζήτησε και ποσό 11.000.000 δρχ., το οποίο ο μηνυτής δεν του παρέδωσε.
Κατά τις αρχές Απριλίου του 2000 ο κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον εντολέα του ότι δήθεν κατόπιν διακανονισμού το χρέος του ανήλθε σε 20.000.000 και θα επέστρεφε τα υπόλοιπα.
Όπως όμως διαπίστωσε ο μηνυτής στη συνέχεια, απευθυνόμενος στο Υπουργείο Οικονομικών, ουδείς διακανονισμός είχε γίνει, ο δε κατηγορούμενος, ο οποίος σε ουδεμία ενέργεια είχε προβεί σε εκτέλεση της ανατεθείσης σ’ αυτόν εντολής, αρνιόταν να αποδώσει στον μηνυτή το εισπραχθέν από αυτόν ποσό, ενσωματώνοντάς το έτσι στην περιουσία του, αν και γνώριζε ότι αυτό δεν του ανήκε.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το φερόμενο από αυτόν ως υπεξαιρεθέν ποσό ή μέρος αυτού (το οποίο δεν προσδιορίζει) αποτελούσε νόμιμη δικηγορική του αμοιβή και έξοδα για νομικές ενέργειες στις οποίες προέβη για λογαριασμό του μηνυτή και ότι ο τελευταίος, μετά την καταγγελία της σύμβασης, έπρεπε να αφαιρέσει το ποσό αυτό.
Επίσης, ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι το φερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό ή μέρος αυτού (το οποίο δεν προσδιορίζει) το προβάλλει άλλως σε συμψηφισμό και επίσχεση, διότι αποτελεί τη νόμιμη δικηγορική του αμοιβή και έξοδα.
Οι ισχυρισμοί αυτοί, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι.
Το υπεξαιρεθέν ως άνω ποσό ανερχόμενο συνολικά σε 86.116,554 ευρώ είναι ιδιαίτερης μεγάλης αξίας, ενόψει όμως του ότι υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ όχι όμως και εκείνο των 120.000 ευρώ, ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης.