Ποινική δίωξη για απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, αδίκημα που φέρεται ότι τελέστηκε στη Ρόδο κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2010 έως 8 Δεκεμβρίου 2013 κατά 9 μελών του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Δωδ/σου, κατά δύο γενικών διευθυντών και κατά ενός ειδικού οικονομικού συμβούλου, άσκησε χθες η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Κυριακή Κλιάμπα σε συνέχεια σχετικής παραγγελίας της Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου κ. Γεωργίας Δούρου.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια αναμενόμενη εξέλιξη μετά την ευδοκίμηση προσφυγής που άσκησε κατά πράξεως αρχειοθέτησης κατ’ άρθρο 47 μηνυτήριας αναφοράς, ιδρυτικό στέλεχος της τράπεζας, κατά των διωκόμενων πλέον μελών της διοίκησης.
Η υπόθεση σε κάθε περίπτωση βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και αναμένεται να ξεκαθαρίσει μετά την ολοκλήρωση της κυρίας ανάκρισης, ενώπιον της τακτικής Ανακρίτριας Ρόδου, όπου οι κατηγορούμενοι θα αναπτύξουν αναλυτικά τους υπερασπιστικούς τους ισχυρισμούς.
Ο μηνυτής, όπως έγραψε η «δημοκρατική», είχε λάβει δάνειο ύψους 111.000 ευρώ, προκειμένου να καλυφθούν επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας του, ενώ ως εγγυητές είχαν συμβληθεί ο ίδιος και η σύζυγός του.
Περί το τέλος του 2010 η εταιρεία του ανέστειλε τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, ωστόσο, όμως, εξυπηρετούσε το αναληφθέν δάνειο, συνέχισε δε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2011, με υπόλοιπο οφειλόμενο την 18.05.2012 ποσό 103.363,32 ευρώ.
Ζήτησε τότε, όπως ισχυρίζεται, να κινηθούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης των μερίδων του, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2012, με αποκλειστικό σκοπό να εξοφληθεί πλήρως, συμψηφιστικά με την τρέχουσα αξία των μερίδων του, το δάνειο της εταιρείας του.
Αυτό δεν του επετράπη όμως από την τράπεζα με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία.
Μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι δεν είχε δοθεί η σωστή εικόνα για την οικονομική κατάσταση της τράπεζας στους συνεταίρους.
Είχε υποβάλει εξάλλου και υπόμνημα ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου στο οποίο διατείνεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, δια της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος, είχε συντάξει πόρισμα τον Αύγουστο του 2012 με το οποίο επιρρίπτονται σαφείς ευθύνες για ορισμένες πράξεις διαχείρισης.
Η Αντεισαγγελέας Εφετών Δωδεκανήσου έκρινε συνοπτικά ότι παρά τις συστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η Συνεταιριστική Τράπεζα δεν βελτίωσε τα χρηματοοικονομικά της μεγέθη, οι δε προσπάθειες αύξησης των κεφαλαίων της υπήρξαν αποτυχημένες, με αποτέλεσμα, να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της και να τεθεί υπό ειδικό καθεστώς εκκαθάρισης.
Θεωρεί παραπέρα ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της τράπεζας, ξεκίνησε από τα τέλη του έτους 2009. Ειδικότερα, όπως εκθέτει στην διάταξη που εξέδωσε, την περίοδο 31-12-2009 έως 31-12-2012 τα συνολικά απασχολούμενα κεφάλαια μειώθηκαν κατά 16%, και οι καταθέσεις κατά 18%. Παράλληλα, διογκώθηκαν τα καθυστερούμενα δάνεια και η κερδοφορία της Τράπεζας, από το 2009, άρχισε να μειώνεται με τα προβλήματα να γίνονται εντονότερα το 2010 και το 2011 μέχρι το 2012, οπότε κατέγραψε ζημίες.
Αποτέλεσμα δε τούτων ήταν η μείωση των Ιδίων Κεφαλαίων και η διαμόρφωση του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας καθώς και του Δείκτη Κύριων Στοιχείων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Core Tier 1 Capital) σε επίπεδο κατώτερο του ελαχίστου επιτρεπομένου από το σχετικό θεσμικό πλαίσιο.
Θεωρεί παραπέρα ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, δεν προέβησαν εγκαίρως στις ενέργειες εκείνες, που ήταν αναγκαίες για την διόρθωση των οικονομικών μεγεθών, την συγκράτηση των κεφαλαίων και την διάσωση της Τράπεζας.
Αναφέρει μεταξύ άλλων ότι έγινε δεκτός μεγάλος αριθμός αιτήσεων εξαργύρωσης μερίδων από 1-1-2011 έως 8-11-2011 και ρευστοποίησης συνεταιριστικών μερίδων σε διάφορους μεριδούχους και μετά την 9-11-2011 με αποτέλεσμα να χαθούν τα αντίστοιχα κεφάλαια και να αποδυναμωθεί έτι περαιτέρω ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, ο οποίος, όπως προανεφέρθηκε, βρισκόταν ήδη κάτω του ελαχίστου προβλεπομένου τότε ορίου του 10%.
Προσέτι δε, από έγγραφα, φέρεται να προέκυψε ότι έτερος σημαντικός παράγοντας, που συνετέλεσε στην υποκεφαλαιοποίηση της Τράπεζας, υπήρξαν, όχι τα δάνεια που έλαβαν οι εγκαλούμενοι (σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει ο εγκαλών, τα εν λόγω δάνεια ελήφθησαν νομίμως, με τα συνήθη επιτόκια, είχαν επαρκή κάλυψη και εξυπηρετούνταν προσηκόντως), αλλά η πολύ κακή ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου γενικά και η αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία πιθανολογείται ότι δεν ήταν απότοκος αποκλειστικά της οικονομικής κρίσης, αλλά και της έλλειψης ορθής πιστοδοτικής πολιτικής.
Στη διάταξη αναφέρεται επιπλέον ότι οι σχηματισθείσες από τα όργανα της Τράπεζας προβλέψεις για μελλοντικές υποχρεώσεις της (λόγω ενδεχόμενης απώλειας επισφαλών απαιτήσεων ή μελλοντικών φορολογικών υποχρεώσεων), υπολείπονταν των προβλέψεων, που έπρεπε να κάνουν βάσει των λογιστικών κανόνων και της ΠΔ/ΤΕ 2442/1999, γεγονός που επηρέαζε τον υπολογισμό του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Η τράπεζα, όπως έγραψε η «δημοκρατική», απορρίπτει τις ως άνω αιτιάσεις της ΤτΕ και έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι ήταν άδικη και προειλημμένη η απόφαση της Ελληνικής Πολιτείας για την αναστολή της λειτουργίας της.
Την υπόθεση χειρίζεται για λογαριασμό του μηνυτή ο δικηγόρος κ. Σέργιος Αναστασιάδης.
Σε εξέλιξη βρίσκεται εξάλλου και δεύτερη έρευνα, που παραγγέλθηκε, για τη διαπίστωση τυχόν τελέσεως του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος από τα μέλη της Επιτροπής Πιστωτικών Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που αποφάσισαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, την εκκαθάρισή της και το διορισμό ειδικού εκκαθαριστή.
Για την υπόθεση, όπως έγραψε η «δημοκρατική», έχουν καταθέσει, μεταξύ άλλων, οι πέντε βουλευτές Δωδεκανήσου, που προτάθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, που υπέβαλαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και οι δικηγόροι κ.κ. Γ. Χαρίτος και Στ. Στεφανίδης, μεριδιούχοι.
Αφορμή για την προκαταρκτική έρευνα προκάλεσαν δημοσιεύματα από τα οποία προέκυπτε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, επέλεξε το επαχθέστερο για την Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου μέτρο, παρότι είχε ληφθεί μέριμνα για την αναβάθμιση του δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας στο 9% και για την πλήρη εξυγίανσή της.
Ανωμοτί καταθέσεις με τις οποίες αντικρούουν, τους ισχυρισμούς των μελών του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας έδωσαν ο πρώην πρόεδρος της Επιτροπής κ. Γ. Προβόπουλος και τα μέλη κ.κ Ιωάννης Παπαδάκης, Υποδιοικητής, Βασιλική Ζάκκα, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος, Σπυρίδων Ζάρκος, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και Μιχαήλ Μιχαλόπουλος, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εργασιών Δημοσίου.
Οι 5 ύποπτοι για κατηγορούμενοι, εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους Αθηνών κ.κ. Ευάγγελο Πουρνάρα και Αντώνιο Παπαδημητρόπουλο, με πολυσέλιδο υπόμνημά τους αρνήθηκαν την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, που τους αποδίδεται, επισημαίνοντας ότι η Τράπεζα της Ελλάδος λειτουργεί με μόνο γνώμονα τη διαφύλαξη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της εμπιστοσύνης των καταθετών σε αυτό.
Υποστήριξαν ότι η ανάκληση της άδειας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου και η θέση της σε εκκαθάριση, στο χρονικό σημείο που αυτή έλαβε χώρα, ήταν επιβεβλημένη καθώς, μεταξύ άλλων, η αδυναμία της να αναλάβει πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση της διαπιστωμένης από την Τράπεζα της Ελλάδος κεφαλαιακής ανεπάρκειάς της, σε συνδυασμό με τη σημαντική επιδείνωση του χαρτοφυλακίου της, καθιστούσε δυσχερή και προβληματική τη συνέχιση λειτουργίας του ίδιου του πιστωτικού ιδρύματος.
Ισχυρίστηκαν μάλιστα ότι η συνέχιση λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος θα δημιουργούσε άμεσα προβλήματα όχι μόνον στους καταθέτες, αλλά θα ενείχε και κινδύνους συστημικής φύσης για τα υπόλοιπα δραστηριοποιούμενα πιστωτικά ιδρύματα στην περιοχή, λόγω της άμεσης αλληλεξάρτησης μεταξύ τους. Διατείνονται ακόμη ότι με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Συνεταιριστικής Τράπεζας προστατεύτηκε και η τοπική οικονομία από τις δυσμενείς συνέπειες που θα είχε η συνεχιζόμενη λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος υπό καθεστώς ανεπάρκειας κεφαλαίων!
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας, η Ειρηνοδίκης Ρόδου, που αναπλήρωνε την Πταισματοδίκη Ρόδου ανέθεσε, με έγγραφό της, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από πραγματογνώμονα με ειδικές γνώσεις οικονομικών και χρηματοπιστωτικών θεμάτων, ο οποίος κλήθηκε να συντάξει έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ιδίως περί του ύψους της ζημίας που προκλήθηκε «από αδόκιμους και άδοξους ή πλημμελείς και δόλιους χειρισμούς της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου και να υποδείξει ποιοί θα ήταν οι ενδεδειγμένοι τρόποι του προβλήματος που ανέκυψε».
Ο πραγματογνώμονας με το ίδιο έγγραφο κλήθηκε να γνωρίσει σχετικά παν ότι άλλο ως εκ της επιστήμης και της πείρας του διαπιστώσει και προς τον σκοπό αυτό να συντάξει πλήρως αιτιολογημένη έκθεση για τα παραπάνω αναφερόμενα ζητήματα.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο πραγματογνώμονας, που ορίστηκε, Ροδίτης οικονομολόγος, κάτοικος Παραδεισίου, δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα το πόρισμά του.