Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Ο Βαγγέλης Βενιζέλος προχωρά επίμονα στο ατομικό του πολιτικό εγχείρημα στο τέλος του οποίου, όπως όλα δείχνουν, βρίσκεται ο σχηματισμός αυτοτελούς κομματικού φορέα με πρόταγμα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν στη χώρα να απαγκιστρωθεί από την άγονη γραμμή των Μνημονίων και ανακτήσει τη θέση της ως κανονικού και ισότιμου μέλους της Ε.Ε και της Ευρωζώνης.
Το διήμερο 12 και 13 Ιουνίου στο ξενοδοχείο «Κάραβελ» το οποίο, όπως τεκμαίρεται από το ειδικό βάρος των συμμετεχόντων, προμηνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρον, ο «Κύκλος Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση» του οποίου ηγείται επιχειρεί να συνθέσει τις προτάσεις του για την επάνοδο της χώρας στην κανονικότητα μετά από είκοσι ανοικτές συζητήσεις στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις και μετά από προετοιμασία δεκαοκτώ παραγωγικών μηνών.
Στο εισαγωγικό κείμενο που συνοδεύει την ανακοίνωση, μπορεί εύκολα κανείς να διαπιστώσει τη σύνοψη μιας ολοκληρωμένης προγραμματικής διακήρυξης αρχών για την έξοδο της χώρας από την κρίση, την διαμόρφωση ενός νέου εθνικού αφηγήματος και την επαναφορά της ελπίδας στην κουρασμένη και απαισιόδοξη ελληνική κοινωνία.
Όπως πληροφορείται το reporter.gr η διακριτή υπόδειξη άνωθεν προς τα στελέχη και τους φίλους που στηρίζουν την κίνηση Βενιζέλου, είναι να συγκροτήσουν, έστω ατύπως σε πρώτη φάση, οργανωτικούς πυρήνες ικανούς να μετασχηματιστούν όταν χρειαστεί σε νευραλγικό οργανωτικό ιστό που θα επιτρέψει την κομματική μετεξέλιξη της Κίνησης.
Η Κεντροαριστερά δεν μπορεί…
Είναι πρόδηλο, όπως παρατηρούν στελέχη που κινούνται στον κύκλο του, ότι ο πρώην υπουργός και Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σαμαρά, «δεν βολεύεται» εντός ορίων της σημερινής Κεντροαριστεράς, η οποία αδυνατεί, κατά γενική ομολογία, να υπερβεί ηγετικούς ναρκισσισμούς και ατομικές φιλοδοξίες μικρού βεληνεκούς που αφήνουν εν πολλοίς ασυγκίνητους τους πολίτες.
Δεν είναι δε διόλου συμπτωματική η ψυχρή απόσταση από την οποία παρακολουθεί εδώ και μήνες τις επιτόπιες ασκήσεις και τα χαμηλά δράματα του Κεντροαριστερού χώρου ο οποίος, όπως αναγνωρίζουν και τα ίδια τα στελέχη του, υποφέρει στην πραγματικότητα από έλλειψη ελκυστικών προγραμματικών προτάσεων.
Και είναι εξάλλου γνωστό, ότι επιμένει στην διαμόρφωση ευρέων συγκλίσεων-και με συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αφού προηγουμένως ηττηθεί εκλογικά- εκτιμώντας ότι ο στόχος της αυτονομίας για το ΠΑΣΟΚ και την Δημοκρατική Συμπαράταξη «δεν εξυπηρετείται από την τήρηση ίσων αποστάσεων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ».
Στην προσπάθεια υπέρβασης του υφιστάμενου κομματικού σκηνικού, διακρίνει κανείς ότι ο κ. Βενιζέλος απευθύνει προσκλητήριο «Για την Ελλάδα μετά. Μετά τη δύσκολη εμπειρία της κρίσης, των μνημονίων, της δημαγωγικής ψευδαίσθησης».
Στην πρόσκληση της εκδήλωσης σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Τέσσερα μόλις χρόνια πριν την επέτειο των διακοσίων ετών από την Επανάσταση του 1821 και πέντε μόλις χρόνια πριν την επέτειο των εκατό ετών από τη Μικρασιατική καταστροφή, η Ελλάδα αναζητά ένα καθαρό πρόταγμα που να
ενώνει το έθνος και να δίνει τον τόνο του μέλλοντος σε μια κουρασμένη, δύσπιστη και απαισιόδοξη κοινωνία που εμφανίζει μια διαστρωμάτωση πολύ διαφορετική από αυτή που υπήρχε μέχρι το 2009.
Όλα αυτά μέσα σε μια Ευρώπη που αναζητά ξανά τις προτεραιότητές της και τα σχήματα της πορείας της και μέσα σ´ ένα κόσμο που αναδεικνύει νέους μεγάλους παίκτες και νέους συσχετισμούς μέσα από εντάσεις, ανασφάλειες, απειλές, πολέμους και καταστροφές. Αλλά και μέσα από μια ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη που συνιστά την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και μεταβάλλει το κυρίαρχο παράδειγμα.
«Τα ψέμματα τελειώσανε»
Μετά την ελληνική εμπειρία των τελευταίων οκτώ ετών δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για ψέματα, δημαγωγίες και λαϊκισμούς, ούτε για κοινοτοπίες, γενικολογίες και στρογγυλέματα.
Υπάρχουν προφανείς και αυτονόητες αναπτυξιακές προτεραιότητες που υπαγορεύονται από τη γεωγραφία και την Ιστορία, τους φυσικούς πόρους και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, τις παγκόσμιες τεχνολογικές εξελίξεις, τη ζήτηση στη διεθνή αγορά, τις στρατηγικές επιλογές της ΕΕ στην προοπτική της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, τις υστερήσεις που πρέπει να καλυφθούν.
Για να φτάσουμε όμως σε αυτά πρέπει να λύσουμε τα θεμελιώδη. Να διαμορφώσουμε τις πολιτικές, κοινωνικές και αξιακές προϋποθέσεις που επιτρέπουν στην Ελλάδα να υιοθετήσει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα και να ανακτήσει την ισότιμη και κανονική της θέση ως κράτος μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
«Τι να κάνουμε;»
Να συμφωνήσουμε πως ένα άλλο κράτος/ πολλαπλασιαστής της εθνικής ανταγωνιστικότητας είναι εφικτό καθώς το θεσμικό ζήτημα είναι το πρώτο αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας (με κορυφαίο το θέμα της Δικαιοσύνης, περισσότερο και από το θέμα της δημόσιας διοίκησης).
Να διασφαλίσουμε τις δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις που επί χρόνια λειτουργούν ως αντιαναπτυξιακό φρένο. Να εξετάσουμε πώς μπορεί να συντελεστεί η «επανάσταση του αυτονόητου» όταν όλοι συμφωνούν στις αναπτυξιακές ανάγκες και προτεραιότητες, αλλά λείπει συνεχώς κάτι που εμποδίζει το μετασχηματισμό των διαπιστώσεων σε πρακτικές πρωτοβουλίες.
Να εστιάσουμε στο πεδίο της καινοτομίας και του διανοητικού κεφαλαίου, δηλαδή κυρίως της εκπαίδευσης, της έρευνας και του πολιτισμού με συγκεκριμένες απλές κατά προτίμηση, αλλά ριζικές κινήσεις.
Όλα αυτά μας οδηγούν στο κεντρικό ερώτημα αν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες μπορούν να ξαναονειρευθούν, εάν μπορεί να υπάρξει ένα νέο εθνικό αφήγημα διακόσια χρόνια μετά».