Σε μία ήπειρο που μαστίζεται από πολλαπλές κρίσεις, η Ελλάδα παραμένει το “λίκνο” της ευρωπαϊκής δυσλειτουργίας, σημειώνει η Wall Street Journal σε δημοσίευμα με τίτλο: “Ελλάδα και πιστωτές επιστρέφουν σε τροχιά σύγκρουσης”.
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, μπορεί η χώρα να έφυγε από τα πρωτοσέλιδα τους τελευταίους μήνες, ωστόσο οι ποικίλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει παραμένουν θαμμένες κάτω από το κύμα ρευστότητας που φέρνουν τα πακέτα διάσωσης. Παρολ’αυτά η Ελλάδα παραμένει η μεγαλύτερη απειλή για την επιβίωση της Ευρωζώνης. Και αυτό επειδή η ιδιαίτερη περίπτωσή της υποχρεώνει την Ευρωζώνη να κάνει κάτι που μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί ανίκανη να πράξει εκτός υπό ορισμένες συνθήκες έντονου οικονομικού στρες: να λάβει συλλογική πολιτική απόφαση.
Η WSJ αναφέρεται ειδικότερα στη σημερινή συνεδρίαση του Eurogroup στις Βρυξέλλες, λέγοντας πως η απόφαση μοιάζει προφανής: θα πρέπει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και να τεθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι για τα εναπομείναντα δύο έτη της διάρκειάς του. Αυτή η απόφαση με τη σειρά της θα “ξεκλειδώσει” την επόμενη δόση.
Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται. Η WSJ εξηγεί ότι η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν υποσχεθεί στα κοινοβούλιά τους να μην ζητήσουν επιπλέον χρήματα για την Ελλάδα εάν το ΔΝΤ δεν ανανεώσει τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Αλλά το ΔΝΤ δηλώνει ότι δεν θα το κάνει μέχρις ότου διασφαλίσει πως το φορτίο χρέους της Ελλάδας είναι διατηρήσιμο. Για το Ταμείο τίθεται ζήτημα θεσμικής αξιοπιστίας. Έχει ήδη προσυπογράψει δύο αποτυχημένα προγράμματα και είναι αποφασισμένο να μην συμμετάσχει σε τρίτο εάν δεν πειστεί πως η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στις αγορές στο τέλος του προγράμματος.
Η σύγκρουση για το πλεόνασμα
Η σύμπλευση των δύο πλευρών -Ευρωζώνης και ΔΝΤ- εξαρτάται από τη συμφωνία για τους μακροπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, εξηγεί η WSJ. Βάσει των όρων του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, η Ελλάδα δεσμεύεται μεσοπρόθεσμα να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Η Γερμανία θεωρεί πως “μεσοπρόθεσμα” σημαίνει τουλάχιστον ακόμη μια δεκαετία. Το ΔΝΤ, από την πλευρά του, θεωρεί απίθανο η Ελλάδα να καταφέρει να πετυχαίνει τόσο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα για τόσο μεγάλο διάστημα. Λίγες χώρες έχουν καταφέρει κάτι ανάλογο παρελθόν και καμία από αυτές δεν είχε τόσο αδύναμη διακυβέρνηση όσο η Ελλάδα, το πολιτικό σύστημα της οποίας παραδοσιακά υπήρξε διαπερατό από τα αιτήματα των κατεστημένων συμφερόντων.
Στην πραγματικότητα, εξηγεί η WSJ, το ΔΝΤ είναι σκεπτικό για το εάν η Ελλάδα θα καταφέρει να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ακόμη και το 2018 και θα ήταν πιο άνετο με έναν στόχο 1,5% του ΑΕΠ την επόμενη δεκαετία. Ωστόσο, μια τέτοια συμφωνία θα ήταν πολιτικά “τοξική” για τη Γερμανία δεδομένου ότι, βάσει των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωζώνης, πολλές χώρες υποχρεούνται να διατηρούν ανάλογα υψηλά πλεονάσματα για πολλά χρόνια. Φυσικά, όσο χαμηλότερος στόχος τεθεί για το έλλειμμα, τόσο μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους θα χρειαστεί.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο τρόπος επίλυσης αυτού του αδιεξόδου κάθε άλλο παρά ξεκάθαρος είναι. Η αντιπαράθεση έχει ήδη απειλήσει δυο φορές στο παρελθόν να εκτροχιάσει το πρόγραμμα. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν η Γερμανία που έκανε τα στραβά μάτια και αποφάσισε να αποδεσμεύσει χρήματα για την Ελλάδα στη βάση της δέσμευσης από το ΔΝΤ ότι θα “ανέβει στο τρένο” έως τα τέλη του τρέχοντος έτους. Ωστόσο, είναι απίθανο αυτό το πασάλειμμα να λειτουργήσει και τρίτη φορά. Ήδη, το ολλανδικό κοινοβούλιο έχει ξεκαθαρίσει ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ είναι απαραίτητη για να εγκρίνει μελλοντικά άλλη δόση προς την Ελλάδα.
Στο μεταξύ, το “παράθυρο” της ευκαιρίας για την επίτευξη συμφωνίας μπορεί να μην παραμείνει ανοικτό για πολύ καιρό ακόμη. Η Ολλανδία πραγματοποιεί εθνικές εκλογές στα μέσα Μαρτίου, που σημαίνει ότι δεν θα είναι σε θέση να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε συμφωνία από τις αρχές Φεβρουαρίου, οπότε θα διαλυθεί η Βουλή της.
Δύο σενάρια
Οι αξιωματούχοι φοβούνται πως υπάρχουν δύο πιθανοί τρόποι να δοθεί τέλος στο αδιέξοδο. Ο πρώτος είναι η Γερμανία και το ΔΝΤ να προχωρήσουν σε έναν συμβιβασμό για τους μεσοπρόθεσμους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ωστόσο, το τίμημα μιας τέτοιας συμφωνίας θα είναι η Ελλάδα να κληθεί να εμφανίζει πλεόνασμα 3,5% κάθε χρόνο μετά το 2018 και το ΔΝΤ να ζητήσει από την Αθήνα να νομοθετήσει πρόσθετα μέτρα λιτότητας προκειμένου να πειστεί ότι ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν είναι σαφές ότι οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα ήταν ικανή να νομοθετήσει νέα μέτρα, εγείροντας τον κίνδυνο νέας πολιτικής αστάθειας.
Η εναλλακτική κατάληξη είναι να συνεχιστεί το αδιέξοδο έως το καλοκαίρι αλλά και μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου -ένα σημείο στο οποίο η βλάβη που θα έχει υποστεί η ελληνική οικονομία θα είναι τόσο μεγάλη που θα χρειαστεί και τέταρτο πρόγραμμα στήριξης για να παραμείνει στο ευρώ.
Κάθε ένα από τα δύο σενάριο απειλεί να αναζωπυρώσει την ελληνική κρίση του περασμένου έτους. “Διαθέτει, ωστόσο, ακόμη η Ευρωζώνη την ικανότητα λήψης αποφάσεων που απαιτείται για να την ανακόψει;”, αναρωτιέται η WSJ.