«Αν οι εχθροπραξίες σταματήσουν το επόμενο διάστημα, τότε πιστεύω ότι θα δούμε μια πάρα πολύ έντονη επαναφορά των κρατήσεων», τόνισε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
Την ανθεκτικότητα του ελληνικού τουρισμού, ο οποίος έχει αποδείξει μετά από 9 χρόνια δημοσιονομικής κρίσης και 2 χρόνια πανδημίας ότι μπορεί να βγαίνει νικητής αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις που εμφανίζονται, ανέδειξε ο Γιάννης Ρέτσος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) στο πλαίσιο δημοσιογραφικής ενημέρωσης, επισημαίνοντας ότι οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και της ακρίβειας, που έχουν πυροδοτηθεί περαιτέρω λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, θα γίνουν ορατές το 2023.
Ο επικεφαλής του ΣΕΤΕ τόνισε ότι η υγειονομική κρίση, εκτός από τη συσσωρευμένη επιθυμία για ταξίδια που δημιούργησε, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια οδήγησε τον μέσο Ευρωπαίο να αποταμιεύσει. «Αυτό το εισόδημα που έχει αποταμιευτεί σε συνδυασμό με την ψυχολογία και την επιθυμία για διακοπές μπορεί να υπερκεράσει φέτος την πραγματική ακρίβεια και τον πολύ υψηλό πληθωρισμό που θα δούμε, να μην επηρεάσει τόσο τη φετινή μετακίνηση και να φανούν οι επιπτώσεις περισσότερο στο απώτερο μέλλον εφόσον, βέβαια, συνεχιστεί αυτή η κατάσταση», είπε, επισημαίνοντας ότι αυτή η εικόνα κάνει πάρα πολύ δύσκολες τις προβλέψεις για τη φετινή πορεία του ελληνικού τουρισμού.
Τόνισε, ωστόσο, ότι με βάση το καλό σενάριο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο ελληνικός τουρισμός μπορεί να πλησιάσει πάρα πολύ τα μεγέθη του 2019, με τις κρατήσεις της τελευταίας στιγμής να φαίνεται ότι θα καθορίσουν εν πολλοίς και φέτος την εξέλιξη της σεζόν. «Αυτό που μπορούμε να πούμε σίγουρα είναι ότι τελικά πόσο θα αυξηθεί το ΑΕΠ θα εξαρτηθεί για μια ακόμα φορά από το πώς θα πάει ο τουρισμός. Αν ο τουρισμός πάει καλά και αν κινηθεί στα νούμερα που εκτιμούσαμε πριν από τον πόλεμο, τότε μπορεί να δούμε και το ΑΕΠ που συνεχώς αναθεωρείται προς τα κάτω, να μας εκπλήξει ευχάριστα όπως έγινε το 2021. Οι συνθήκες φέτος είναι σίγουρα πολύ πιο δύσκολες απ’ ό,τι ήταν το 2021», επεσήμανε ο Γ. Ρέτσος.
Βέβαια, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ τόνισε πως, παρά το γεγονός ότι στην αρχή του 2022 ο ελληνικός τουρισμός επέδειξε ιδιαίτερη δυναμική, ο πόλεμος στην Ουκρανία προκάλεσε τον τελευταίο μήνα «πάγωμα» των κρατήσεων, χωρίς, όμως, να έχουν καταγραφεί ακυρώσεις. «Αυτό το “πάγωμα” που έχει καταγραφεί δεν σημαίνει ότι θα ανατρέψει τη χρονιά, τον σχεδιασμό ή τις προβλέψεις. Αν οι εχθροπραξίες σταματήσουν το επόμενο διάστημα, τότε πιστεύω ότι θα δούμε μια πάρα πολύ έντονη επαναφορά των κρατήσεων. Ο τουρισμός είναι ψυχολογία», είπε χαρακτηριστικά. Επεσήμανε, δε, ότι μεγαλύτερη ανησυχία από τον πόλεμο καθαυτόν προκαλούν οι επιπτώσεις που επιφέρει και αποτελούν συνέχεια μια αλλαγής σε μακροοικονομικό επίπεδο -η οποία έχει καταγραφεί από τους προηγούμενους μήνες-, αναφερόμενος στον πληθωρισμό και στην ακρίβεια, στη διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας και στην αύξηση των τιμών σε πολλά είδη πρώτης ανάγκης.
«Δεν μας ανησυχεί τόσο η ψυχολογία, συνεπεία του πολέμου, θεωρούμε ότι θα ανατραπεί, όσο η επίπτωση που θα έχει στην αγοραστική δύναμη κυρίως των Ευρωπαίων, αλλά και των αγορών πέρα του Ατλαντικού που φαίνεται για πρώτη φορά μετά από 2,5 χρόνια ότι ανακάμπτουν από την πανδημία».
Οι τουριστικές επιχειρήσεις
Εστιάζοντας στις αντοχές που έχουν επιδείξει οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις, ο επικεφαλής του ΣΕΤΕ διαχώρισε «το σύνολο του τουριστικού εισοδήματος από την αποτελεσματικότητα των τουριστικών επιχειρήσεων», επισημαίνοντας ότι τα προβλήματα που καλούνται να διαχειριστούν οι επιχειρήσεις, και δη τα ξενοδοχεία, θα επηρεάσουν τα αποτελέσματά τους στο τέλος του έτους.
«Ο πολύ υψηλός πληθωρισμός και ενδεχόμενη άνοδος των επιτοκίων θα επηρεάσουν τις δανειακές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων», είπε χαρακτηριστικά και τόνισε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 8% θα συμπαρασύρει τους μισθούς στον τουριστικό κλάδο και σε συνδυασμό με το αυξημένο ενεργειακό κόστος θα εντείνουν περαιτέρω τα οικονομικά προβλήματα των επιχειρήσεων.
Ο επικεφαλής του ΣΕΤΕ, ερωτηθείς για την τιμολογιακή πολιτική που θα ακολουθήσουν τα ελληνικά ξενοδοχεία προκειμένου να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι η γειτονική Τουρκία προχωρά σε προσφορές με στόχο την προσέλκυση περισσότερων τουριστών, τόνισε ότι «στόχος των Ελλήνων επιχειρηματιών, και δη των ξενοδόχων, με το βλέμμα στο 2023 είναι να μπορέσουν να πάρουν μεγάλες αυξήσεις. Αν δεν καταφέρουμε να εκμεταλλευτούμε την πολύ θετική για εμάς συγκυρία του πολύ ισχυρού brand και του momentum που έχει η Ελλάδα, καθώς και του καλού προϊόντος -γιατί τα τελευταία χρόνια έχει βελτιωθεί πάρα πού το προϊόν μας σε πολλές περιφέρειες και σε πολλούς προορισμούς και σε πάρα πολλές μονάδες- και να πάρουμε μεγάλες αυξήσεις το 2023 οι επιχειρήσεις θα έχουν πολύ μεγάλα ζητήματα βιωσιμότητας λόγω του αυξημένου κόστους. Επ’ ουδενί δεν τίθεται θέμα χαμηλών τιμών. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στο προϊόν μας και να διεκδικήσουμε μεγάλες αυξήσεις για να παραμείνουν βιώσιμες και ανταγωνιστικές οι επιχειρήσεις».
Επεσήμανε, μάλιστα, ότι η Τουρκία δεν είναι ευθέως ανταγωνιστική ως προς τον τουρισμό και τόνισε ότι «η Ελλάδα έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα πολύ ισχυρό brand ασφαλούς προορισμού που κεφαλαιοποιήσαμε πέρυσι και θα κεφαλαιοποιήσουμε φέτος. Θεωρώ ότι παρά τις τιμές η Ελλάδα θα διεκδικήσει και θα πάρει μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Είναι τελείως διαφορετικό το προϊόν που “πουλάει” η Ελλάδα σε σχέση με την Τουρκία».
Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και η έλλειψη προσωπικού
Αναφερόμενος στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ έκανε λόγο για «πλήρη στρέβλωση του ανταγωνισμού που δεν μπορούμε πλέον να ανεχτούμε». Τόνισε, μάλιστα, ότι μέσα στο επόμενο διάστημα θα κατατεθούν εκ νέου προτάσεις στα αρμόδια υπουργεία με στόχο τη βελτίωση του νομικού πλαισίου, εστιάζοντας στην υποχρέωση του κράτους να ενεργοποιήσει τους κατάλληλους ελεγκτικούς μηχανισμούς και να πάρει θέση απέναντι σε επενδύσεις τέτοιου χαρακτήρα που «δεν είναι καλοδεχούμενες αφού στρεβλώνουν τον τουρισμό».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ στην έλλειψη εργαζομένων στον τουρισμό, τονίζοντας ότι με βάση μελέτη του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ, που αξιοποίησε πρωτογενή στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, πέρυσι μία στις 5 θέσεις, δηλαδή περίπου 52.000 θέσεις, δεν καλύφθηκαν στα ξενοδοχεία. «Πρόκειται για ένα τεράστιο ζήτημα που αφορά όλο το φάσμα της ελληνικής οικονομίας. Λόγω της πανδημίας υπήρξε αλλαγή προσανατολισμού και απώλεια εργαζομένων. Προφανείς και έτοιμες λύσεις δεν έχουμε», είπε ο Γ. Ρέτσος, προαναγγέλλοντας στο πλαίσιο αυτό τη δημιουργία μιας διαδικτυακής καμπάνιας από τον ΣΕΤΕ και την Marketing Greece, με στόχο την ευαισθητοποίηση και την ενημέρωση γύρω από την απασχόληση στον τουρισμό, πόσο ποιοτικές μπορεί να είναι οι θέσεις εργασίας στον κλάδο και πόσο προσφέρονται για δημιουργία καριέρας.