Μια θεμελιώδη εσωτερική αντίφαση που αναμένεται μάλιστα να υπονομεύσει την όποια προσπάθεια για τη δημιουργία ενός «ορθολογικού, δίκαιου και οικονομικά βιώσιμου» ασφαλιστικού συστήματος, περιλαμβάνει το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας, παράλληλα με τις σαρωτικές μειώσεις κύριων και επικουρικών συντάξεων για τους νέους ασφαλισμένους και τις δραματικές αυξήσεις των εισφορών κυρίως για τους αυτοτελώς απασχολούμενους, αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες. Πρόκειται για τον νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων που, όπως η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται, λόγω της παρουσίας της εθνικής σύνταξης αλλά και των κλιμακούμενων συντελεστών αναπλήρωσης καταλήγει σε χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για τα υψηλά εισοδήματα. Οπως μάλιστα εκτιμούν επιστήμονες της κοινωνικής ασφάλισης, η αναδιανομή δεν γίνεται προς όφελος των χαμηλόμισθων, καθώς οι συντάξεις τους παραμένουν κάτω και από τα επίπεδα φτώχειας, αλλά για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής υπέρ των ανασφάλιστων και των μακροχρόνια ανέργων. Οι ειδικοί κρούουν των κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας πως η ανατροπή της όποιας ανταποδοτικής σχέσης μεταξύ εισφορών – παροχών παράλληλα με τις μειώσεις στις συντάξεις, παρά την αύξηση των εισφορών, ανοίγει διάπλατα την πόρτα της εισφοροδιαφυγής και της μαύρης – ανασφάλιστης εργασίας τόσο για τους υψηλόμισθους όσο και για τους χαμηλόμισθους. Μια πολύ πιθανή τέτοια εξέλιξη, μάλιστα, εκτιμούν πως τα αμέσως επόμενα χρόνια θα οδηγήσει εκ νέου το ασφαλιστικό σε κατάρρευση.
Στο υπουργείο Εργασίας παραδέχονται πως η εθνική σύνταξη που δεν είναι η κατώτατη σύνταξη, καθώς σε αυτήν προστίθεται η ανταποδοτική σύνταξη που βασίζεται στο αναδιανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων παροχών, εξασφαλίζει αναδιανομή υπέρ των φτωχότερων και πιο αδύναμων. Βέβαια, με το παλαιό σύστημα, κάποιος με 15 χρόνια ασφάλισης και ιδιαίτερα χαμηλό μέσο μηνιαίο μισθό, της τάξης των 600 ευρώ, λαμβάνει σήμερα τα κατώτατα όρια, ήτοι 486 ευρώ, ενώ με το νέο σύστημα θα λάβει εθνική και ανταποδοτική σύνταξη κοντά στα 440 ευρώ.
Μεταξύ των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούνται κατά της κυβερνητικής πρότασης για το νέο ασφαλιστικό μοντέλο, είναι ότι πρόκειται για ένα «ανέντιμο» σύστημα, που αιφνιδιάζει τους νέους ασφαλισμένους, κυρίως όσους συνταξιοδοτηθούν από το 2018 και μετά, καθώς οι μειώσεις που θα υποστούν σε σχέση με όσους συνταξιοδοτήθηκαν με τους ίδιους όρους εντός του 2015, θα αγγίζουν μεσοσταθμικά το 15%, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υψηλόμισθων (άνω των 2.000 ευρώ) οι μειώσεις θα φθάνουν και το 30%.
Η ανταποδοτική σύνταξη
Το παραπάνω συμβαίνει γιατί αλλάζει ριζικά ο τρόπος υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης, που βάσει του σχεδίου θα γίνεται με κλιμακωτά ποσοστά αναπλήρωσης, τα οποία εξαρτώνται από τον χρόνο ασφάλισης. Για τα πρώτα 15 χρόνια ο συντελεστής είναι 0,8% κατ’ έτος. Από 15 έως 18 χρόνια είναι 0,92% και φτάνει σταδιακά στο 2% για τα 39 έως 42 ή και περισσότερα χρόνια. Αυτό σημαίνει πως η ανταποδοτική σύνταξη σπάει σε κομμάτια ανάλογα με τα πόσα χρόνια ασφάλισης έχει ο συνταξιούχος και καθένα από αυτά υπολογίζεται ξεχωριστά με διαφορετικό συντελεστή.
Το σχέδιο νόμου εισάγει παράλληλα τη σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ. Από το 2016 μάλιστα θα ισχύσουν νέα μειωμένα εισοδηματικά κριτήρια, με στελέχη της ασφάλισης να εκτιμούν πως το επίδομα θα χάσουν περίπου 120.000 άτομα.
Στον αντίποδα, από φέτος χορηγείται επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων 360 ευρώ στους ανασφάλιστους υπερήλικες και σε αυτούς που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, από τον ΟΓΑ, εφόσον είναι άνω των 67, δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται σύνταξη από το εξωτερικό ή οποιαδήποτε ασφαλιστική ή προνοιακή παροχή από την Ελλάδα, μεγαλύτερη από το πλήρες ποσό του επιδόματος.
Καθημερινή