Στον μεγαλύτερο κακοπληρωτή εξελίσσεται το ελληνικό Δημόσιο, απειλώντας την ούτως ή άλλως περιορισμένη ρευστότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και σε τελική ανάλυση τη βιωσιμότητά τους, ειδικά εάν οι τελευταίες έχουν ως βασικό πελάτη το κράτος. Ο μέσος χρόνος αποπληρωμής των υποχρεώσεων του κράτους προς ιδιωτικές επιχειρήσεις για την παροχή υπηρεσιών και αγαθών φτάνει με συντηρητικές εκτιμήσεις τους 4,5 μήνες, όπως για παράδειγμα στον κλάδο του real estate, χρόνος πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που συμφωνείται αρχικά και υπερτριπλάσιος από αυτόν που επικρατεί στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι καθυστερήσεις στις πληρωμές είναι τόσο μεγάλες, ώστε οι απαιτήσεις των επιχειρήσεων από άλλες επιχειρήσεις ή από το Δημόσιο μετατρέπονται στην πραγματικότητα σε… «δανεικά κι αγύριστα». Σε ορισμένους κλάδους οι επισφάλειες που διεγράφησαν αντιστοιχούν σχεδόν στο 5% των συνολικών εσόδων, ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο δεδομένης μάλιστα της δυσμενούς συγκυρίας στην οποία καλούνται να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Η έρευνα
Σήμερα η «Καθημερινή» παρουσιάζει στοιχεία για τις καθυστερήσεις πληρωμών σε έξι κλάδους επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, με βάση μελέτη της σουηδικής εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων Intrum. Η Intrum είναι μία από τις κορυφαίες εταιρείες του κλάδου με παρουσία σε 23 ευρωπαϊκές αγορές, ενώ αποτελεί και συνεργάτη της Κομισιόν στο ζήτημα της καθυστέρησης πληρωμών, διενεργώντας σε ετήσια βάση σχετικές μελέτες.
Με τους χειρότερους όρους από τους έξι συνολικά κλάδους φαίνεται να λειτουργεί αυτός του real estate και του χονδρικού και λιανικού εμπορίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης της Intrum ο μέσος πραγματικός χρόνος πληρωμής των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις real estate (κυρίως δηλαδή πληρωμή ενοικίων) ανέρχεται σε 139 ημέρες, σχεδόν δηλαδή δύο μήνες περισσότερο από τον αρχικώς συμφωνηθέντα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί βεβαίως ότι και ο συμβατικός χρόνος πληρωμής (αυτός δηλαδή που έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές) είναι εξαιρετικά μεγάλος. Στην Ευρώπη ο μέσος συμβατικός χρόνος πληρωμής στον κλάδο του real estate, σε ό,τι αφορά πάντα την περίπτωση που πελάτης είναι το κράτος, ανέρχεται σε 35 ημέρες και η απόκλιση με τον μέσο πραγματικό χρόνο πληρωμής είναι μόλις 6 ημέρες. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι ποσοστό 3,9% επί των συνολικών εσόδων του κλάδου θεωρούνται χαμένα… υπέρ πατρίδος.
Στο εμπόριο
Καθόλου καλά δεν είναι τα πράγματα και για το εμπόριο, χονδρικό και λιανικό. Το Δημόσιο συμφωνεί να πληρώσει τις εμπορικές επιχειρήσεις εντός 99 ημερών και τελικά τις πληρώνει εντός 128 ημερών. Στην Ευρώπη, οι αντίστοιχοι χρόνοι είναι επίσης πολύ χαμηλότεροι, 36 και 47 ημέρες. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η καθυστέρηση πληρωμής των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τις εμπορικές επιχειρήσεις προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Κι αυτό διότι επιδεινώνει περαιτέρω τις συναλλαγές ανάμεσα στο εμπόριο και τη βιομηχανία, με την τελευταία να αποτελεί εν προκειμένω τον μεγαλύτερο χαμένο της υπόθεσης. Κάτι λιγότερο από τρεις μήνες είναι ο μέσος χρόνος πληρωμής των υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου στις επιχειρήσεις του πολύπαθου κατασκευαστικού κλάδου, αλλά και προς τις επιχειρήσεις παροχής ενέργειας και ύδρευσης, μεταξύ αυτών η ΔΕΗ και η ΕΥΔΑΠ.
Υπερδιπλάσιος από τον συμβατικό χρόνο πληρωμής είναι ο πραγματικός χρόνος πληρωμής (83 ημέρες αντί για 40) του δημόσιου τομέα προς επιχειρήσεις του κλάδου μεταφορών και logistics. Πρόκειται, μάλιστα, για τον κλάδο όπου καταγράφεται το μεγαλύτερο ποσοστό διαγραφής επισφαλειών, 4,7%, επί του συνόλου των εσόδων του κλάδου.
Η Ελλάδα δεν εφαρμόζει ακόμα την κοινοτική οδηγία για τις καθυστερήσεις
Οι εποχές που το οργανωμένο λιανεμπόριο, κυρίως σούπερ μάρκετ, πλήρωνε τους προμηθευτές έπειτα από ενάμιση χρόνο ανήκουν στο παρελθόν. Η παραλίγο πτώχευση της «Μαρινόπουλος» και η σωτηρία της, αλλά με «κούρεμα» κατά 50% των απαιτήσεων των προμηθευτών, έχει αλλάξει αρκετά, αλλά όχι ακόμη ριζικά, τα συναλλακτικά ήθη. Σύμφωνα με πληροφορίες από την αγορά, σε πολλές περιπτώσεις ο συμβατικός χρόνος πληρωμής είναι 180 ημέρες ή έξι μήνες, ενώ μόνο μια αλυσίδα φέρεται να έχει ως γενικό κανόνα για την πληρωμή των προμηθευτών της τις 60 ημέρες.
Η βιομηχανία πλέον, πιο καχύποπτη σε σύγκριση με το παρελθόν, πρώτον, προχωρεί σε μεγάλο βαθμό στην ασφάλιση πιστώσεων και δεύτερον, δεν διστάζει να σταματάει ή να περιορίζει τις πωλήσεις προς ασυνεπείς πελάτες. Αυτό, βεβαίως, ισχύει στην περίπτωση των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων. Αντιθέτως, οι μικρότερες συχνά είναι απόλυτα εξαρτημένες από λίγες εμπορικές επιχειρήσεις και προτιμούν να μη σταματούν την τροφοδοσία αυτών, προκειμένου τα προϊόντα τους να βρίσκονται στα ράφια. Συχνά, επίσης, υφίστανται πιέσεις για να αποδέχονται μεγαλύτερους χρόνους πληρωμής έναντι μεγαλύτερων προμηθευτών, κάτι που διαπιστώνεται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Από τα στοιχεία της μελέτης της Intrum προκύπτει, εξάλλου, ότι σημαντική είναι η απόκλιση μεταξύ συμφωνηθέντος και πραγματικού χρόνου πληρωμής στις συναλλαγές μεταξύ εταιρειών και στους λοιπούς τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας που εξετάζονται. Η μεγαλύτερη διαφορά καταγράφεται στον κατασκευαστικό κλάδο, όπου ενώ ο μέσος συμβατικός χρόνος πληρωμής είναι οι 54 ημέρες, ο μέσος πραγματικός χρόνος είναι 89 ημέρες.
Πολλά ζητήματα, πάντως, τόσο στις συναλλαγές του κράτους με τις επιχειρήσεις όσο και στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, θα είχαν επιλυθεί εάν εφαρμοζόταν πλήρως η κοινοτική οδηγία 2011/7/E.E. περί καθυστερήσεων πληρωμών.
Γενική αρχή της οδηγίας είναι η πληρωμή τόκων υπερημερίας με επιτόκιο 8% έπειτα από 30 ή 60 ημέρες ανά περίπτωση, όταν οφειλέτης είναι το Δημόσιο, καθώς και από την πρώτη ημέρα μετά την ημερομηνία πληρωμής στις περιπτώσεις που οφειλέτης είναι επιχείρηση. Αν και η οδηγία έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο με τον νόμο 4152/2013, το ίδιο το Δημόσιο δεν την εφαρμόζει, γεγονός που προκάλεσε πριν από μερικούς μήνες την παρέμβαση της Κομισιόν. Συγκεκριμένα, η Κομισιόν απέστειλε συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση, εγκαλώντας την για νομοθεσία που καταργεί τα δικαιώματα των πιστωτών σε τόκους και αποζημίωση.
Αγροτικά προϊόντα
«Ανάσα» σε ένα τουλάχιστον κομμάτι της αγοράς αναμένεται να δώσει το νέο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για τα νωπά και ευαλλοίωτα αγροτικά προϊόντα. Συγκεκριμένα, από την 1η Ιανουαρίου 2018 προβλέπεται, βάσει του νόμου 4492/2017, ότι έμπορος που προμηθεύεται νωπά και ευαλλοίωτα αγροτικά προϊόντα από παραγωγό ο οποίος εκδίδει τιμολόγιο, οφείλει να εξοφλεί το τιμολόγιο του παραγωγού μέσα σε 60 ημέρες από την έκδοσή του. Εάν ο έμπορος παραβεί την παραπάνω διάταξη, του επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 30% της αξίας του τιμολογίου, ενώ σε περίπτωση που υποπέσει στην ίδια παράβαση για τρίτη φορά διαγράφεται για ένα χρόνο από το Ενιαίο Μητρώο Εμπόρων Αγροτικών Προϊόντων, Εφοδίων και Εισροών και δεν του επιτρέπεται η εμπορία νωπών και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων κατά το χρονικό διάστημα της διαγραφής του. Μάλιστα, εάν παρά τη διαγραφή του πουλάει αυτά τα προϊόντα, του επιβάλλεται πρόστιμο 100.000 ευρώ.
Καθημερινή