Ο κατηγορούμενος που καταζητείται είχε
καταδικαστεί πρωτοδίκως σε κάθειρξη 7 ετών
Ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου θα εξεταστούν δύο δικογραφίες με κατηγορούμενο τον καταζητούμενο Ι. Χ. του Μ., που έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή κάθειρξης 7 ετών για κακουργηματική απάτη σε βάρος της εταιρείας αλλαντικών «Δ. & Χ. ΥΦΑΝΤΗΣ ΑΒΕΕ» και σε ποινή φυλάκισης 3 ετών με 3ετή αναστολή για πλαστογραφία με χρήση των υπογραφών συνεταίρου του σε επιταγές εταιρείας που είχε λυθεί οι οποίες διατέθηκαν στην εταιρεία αλλαντικών «ΝΙΚΑΣ ΑΕ» για την αγορά μεγάλων ποσοτήτων αλλαντικών και τυριών.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο στην πρώτη υπόθεση, που θα εξεταστεί ο κατηγορούμενος, κατά το έτος 2000 αφού έλαβε στην κατοχή του ένα μπλοκ επιταγών από την ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ στο όνομα της εταιρείας «ΕΥΡΩΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ 1 ΕΠΕ» παρέστησε ψευδώς στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας υπό την επωνυμία «ΝΙΚΑΣ ΚΩΣ ΑΕ» ότι η ανωτέρω εταιρεία είναι οικονομικώς φερέγγυα και ότι δύο επιταγές ποσού 88.041 ευρώ έκαστη έχουν εκδοθεί νομίμως, πείθοντάς τον να τις αποδεχτεί ως τίμημα πώλησης εμπορευμάτων.
Η αλήθεια ήταν ότι η ανωτέρω εταιρεία είχε λυθεί το 1999 με πράξη συμβολαιογράφου και ότι οι επιταγές είχαν νοθευτεί από τον κατηγορούμενο αφού στη θέση των εκδοτών είχε θέσει ως δεύτερη υπογραφή κατ’ απομίμηση και άνευ της ρητής συναίνεσης αυτού την υπογραφή του μηνυτή και συνδιαχειριστή της ανωτέρω εταιρείας Κ. Βρ.
Με τον τρόπο αυτό φέρεται να αποκόμισε όφελος ύψους 176.082 ευρώ βλάπτοντας συνάμα την περιουσία της εταιρείας «ΝΙΚΑΣ ΑΕ» με το αντίστοιχο ποσό, αφού οι επιταγές εμφανίσθηκαν προς πληρωμή στην τράπεζα και σφραγίσθηκαν ελλείψει επαρκούς υπολοίπου.
Στη δεύτερη υπόθεση κατηγορούμενος βρέθηκε αρχικώς και απηλλάγη με βούλευμα το 2003 ένα κάτοικος Αθηνών που είχε προσληφθεί στη «ΝΙΚΑΣ ΑΕ» το 1999, ως προϊστάμενος πωλητής. Στο πλαίσιο της απασχόλησής του ήρθε σε επαφή με την εταιρεία «ΙΜΠΕΡΙΑΛ Μονοπρόσωπη ΕΠΕ» που εδρεύει στην πόλη της Ρόδου, της οποίας διαχειριστής ήταν ο Ι. Χ..
Ο συγκεκριμένος αγοραστής ήταν γνωστός του πρώτου κατηγορουμένου από την προηγούμενη θητεία του ως υπάλληλος της εταιρείας «Νίκας» η οποία δραστηριοποιείτο επαγγελματικά σε ομοειδείς εμπορικές δραστηριότητες. Αμέσως μετά την εξεύρεση του συγκεκριμένου πελάτη, Αθηναίος ήρθε σε επαφή με το κεντρικό λογιστήριο της εταιρείας «Δ. & Χ. ΥΦΑΝΤΗΣ ΑΒΕΕ», μέλος του ομίλου επιχειρήσεων της οποίας ήταν και η εγκαλούσα, προκειμένου να ελεγχθεί, η πιστοληπτική του ικανότητα μέσω του λογιστηρίου της. Συγκεκριμένα μέσω του λογιστηρίου της μηνύτριας εταιρείας δινόταν η εντολή στο κεντρικό λογιστήριο της μητρικής εταιρείας «Υφαντής ΑΒΕΕ» να γίνει έλεγχος στην πιστοληπτική ικανότητα και την φερεγγυότητα του αγοραστή μέσω του διατραπεζικού συστήματος «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ». Εφόσον ο συγκεκριμένος πελάτης πληρούσε τις προϋποθέσεις φερεγγυότητας, τότε δινόταν εντολή μέσω συστήματος ON LINE να εγκριθούν πωλήσεις επί πιστώσει προς τον συγκεκριμένο αγοραστή ο οποίος αμέσως ελάμβανε και σχετικό κωδικό με βάση τον οποίο ανοιγόταν και λογαριασμός του συγκεκριμένου πελάτη στο λογιστήριο της εγκαλούσας για την παρακολούθηση των χρεώσεων και πιστώσεων αυτού.
Η διαδικασία αυτή τηρήθηκε και για την εταιρεία του Ι. Χ.. Ο πρώτος κατηγορούμενος φερόταν να είχε διαταχθεί να μην διαθέτει εμπορεύματα στον Ι. Χ. διότι δεν ήταν φερέγγυος πράγμα που δεν επιβεβαιώθηκε από την δικαστική έρευνα που δέχτηκε ότι η εταιρεία και ο πρώτος κατηγορούμενος παρασύρθηκαν από τη συμπεριφορά του Ι. Χ. περί του αξιόχρεου αυτού, καθώς και από την έλλειψη μέχρι της στιγμής εκείνης συγκεκριμένων στοιχείων σε βάρος του, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος «Τειρεσίας».
Η εταιρεία έτσι πώλησε στο χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2000 στον Ι. Χ. εμπορεύματα συνολικής αξίας 165.610.746 δρχ.
Από αυτό τα 20.000.000 δόθηκαν σε μετρητά και τα υπόλοιπα πιστώθηκαν, για την εξόφληση δε αυτών δόθηκαν από τον Ι. Χ. επιταγές.
Οι επιταγές αυτές οι οποίες εκδόθηκαν μεταχρονολογημένες με ημερομηνία λήξεως 4-5 μήνες από τον χρόνο εκδόσεώς τους, αν και εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να πληρωθούν δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως υπολοίπου στους σχετικούς λογαριασμούς.
Από το γεγονός αυτό προκύπτει σαφώς πως η μηνύτρια εταιρεία υπέστη αντίστοιχη οικονομική ζημία, που ανέρχεται στο ποσό των 145.610.746 δρχ. το οποίο αναλύεται στο ποσό των 119.300.000 δραχμών από τις ακάλυπτες επιταγές που είτε εξέδωσε ο δεύτερος κατηγορούμενος ως εκπρόσωπος της εταιρείας του είτε περαιτέρω οπισθογράφησε στην μηνύτρια συν και το υπόλοιπο ποσό από τις διενεργηθείσες πωλήσεις προϊόντων.