Επειδή μπήκε για τα καλά το καλοκαιράκι, θα σας μιλήσουμε για τον ίμερο, την έντονη επιθυμία για κάτι και, μια που ο καιρός ζέστανε, ας σημειώσουμε ότι νιώθουμε ίμερο για διακοπές. Ὁ ἵμερος, τοῦ ἱμέρου η αρχική λέξη μας, που προέρχεται από το ρήμα ἱμείρω, που σημαίνει ποθώ, θέλω πολύ. Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα *si-smer-jo έχει να κάνει με το θυμάμαι, αλλά και το σκέπτομαι. Επομένως, ο ἵμερος που προκύπτει περιγράφει εκείνη την κατάσταση κατά την οποία η σκέψη μας προσκολλάται σε κάτι, το σκεφτόμαστε έντονα, γινόμαστε μανιακοί να το αποκτήσουμε, γιατί το έχουμε βάλει ως στόχο. Η λέξη είναι παλιά, ομηρική, και την συναντάμε στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε αρκετά σημεία. Στη ραψωδία Ψ, μετά το θάνατο του Πατρόκλου, οι Μυρμιδόνες ετοιμάζονται να αποδώσουν τιμές στο νεκρό. Η αγάπη προς τον πολεμιστή εκφράζεται και με το θρήνο. Γι’ αυτό η Θέτις τον ξεκινά και παρακινεί τους στρατιώτες του Αχιλλέα να έχουν πόθο για το θρήνο. (…μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε… Ἰλ. Ψ 14 – Η Θέτις σήκωσε μέσα τους την επιθυμία για κλάμα). Τι σχέση έχει ο ίμερος με το κλάμα; Έχει, γιατί μέσα από την επιθυμία για το κλάμα, ανακουφίζεται η ψυχή από τον πόνο της απώλειας. Ὁ ἵμερος ήταν και ο έρωτας, ο πόθος για το αγαπημένο πρόσωπο. Μάλιστα με αυτή τη σημασία βλέπουμε τη λέξη να χρησιμοποιείται ως κύριο όνομα στην αρχαιότητα. Κάπως σαν να λένε έναν άνδρα Έρωτα. Είχαμε πολλές λέξεις στο λεξιλόγιό μας παράγωγες ή σύνθετες. Ο ἱμερόφωνος είχε γλυκιά φωνή και ο ἱμερόεις ήταν θελκτικός. Το κομψό διάδημα για τα μαλλιά το έλεγαν ἱμεράμπυκα (ὁ ἱμεράμπυξ, τοῦ ἱμεράμπυκος), γιατί τραβούσε τα βλέμματα πάνω στην όμορφη κόμμωση. Ο δε ἱμεροδερκής έβλεπε με βλέμμα λάγνο, γεμάτο ερωτική επιθυμία. Επειδή η λέξη περιέγραφε την ερωτική ορμή, μάλλον δήλωνε το δέσιμο με μάγια, το ξόρκι, για να μην μπορεί να αποδράσει το αντικείμενο του πόθου από τον ίμερο της αγάπης. Ίμερο νιώθει κανείς για πρόσωπα και για έργα, αισθάνεται, δηλαδή, μια λαχτάρα μεγάλη και δυνατή να δημιουργήσει και να αγαπήσει. Ο ίμερος μετουσιώνεται σε πράξη κι έτσι η λαχτάρα βρίσκει διέξοδο. Ο ίμερος μας κάνει να έχουμε στο μυαλό μας αυτό που θέλουμε. Γι’ αυτό άλλωστε το ἱμείρω είναι ετυμολογικά συγγενές με τη μέριμνα, τη φροντίδα που προϋποθέτει την ενασχόληση της ψυχής και του σώματος με όσα αγαπά.
(με την ετυμολογική βοήθεια του liberal.gr)