Με την υπ΄αριθμ. 4/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) απορρίφθηκε η αίτηση μιας εκ των πλέον γνωστών ανωνύμων εταιρειών πώλησης ειδών αργυροχρυσοχοϊας στο νησί της Ρόδου, για την υπαγωγή της στη διαδικασία εξυγίανσης που προβλέπει ο πτωχευτικός κώδικας.
Η ανώνυμη εταιρεία, που ζήτησε την υπαγωγή της στις ως άνω διατάξεις, δραστηριοποιείται στο νησί από το έτος 1993 με ολοκληρωμένη μονάδα παραγωγής και το μετοχικό της κεφάλαιο ανέρχεται σε 1.250.000 ευρώ, περίπου, διανεμόμενο σε 40.550 μετοχές.
Η εταιρεία έχει οφειλές ύψους 5,2 εκατ. ευρώ σε προμηθευτές, τράπεζες και δημόσιο και έχει εκπονήσει σχέδιο για την ανάκαμψη των οικονομικών της μεγεθών.
Η δυσβάστακτη φορολογία και τα συνεχή εισπρακτικά μέτρα της κυβέρνησης έχουν οδηγήσει σε αβεβαιότητα τους αργυροχρυσοχόους, οι οποίοι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Η αύξηση στην τιμή του χρυσού πάνω από 50% τα τελευταία χρόνια, λόγω των διεθνών οικονομικών συγκυριών και της παγκόσμιας αστάθειας, έχει επηρεάσει αρνητικά τις συνήθειες των καταναλωτών οι οποίοι έχουν μειώσει σε σημαντικό βαθμό τις αγορές κοσμημάτων.
Ο προγραμματισμός της εταιρείας, ανετράπη αιφνιδίως συνεπεία μία σειράς παραγόντων που σχετίζονται τόσο με τις εν γένει οικονομικές συνθήκες της αγοράς όσο και με την αναπτυξιακή της στρατηγική.
Η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τα επιβαλλόμενα μέτρα διαχείρισης του ελληνικού χρέους, που οδήγησαν στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος για το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων καταναλωτών, είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία μείωση του αγοραστικού ενδιαφέροντος γενικότερα, αλλά και ειδικότερα στον τομέα του εμπορίου κοσμημάτων, καθόσον τα προϊόντα αυτά δεν συνδέονται με την κάλυψη βιοτικών αναγκών και κατ’ επέκταση θεωρούνται είδος πολυτελείας, ώστε οι πωλήσεις τους να επηρεάζονται σημαντικά σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, δημιούργησε ένα γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας και οδήγησε στην σταδιακή αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς και των ευρωπαίων πολιτών, γεγονός που έχει αναμφισβήτητο αντίκτυπο και στην εγχώρια αγορά. Η φθίνουσα οικονομική πορεία της εταιρείας, όπως αναφέρεται στην αίτηση της, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εν γένει οικονομική κρίση που έπληξε και την ελληνική αγορά και δημιούργησε πρωτοφανή έλλειψη ρευστότητας και ως εκ τούτου δραστική μείωση του αγοραστικού ενδιαφέροντος, ώστε οι πωλήσεις και ο κύκλος εργασιών της, να σημειώσουν κάθετη πτώση.
Ο δανεισμός της υπήρξε αναπόφευκτος, ωστόσο, η συνεχής ροή της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, επέτρεπε την ομαλή κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων και εξασφάλιζε την περαιτέρω χρηματοδότησή της. Η αύξηση των επιτοκίων και των τραπεζικών τόκων κατ’ επέκταση, σε συνδυασμό με τον διαρκώς μειούμενο κύκλο εργασιών της εταιρείας, είχαν σαν αποτέλεσμα τον εξανεμισμό των κερδών της και τη δυσχέρεια στην κάλυψη των υποχρεώσεών της.
Αρνητικά συνέβαλε επίσης και η αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους της εταιρείας κατά τα τελευταία δύο έτη, συνεπεία αφενός μεν των υψηλών επιτοκίων εκτοκισμού των δανείων της, τα οποία επιβαρύνονται με επιτόκιο υπερημερίας κατά ένα μεγάλο μέρος τους, διότι δεν εξυπηρετούνται κανονικά, αφετέρου δε της ανακεφαλαιοποίησης των τόκων και της ως εκ τούτου αύξησης κατ’ έτος των δανειακών της υπολοίπων.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, κατά το έτος 2010 η επιβάρυνση της εταιρείας από τόκους ανερχόταν στο ποσό των 150.000 ευρώ περίπου, ενώ κατά το έτος 2011 είχε αυξηθεί στο ποσό των 192.000 ευρώ περίπου. Υπό αυτά τα δεδομένα και τις συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας, η εταιρεία προσπαθεί να λειτουργήσει και να εξυπηρετήσει σωρευτικά τις τρέχουσες και υπερήμερες οικονομικές της υποχρεώσεις, διαπραγματευόμενη συγχρόνως με τις πιστώτριες τράπεζες την αναδιάρθρωση του υφιστάμενου δανεισμού.
Η διοίκησης της εταιρείας εκτιμά ότι η επιτυχής κατάληξη των διαπραγματεύσεων με τις δανείστριες τράπεζες και η θέση σε εφαρμογή του προγράμματος λειτουργικής αναδιάρθρωσης που έχει εκπονήσει, σε συνδυασμό με το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προς αποφυγήν της διασποράς των περιουσιακών της στοιχείων, θα την επαναφέρουν σε τροχιά ανάπτυξης και κερδοφορίας και σε θέση να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που διαφαίνονται στην μεταβαλλόμενη εγχώρια αγορά.
Το πρόγραμμα εξυγίανσής της προβλέπει μεταξύ άλλων τη συγχώνευσή της με συγγενική εταιρεία, που δραστηριοποιείται στον τομέα των κατασκευών και της πώλησης ακινήτων και έχει στην ιδιοκτησία της σημαντική ακίνητη περιουσία.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ακίνητη περιουσία της κατασκευαστικής εταιρείας θα εισφερθεί στην εταιρεία και παράλληλα θα μεταφερθούν και οι δανειακές της υποχρεώσεις, οι οποίες, ωστόσο, είναι σαφώς μικρότερου ύψους από την αξία των ακινήτων που μεταβιβάζονται. Τέλος, ενόψει της συγχώνευσης, οι φορείς των δύο επιχειρήσεων έχουν αποφασίσει να εισφέρουν στη νέα εταιρεία επιπλέον δύο ακίνητα ιδιοκτησίας των μετόχων, άλλως αυτά να διατεθούν προς πώληση και το οικονομικό αντίτιμο να κατατεθεί προς μείωση των δανειακών τους υπολοίπων.
Με δεδομένη την ηγετική θέση που κατέχει στην τοπική αγορά και εκμεταλλευόμενη τις θετικές προοπτικές που διαφαίνονται στην ανάπτυξη του τουρισμού, η εταιρεία σκοπεύει να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση των τομέων παραγωγής και πώλησης των προϊόντων της. Εχει ήδη ξεκινήσει την παραγωγή νέων κοσμημάτων δικού της σχεδιασμού και τεχνοτροπίας ενώ προχωρά στην ανάπτυξη ενός αποδοτικότερου συστήματος διαφήμισης και προώθησης των προϊόντων της, συνεργαζόμενη με τουριστικά γραφεία, ναυτιλιακές εταιρείες, ξενοδοχεία και λοιπές επιχειρήσεις, άμεσα σχετιζόμενες με τον τουρισμό, μέσω των οποίων γίνεται ενημέρωση των υποψηφίων πελατών για το είδος και τα προϊόντα της επιχείρησης.
Το δικαστήριο έκρινε την αίτηση απορριπτέα ως απαράδεκτη για τους κάτωθι λογούς:
Η ανώνυμη εταιρία μπορεί μεν να προσκομίζει τις οικονομικές καταστάσεις της (ισολογισμό της) για την τελευταία εταιρική χρήση, ήτοι τη χρήση του έτους 2012, πλην όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι αυτές οι οικονομικές καταστάσεις (της χρήσης 2012) είναι δημοσιευμένες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευσή της, όπως απαιτεί το άρθρο 100§2 ΠτωχΚ, για το παραδεκτό της αίτησης, στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών.
Η δε προσκομιζόμενη από 30-4-2013 έγκριση του εν λόγω ισολογισμού αττό το Διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας δεν μπορεί να αναπληρώσει την ως άνω προϋπόθεση της έγκρισης από την Γ.Σ.
Επιπλέον, δεν προσκομίστηκε για το παραδεκτό της κρινόμενης αίτησης, ούτε η σχετική βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη της προς το Ελληνικό Δημόσιο. Επίσης, παρόλο που στην αίτηση της, η αιτούσα αναφέρει χρέη της προς το ΙΚΑ (έστω και σε ρύθμιση), αυτή δεν επέδωσε την κρινόμενη αίτηση, για το παραδεκτό της συζήτησής της, και στο αρμόδιο ΙΚΑ.
Την υπόθεση χειρίζονται οι δικηγόροι κ.κ. Στέλλα Ρουμπέτη και Ασ. Ασημακόπουλος.