Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι «δημοσκοπικές» εταιρείες μαγειρεύουν νούμερα και «ψαλιδίζουν» διαφορές. Και αυτή η άποψη βασίζεται σε δύο θεωρίες. Η μια παρουσιάζει τις δημοσκοπικές εταιρείες εξαρτημένες από συμφέροντα, ενώ ή άλλη εστιάζει στις μεθοδολογικές ανεπάρκειες των εταιρειών μέτρησης της κοινής γνώμης. Και οι δύο θεωρίες ενέχουν όψεις αλήθειας αλλά στην πραγματικότητα το μεγάλο και ορατό «πρόβλημα» για την πλειοψηφία των εταιρειών μέτρησης της κοινής γνώμης σχετίζεται με την μεθοδολογία, η οποία με τη σειρά της συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική ρευστότητα και την υποχώρηση των αυστηρά κομματικών ταυτίσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη, ιδίως όταν πρόκειται για διαδικασίες που δεν έχουν αυστηρά κομματικό χαρακτήρα, όπως οι δημοτικές και οι περιφερειακές εκλογές. Επειδή όμως δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνουμε ποιο από τα 3 (υποχώρηση κομματικών ταυτίσεων, μεθοδολογία ή εξαρτήσεις) ευθύνεται ανά περίπτωση για το γεγονός ότι η εκάστοτε εταιρεία παρουσιάζει «περίεργα» νούμερα και «περίεργες» μεταβολές, κυρίαρχο κριτήριο αξιολόγησης οφείλει να είναι η ίδια η τελική εκτίμηση τις κάθε εταιρίας.
Του Άγγελου Σεριάτου, υπεύθυνου πολιτικής ανάλυσης της PRORATA
(MSc Political Communication, University of Amsterdam)
Και υπό αυτήν την έννοια θα είχε αξία να θυμηθούμε την αποτυχία των περισσότερων δημοσκοπικών εταίρων ως προς την πρόβλεψη του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, όπου καμία δεν κατάφερε να εκτιμήσει την διαφορά του «όχι» και του «ναι» (διαφορά περίπου 22,5% υπέρ του «όχι»), με τις περισσότερες μάλιστα να παρουσιάζουν μια εικόνα ντέρμπυ ή οριακής επικράτησης του «ναι».
Η Prorata δεν δίστασε τότε όμως να παρουσιάσει αυτό που πράγματι ανίχνευε, δηλαδή μια άνετη επικράτηση του «όχι» έναντι του «ναι».
Πιο συγκεκριμένα, σε μια προσπάθεια ανανέωσης των μεθοδολογικών της εργαλείων (με ταυτόχρονη μέτρηση της διακύμανσης των συναισθημάτων των πολιτών, online panels και συνεργασία με γαλλικές εταιρίες μετρήσεων) δημοσίευσε την διαφορά του «όχι» πριν από την εφαρμογή των capital controls στο 27% και την αδιευκρίνιστη ψήφο στο 13%, ενώ κατά την μέτρηση που διενεργήθηκε μετά την εφαρμογή των τραπεζικών ελέγχων, εκτίμησε την διαφορά περίπου στο 10%, με το ύψος της αδιευκρίνιστης ψήφου στο 17%.
Ας θυμηθούμε τέλος και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε με διαφορά 6,5% έναντι της Νέας Δημοκρατίας.
Δύο ημέρες πριν από την εκλογική αναμέτρηση η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσκοπικών εταιρειών, είτε δεν κατάφερε να προσεγγίσει το πραγματικό αποτέλεσμα, παρουσιάζοντας μια εικόνα ντέρμπυ μεταξύ των δύο κομμάτων, είτε σε ορισμένες περιπτώσεις προέβλεπε ως νικήτρια τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση. Απέναντι σε αυτή τη σκανδαλώδη αστοχία του χώρου, η Prorata, τόλμησε και ξεχώρισε.
Τόλμησε να αναπροσαρμόσει την μεθοδολογία της, αξιοποιώντας όλη την διεθνή επιστημονική εμπειρία στον κλάδο. Τόλμησε να δημοσιοποιήσει ανοιχτά τα ευρήματά της, ενώ παρακολουθούσε ότι αυτά έρχονται σε αντίθεση με το γενικότερο ρεύμα. Τόλμησε εν τέλει και επιβραβεύθηκε από την πραγματικότητα, καθώς προσέγγισε όσο καμία άλλη εταιρεία το τελικό αποτέλεσμα, εκτιμώντας την διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας στο 3% υπέρ του πρώτου (χωρίς αναγωγή αναποφάσιστων).
Η Prorata, ως διαπιστευμένο μέλος της Esomar, διενήργησε και μια σειρά μετρήσεων ενόψει των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, μεταξύ των οποίων και για την περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου αλλά και τον δήμο της Ρόδου, όπου πέτυχε με εντυπωσιακή ακρίβεια να αφουγκραστεί τις στάσεις και τις τάσεις της κοινής γνώμης.
Η εταιρεία κατάφερε να αποτυπώσει με ακρίβεια όχι μόνο την σειρά των υποψηφίων (την οποία ενίοτε δεν κατορθώνουν να προβλέψουν και οι πιο πετυχημένες εταιρείες του χώρου παγκοσμίως, όπως συνέβη σε Ολλανδία, Γαλλία και Η ΠΑ, καθώς καμία επιστήμη δεν είναι τέλεια) αλλά και να κινηθεί εντός των ορίων που επιτρέπει η επιστήμη της Στατιστικής ως προς το ύψος των ποσοστών.
Πιο συγκεκριμένα, για την μεγάλη έρευνα στην Περιφέρεια Αιγαίου (22-23 Μαΐου σε δείγμα 1000 ατόμων) η επιστημονική ομάδα της Prorata προέβλεψε δύο βασικά στοιχεία σε σχέση με το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα: (α) ένα ξεκάθαρο προβάδισμα του κ. Γλυνού για την δεύτερη θέση έναντι των υπόλοιπων ανθυποψηφίων (Ντουνιαδάκης, Κόκκινος, Αττίτης) και (β) μια ξεκάθαρη υπεροχή του κ. Χατζημάρκου έναντι όλων, το ύψος της οποίας δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να μην υπάρξει δεύτερος γύρος, όπως είχε χαρακτηριστικά αναφερθεί και στο αντίστοιχο κείμενο ανάλυσης που συνόδευε την παρουσίαση της έρευνας. Φυσικά, όπως είχε τονιστεί στο ίδιο κείμενο πολιτικής ανάλυσης, το ύψος της αδιευκρίνιστης ψήφου (24%) δεν θα μπορούσε να επιτρέψει μια ασφαλή εκτίμηση για το τελικό αποτέλεσμα αλλά παράλληλα υπογράμμιζε με σαφή τρόπο τις ελάχιστες πιθανότητες ανατροπής της νικηφόρας τάσης που καταγραφόταν υπέρ του κ. Χατζημάρκου. Φυσικά τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν και από το αποτέλεσμα της κάλπης (βλ. πίνακα 1).
Σε σχέση με τις δύο έρευνες που διεξήγαγε η Prorata για τον Δήμο της Ρόδου (18-22 Μαρτίου σε δείγμα 1200 ατόμων & 27 Μαΐου σε δείγμα 1000 ατόμων) τα ευρήματα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακά: Η εταιρεία όχι μόνο προέβλεψε με ακρίβεια την σειρά των συνδυασμών αλλά και την διαφορά των δύο βασικών υποψηφίων στον 1° εκλογικό γύρο. Όπως είχε τονιστεί άλλωστε και στο κείμενο που συνόδευε την παρουσίαση της έρευνας στην εφημερίδα «Δημοκρατική της Ρόδου», ο κ. Καμπουράκης είχε σαφές προβάδισμα νίκης στον πρώτο γύρο, ενώ ο κ. Χατζηδιάκος ακόμα πιο προφανή υπεροχή έναντι των υπολοίπων υποψηφίων (Καρίκης, Κρητικός, Πότσος) για είσοδο στον δεύτερο γύρο.
Το ύψος της αδιευκρίνιστης ψήφου και σε αυτή την περίπτωση (20%) δεν επέτρεπε μια ασφαλή επιστημονικά πρόβλεψη και ως εκ τούτου το τμήμα Πολιτικής Ανάλυσης επέλεξε να παρουσιάσει στο κείμενο ανάλυσης όσα η Στατιστική επιστήμη επέτρεπε να παρουσιαστούν. Εν τούτοις, όπως είχε άλλωστε γραφτεί και στο σχετικό κείμενο «η τάση της εκλογικής συμπεριφοράς των δημοτών της Ρόδου είναι σαφής» (βλ. πίνακα 2).
Και στον δεύτερο γύρο όμως, η Prorata παρουσίασε με ακρίβεια τις σκέψεις της κοινής γνώμης, ανιχνεύοντας την πρόθεση ψήφου προς τον κ. Καμπουράκη στο 51%, την αντίστοιχη προς τον κ. Χατζηδιάκο στο 38%, το ύψος των αναποφάσιστων στο 11% και φυσικά όλα τα ποιοτικά ευρήματα να συνηγορούν υπέρ της νίκης του κ. Καμπουράκη (προβάδισμα σε όλες τις δημοτικές ενότητες, τις ηλικιακές κατηγορίες κ.α.) Και πράγματι, ενώ ο κ. Χατζηδιάκος, όπως αναμένονταν και από τα ποιοτικά στοιχεία της έρευνας (θετικές απόψεις, πιθανή ευρεία στήριξη από πολίτες του «προοδευτικού χώρου» στον δεύτερο γύρο κ.α.) κέρδισε την ψήφο του συντριπτικού τμήματος των αναποφάσιστων πολιτών, εν τούτοις δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να ξεπεράσει το 50% στον δεύτερο γύρο, εκτός αν έπειθε την τελευταία στιγμή ψηφοφόρους του κ. Χατζηδιάκου να αλλάξουν την ψήφο τους, το οποίο όμως γνωρίζουμε εμπειρικά ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο(βλ. πίνακα 3).
Στην πραγματικότητα, η συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια σχετικά με το λεγόμενο «δημοσκοπικο πρόβλημα» δεν είναι πάντοτε εκ του πονηρού. Τα προβλήματα του χώρου των δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα δεν αποτελούν ελληνικό φαινόμενο αλλά απασχολούν την ακαδημαϊκή κοινότητα παγκοσμίως, με μια σειρά αποτυχημένες προβλέψεις σε εκλογικές μάχες υψίστης σημασίας.
Εντούτοις, το αμιγώς «ελληνικό πρόβλημα» έγκειται κυρίαρχα στο ότι κάποιοι άμεσα ενδιαφερόμενοι για το παραγόμενο προϊόν, όπως μερίδα πολιτικών και μέσων ενημέρωσης, είτε από σκοπιμότητα, είτε από άγνοια, λαμβάνουν υπόψη τους αριθμούς, όποτε αυτοί είναι καλοί μαζί τους ή ερμηνεύουν τα νούμερα κατά το δοκούν, παραβλέποντας τα κείμενα των πολιτικών επιστημόνων που συνοδεύουν τις έρευνες. Και στις δύο περιπτώσεις ζημιωμένοι δεν βγαίνουν μόνο ο κλάδος των μετρήσεων της κοινής γνώμης, οι πολιτικοί και τα MM Ε, αλλά συνολικά η Δημοκρατία μας. Και αυτή τουλάχιστον πρέπει να την προστατέψουμε.