Συζητήθηκε χθες ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου η έφεση που άσκησε ιδρυτικό στέλεχος της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου κατά 12 εντεταλμένων της για την ακύρωση της υπ’ αρίθμ. 179/16.3.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή του με την οποία διεκδικείται αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και για ηθική βλάβη.
Ο ενάγων ισχυρίστηκε στην αγωγή του ότι από το έτος 1996, κατέχει σημαντικό αριθμό συνεταιριστικών μερίδων.
Τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2008, με την ευκαιρία της τότε αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου, απέκτησε, 856 συνεταιριστικές μερίδες (ήδη μετά τη διαίρεσή τους – split – 3424).
Είχε λάβει δάνειο ύψους 111.000 ευρώ, προκειμένου να καλυφθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας του, ενώ ως εγγυητές είχαν συμβληθεί ο ίδιος και η σύζυγός του.
Περί το τέλος του 2010 η εταιρεία ανέστειλε τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, ωστόσο, όμως, εξυπηρετούσε το αναληφθέν δάνειο, συνέχισε δε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2011, με υπόλοιπο οφειλόμενο την 18.05.2012 ποσό 103.363,32 ευρώ.
Κατά την πρόοδο των διαδικασιών εκ μέρους του λογιστηρίου, με σκοπό την πλήρη παύση και το οριστικό κλείσιμο των λογιστικών βιβλίων της εταιρείας και την αναγγελία της παύσης των δραστηριοτήτων της στην αρμόδια ΔΟΥ, ετέθη θέμα πλήρους αποπληρωμής των υποχρεώσεών της προς την υπό εκκαθάριση τελούσα συνεταιριστική τράπεζα.
Ζήτησε τότε, όπως αναφέρει, να κινηθούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης των μερίδων του, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2012, με αποκλειστικό σκοπό να εξοφληθεί πλήρως, συμψηφιστικά με την τρέχουσα αξία των μερίδων του, το δάνειο της εταιρείας του.
Είχε λάβει, όπως υποστηρίζει, ενημέρωση τότε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια, για να προβεί η συνεταιριστική τράπεζα σε διαδικασίες αποχώρησης μελών και ρευστοποίησης συνεταιριστικών μερίδων για λογαριασμό τους, λόγω της επικρατούσας οικονομικής κατάστασης.
Τον Μάιο του 2012, του επιδόθηκε εξώδικο με το οποίο εκαλείτο να τακτοποιήσει το δάνειο με τους τόκους υπερημερίας με την προειδοποίηση λήψεως και δικαστικών μέτρων για την είσπραξη της απαίτησης.
Οπως υποστηρίζει του απάντησαν ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 του καταστατικού της, που αφορά στο χρόνο παραμονής του σαν μέλος αυτής, γεγονός που διαψεύδει.
Όπως ισχυρίζεται, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν απαγόρευε στους εναγόμενους μέλη του διοικητικού συμβουλίου, να προβούν στη διαδικασία λήψης απόφασης αποχώρησής του και εξαργύρωσης των συνεταιριστικών του μερίδων με αποκλειστικό σκοπό την εξόφληση της άνω οφειλής του, συμψηφιστικά.
Ο μεριδιούχος ισχυρίζεται ότι δεν είχε δοθεί η σωστή εικόνα για την οικονομική κατάσταση της τράπεζας στους συνεταίρους, ενώ διατείνεται ότι είχαν ρευστοποιηθεί μερίδες.