Ο Κοσμήτορας της Βουλής και Βουλευτής Δωδεκανήσου Βασίλης Α. Υψηλάντης μιλώντας σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής επί του σ/ν Υπουργείου Εργασίας για την ενσωμάτωση, στο εθνικό μας δίκαιο, της Οδηγίας 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρθηκε στις καταστροφικές πλημμύρες της Ρόδου και ζήτησε την άμεση αποκατάσταση των ζημιών και την λήψη σειράς μέτρων για τις υποδομές στη Ρόδο και τα νησιά.
Συγκεκριμένα ο Βασίλης Α. Υψηλάντης στην αρχή της ομιλίας του τόνισε, από το βήμα της Βουλής, τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση του προς τους συμπατριώτες του στη Ρόδο, στους πληγέντες από τις πρωτοφανείς και ισχυρότατες νεροποντές. Συγκεκριμένα είπε: «Επιθυμώ να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σε όλους εκείνους που βοηθούν, από την πρώτη στιγμή, στην αντιμετώπιση της δύσκολης αυτής κατάστασης για το σμαραγδένιο μας νησί. Τους Πυροσβέστες και τις Ειδικές Μονάδες, τα Σώματα Ασφαλείας, τους εργαζόμενους στους ΟΤΑ και τις εθελοντικές οργανώσεις. Η Ρόδος θα σταθεί και πάλι στα πόδια της. Η Κυβέρνηση είναι έτοιμη, όπως διαβεβαίωσε ο υφυπουργός κ. Τριαντόπουλος, να ανταποκριθεί στην αποκατάσταση των ζημιών στα σπίτια και τις επιχειρήσεις. Ο στρατός ήδη συμβάλει στην προσωρινή αποκατάσταση αναγκαίων υποδομών. Μένει η συστηματική και ολοκληρωτική τους αποκατάσταση. Θα ήθελα, με την αναφορά μου αυτή, να παρακαλέσω επίσης για εξέταση αναστολής για ένα 12μηνο των δανειακών, φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων των πληγέντων.»
Στη συνέχεια αναφερόμενος στο νομοσχέδιο τόνισε τα ακόλουθα : « Με στόχο την διασφάλιση της αγοραστικής δύναμης των χαμηλόμισθων εργαζομένων και την προστασία του εισοδήματος τους από οικονομικές διακυμάνσεις, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, εισάγει προς ενσωμάτωση, στο εθνικό μας δίκαιο, την Οδηγία 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για τον υπολογισμό από το 2028 του κατώτατου μισθού που θα καθορίζεται μέσω ενός μαθηματικού τύπου, θα λαμβάνονται υπόψη αντικειμενικά οικονομικά μεγέθη και συγκεκριμένα τον πληθωρισμό, ειδικά για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας, καθώς και την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, που θα καθορίζονται αντικειμενικά από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Οι βασικοί άξονες του νομοσχεδίου είναι ο τρόπος υπολογισμού του κατώτατου μισθού και εκπόνηση σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Από το 2028, όπως προανέφερα, η προσαρμογή του κατώτατου μισθού θα γίνεται κατά το γαλλικό πρότυπο. Στην περίπτωση σοβαρών οικονομικών διακυμάνσεων μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση από το μαθηματικό τύπο, στη βάση αιτιολογημένης γνώμης επιστημονικής επιτροπής που συστήνεται. Στην περίπτωση αυτή θα ακολουθείτε μία διαδικασία διαβούλευσης με ενεργή συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και των επιστημονικών τους ινστιτούτων, διασφαλίζοντας έτσι μία εμπεριστατωμένη και σαφώς διατυπωμένη προσέγγιση. Για τα έτη 2025, 2026 και 2027 διασφαλίζεται μια μεταβατική διαδικασία με την συμμετοχή των εθνικών κοινωνικών εταίρων και της ΑΔΕΔΥ όπου μέσα από διαβούλευση θα διατυπώνουν γνώμη με θεσμικό και ενιαίο τρόπο για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Η χρήση του μαθηματικού τύπου θα ξεκινήσει από τα μέσα του 2027 καθώς απαιτείται και επαρκής χρόνος προσαρμογής. Δυο ακόμα βασικές αρχές : Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων θα αυξάνονται ισόποσα με την αύξηση που θα γίνεται στον κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα και ο κατώτατος μισθός δεν θα μπορεί να μειωθεί σε καμία περίπτωση.
Σχετικά με το σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων πρέπει να επισημάνουμε ότι θα καταρτίζεται μετά από εκτενή διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, θα έχει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για την ενίσχυση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το πρώτο σχέδιο δράσης θα εκδοθεί μετά από ένα έτος από την έναρξη του νομοσχεδίου και θα έχει διάρκεια από ένα έως πέντε έτη. Πρόθεση της κυβέρνησης είναι να ενισχύσει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και να προωθήσει την αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Θα υπάρξει εκτενής συζήτηση με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τις αναγκαίες θεσμικές ενέργειες για την ενίσχυση του πλαισίου. Βασική προτεραιότητα είναι η βελτίωση των αποδοχών των εργαζομένων και η ενίσχυση της αγοραστικής τους δυνάμεις, συνδέοντας τις αυξήσεις με την οικονομική ανάπτυξη.
Επισημαίνω ότι μεταξύ Ιουλίου 2019 και Ιουλίου 2024 ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 28%, ήτοι από 650 € το έτος 2019 σε 830 € το 2024. Ο μέσος μισθός έχει αυξηθεί κατά 21%, από 1036 € τον Ιούλιο του 2019 σε 1252 € σήμερα. Δέσμευση του πρωθυπουργού για κατώτατο μισθό στα 950 € (αύξηση κατά 46% σε σύγκριση με το 2019) και μέσο μισθό στα 1500 € το 2027 (αύξηση κατά 44% σε σύγκριση με το 2019). Έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια για την μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών δίνοντας έτσι κίνητρα για επενδύσεις και προσλήψεις. Μέχρι σήμερα οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν μειωθεί κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες από το 2019, έχει ανακοινωθεί μείωση κατά μία επιπλέον ποσοστιαία μονάδα από 1ης/01/2025, διπλάσια από τον αρχικό προγραμματισμό και μισή ακόμα μονάδα το 2027. Όπως γίνεται αντιληπτό οι μειώσεις αυτές οδηγούν όχι μόνο σε νέες θέσεις εργασίας αλλά και σε περισσότερες επενδύσεις.
Αντίθετα από όσα ισχυρίζεται το ΠΑΣΟΚ ο προτεινόμενος τρόπος καθορισμού του κατώτατου μισθού αποτελεί ασπίδα προστασίας για όλους. Οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν, μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, να συμφωνούν ευνοϊκότερους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, εάν κάτι τέτοιο επιδιώκεται ανά κλάδο, δηλαδή πάνω από τον νομοθετικά κατοχυρωμένο κατώτατο μισθό. Πρέπει όμως να αντιληφθούμε ότι η κοινωνική εταίροι δεν εκπροσωπούν το σύνολο των εργαζομένων. Άρα οι διμερείς διαπραγματεύσεις δεν απεικονίζουν το σύνολο της κοινωνίας αφού όπως παραδειγματικά αναφέρω δεν εκπροσωπούνται οι άνεργοι και οι νέες γενιές. Η μελλοντική πορεία του κατώτατου μισθού βοηθάει στην μείωση της αβεβαιότητας εργαζομένων και εργοδοτών, συνάμα δε ευνοεί τις επενδύσεις, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Τα 22 Κ.Μ της Ε.Ε θεσπίζουν νομοθετικά τον κατώτατο μισθό, ενώ 5 με συλλογικές διαπραγματεύσεις σε κλαδικό κυρίως επίπεδο. Όσον αφορά δε την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ η Κυβέρνηση δεν παίζει το ρόλο του ρυθμιστή, υπάρχει αυτόματη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού βάσει αντικειμενικών μεγεθών, διασφαλίζει τη σταθερότητα ενώ σε καμία περίπτωση δεν μειώνεται. Η Κοινοτική Οδηγία ενσωματώνεται πλήρως στο εσωτερικό μας δίκαιο.
Η Ελλάδα εισάγοντας την Οδηγία αυτή ενισχύει την οριστική και αμετάκλητη επιστροφή της και στην ευρωπαϊκή εργασιακή κανονικότητα κάτι που της έχει διασφαλίσει η Κυβέρνηση της ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.»