Στην Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου έχει διαβιβαστεί και εκκρεμεί προς αξιολόγηση η δικογραφία που σχηματίστηκε κατά 9 μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου για απιστία στην υπηρεσία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με αντικείμενο άνω των 120.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες ο Ειδικός Ανακριτής Διαφθοράς διαβίβασε αρμοδίως στην Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου την δικογραφία, περαιωμένη με «τυπικές» κλήσεις καθώς δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις για την τέλεση του ως άνω αδικήματος.
Η υπόθεση άνοιξε μετά την έκδοση Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, με το οποίο αποφασίστηκε, να μην γίνει κατηγορία εις βάρος 9 μελών του διοικητικού συμβουλίου, δύο γενικών διευθυντών και ενός ειδικού οικονομικού συμβούλου, για την πράξη της απιστίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία άνω των 30.000 ευρώ, που φέρονται να τέλεσαν στη Ρόδο, κατά το χρονικό διάστημα από την 18η Οκτωβρίου 2011 έως 30ή Ιουνίου 2013, εις βάρος ιδρυτικού στελέχους της τράπεζας.
Με εισαγγελική παραγγελία κι αφού ελήφθησαν αντίγραφα της τελευταίας δικογραφίας διαβιβάστηκε στο Πταισματοδικείο Ρόδου παραγγελία να διερευνηθεί τυχόν τέλεση του αδικήματος της απιστίας στην υπηρεσία (εις βάρος των συμφερόντων της τράπεζας) κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων, όπως έγραψε η «δημοκρατική», θεωρούν ότι δεν συντρέχει επ΄ ουδενί η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο διενεργείται η Εισαγγελική έρευνα διότι αναφέρεται συγκεκριμένα σε Νομικά Πρόσωπα του Δημοσίου, ενώ η τράπεζα παρά τον συνεταιριστικό χαρακτήρα της είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και πολύ περισσότερο για τον λόγο ότι για την τέλεση του αδικήματος απαιτείται δόλος σκοπού, που στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται.
Θυμίζουμε ότι η έρευνα στηρίζεται στα διαλαμβανόμενα σε διάταξη της πρώην Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου κ. Γεωργίας Δούρου, που έκρινε με επίκληση συγκεκριμένων εγγράφων, ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας, που οδήγησε στην παύση της λειτουργίας της και την θέση της υπό εκκαθάριση, οφείλεται στο ό,τι τα μέλη του Δ.Σ. της Τράπεζας, δεν προέβησαν εγκαίρως στις ενέργειες εκείνες, που ήταν αναγκαίες για τη διόρθωση των οικονομικών μεγεθών, την συγκράτηση των κεφαλαίων και την διάσωσή της.
Μεταξύ άλλων η Εισαγγελέας έκρινε ότι σημαντικός παράγοντας, που συνετέλεσε στην υποκεφαλαιοποίηση της Τράπεζας, υπήρξε η πολύ κακή ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου γενικά και η αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία πιθανολογεί ότι δεν ήταν απότοκος αποκλειστικά της οικονομικής κρίσης, αλλά και της έλλειψης ορθής πιστοδοτικής πολιτικής.
Οι ελεγχόμενοι αρνήθηκαν πλήρως την τέλεση του αδικήματος και δήλωσαν ρητά ότι όλες οι πράξεις που ενήργησαν ήταν σύμφωνες με το ισχύον νομικό και κανονιστικό πλαίσιο και είχαν ως σκοπό την διαφύλαξη της κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας και τη συνέχιση της λειτουργίας της.
Σημείωσαν εξάλλου ότι ουδεμία έκθεση ή πόρισμα έχει εκδοθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ή τον Ειδικό Εκκαθαριστή, που να διαπιστώνει παράβαση των καθηκόντων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ή τέλεση οιουδήποτε αδικήματος.
Τόνισαν επιπλέον ότι η Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου αποτελούσε την τρίτη μεγαλύτερη σε μέγεθος συνεταιριστική τράπεζα της Ελλάδος, μετά την Παγκρήτια Τράπεζα και τη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων. Την 30.06.2013 το ενεργητικό της ανερχόταν σε 283.220.000 €, οι χορηγήσεις σε 266.410.000 € και οι καταθέσεις της σε 245.628.000 €, ενώ απαριθμούσε 22.525 μέλη και 31.276 πελάτες. Ωστόσο, στην τελευταία τριετία λόγω της ύφεσης και της δημοσιονομικής κρίσης παρουσίασε για πρώτη φορά σταθεροποίηση μεγεθών και ζημιογόνες χρήσεις.
Ειδικότερα, η Τράπεζα εμφάνισε για πρώτη φορά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας το έτος 2011, αυτά, δε, οφείλονταν αποκλειστικά στην ύφεση της ελληνικής οικονομίας.
Η Τράπεζα δεν διέθετε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ούτως ώστε να υποστεί ζημίες από την εφαρμογή του PSI, αλλά ούτε και κανένα άλλο «τοξικό» χρηματοοικονομικό προϊόν. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν είχε λάβει κανενός είδους χρηματοοικονομική στήριξη, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις από το Δημόσιο ή άλλο δημόσιο φορέα, από ΝΠΔΔ ή άλλη τράπεζα.
Επεσήμαναν ακόμη ότι η συνεχής και διαρκώς βαθύτερη χρηματοοικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την πρωτόγνωρη αστάθεια του πολιτικού περιβάλλοντος το έτος 2012 και την επακόλουθη κυπριακή κρίση το 2013 είχαν ως αποτέλεσμα αφενός τη ραγδαία αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, που σταδιακά έφθασαν στο 25% – 30% του συνόλου των δανείων για ολόκληρη την τραπεζική αγορά και αφετέρου την απόσυρση σημαντικού μέρους των καταθέσεων της τράπεζας. Επιπλέον, λόγω της βαθιάς ύφεσης, σημαντικό μέρος των συνεταίρων της Τράπεζας ζητούσαν την εξαγορά των συνεταιριστικών τους μερίδων.
Εξήγησαν εξάλλου ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την έναρξη της χρηματοοικονομικής ύφεσης μέχρι και την ανάκληση της αδείας λειτουργίας της Τράπεζας ήταν σε διαρκή επικοινωνία με την ΤτΕ ενημερώνοντάς την για τα μέτρα που ελάμβανε στο πλαίσιο αντιμετώπισης των προβλημάτων κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας. Ουδέποτε καθ’όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα κατεγράφη ή επισημάνθηκε από την ΤτΕ περιστατικό κακοδιαχείρισης ή παράβασης καθήκοντος.
Ως συνήγοροί τους παρίστανται οι δικηγόροι κκ. Εμμανουήλ Μπεντενιώτης,
Αλέξανδρος Κοντογεωργίου, Μαρία-Χριστίνα Βρούχου, Βασιλική Δεστούνη, Στέργος Λεβέντης και Στ. Κιουρτζής.