Γυναίκες της σκιάς στις μικρές κοινωνίες της Δωδεκανήσου. Νησιώτισσες του 20ού αιώνα με παγιδευμένα όνειρα, ματαιωμένες προσδοκίες σε δύσκολα χρόνια κατοχής, μετανάστευσης, φτώχειας, επιβίωσης. «Αιχμάλωτες» των καιρών λόγω συνθηκών, ηθών κι εθίμων, λόγω ανάγκης, άγνοιας, μοιρολατρίας. Υπάκουες, αγόγγυστες, σιωπηλές, ακάματες, στωικές. Ενίοτε περήφανες, αυταρχικές, δυναμικές.
Μια εκλαϊκευμένη μελέτη με γλαφυρό κι εμπεριστατωμένο τρόπο αποτελεί το βιβλίο της Ροδίτισσσας συγγραφέως Τίτσας Πιπίνου «Οι γυναίκες της Δωδεκανήσου» (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου). Βιβλίο-λεύκωμα διανθισμένο με σπάνιες παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες από ιδιωτικές συλλογές και φωτογραφικά αρχεία επιλεγμένες από τον συμπατριώτη της έμπειρο φωτογράφο Νίκο Κασέρη, που έχει και την επιμέλεια της έκδοσης (τηλ.: 22410-31857, info@kasseris.gr).
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην ανώνυμη νησιώτισσα. «Τη γυναίκα που δεν ξεχώρισε, δεν έγινε ποτέ γνωστή, που έζησε και έφυγε μέσα στην αφάνεια, γιατί ξόδεψε τη ζωή της σε αυτό που την έταξαν οι συνθήκες ή αυτό που εκείνη θεώρησε μοίρα. Αυτήν, που σε κάποιες περιπτώσεις αντιστάθηκε, ενώ σε άλλες παραδόθηκε χωρίς αντίσταση… Το να ζεις εκείνα τα χρόνια και να είσαι γυναίκα ήταν μια πολύ δύσκολη και θλιβερή υπόθεση. Ολα όσα σήμερα εμείς θεωρούμε απλά και αυτονόητα, τότε ήταν όχι απλώς πολύπλοκα και αδιανόητα, αλλά στη σφαίρα του εξωπραγματικού. Στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα βιβλίο των “δεν”, των “μην” και των “όχι”! Δηλαδή των απαγορεύσεων, των αρνήσεων και του περιορισμού της ελευθερίας», τονίζει στον πρόλογό της η Πιπίνου.
«Είναι η εποχή των γιαγιάδων και των μανάδων μας, των χρόνων πριν από την τουριστική μεταμόρφωση των νησιών και της κοινωνίας μας… Το βιβλίο αυτό ας αποτελέσει έναν ελάχιστο φόρο τιμής στις αφανείς προγόνους μας», σημειώνει ο Νίκος Κασέρης.
Διαβάζοντάς το, ήρθε στο νου η θαυμάσια ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Μικρά Αγγλία» από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη. Στο συγκεκριμένο βιβλίο έχουμε τέτοια απίθανα αλλά βγαλμένα από τη ζωή περιστατικά, προσφερόμενα για πλούσιο κινηματογραφικό υλικό.
Αγραφοι κώδικες
Η συγγραφέας δίνει το στίγμα του χώρου και του χρόνου, του κοινωνικού και ατομικού πλαισίου στο οποίο βρισκόταν τα Δωδεκάνησα τα παλιότερα χρόνια, ένα περίεργο κράμα… πατριαρχίας και μητριαρχίας. Καταγράφει άγραφους κώδικες συμπεριφοράς αναφέροντας αρκετά συμβάντα και περιστατικά που έχει ερευνήσει η ίδια ή της έχουν εκμυστηρευτεί γυναίκες από κείνα τα μέρη. Ιδού μερικά θέματα που θίγει από την εκατό σελίδων αξιοπρόσεκτη έρευνά της.
* Η προνομιακή θέση της πρωτότοκης κόρης στην Κάρπαθο, της «κανακαράς» όπως λέγεται, είναι ένα εθνογραφικό φαινόμενο στην ελληνική επικράτεια, το οποίο σχεδόν φτάνει στις μέρες μας. Στο απομακρυσμένο και με πανάρχαιες παραδόσεις χωριό Ολυμπος του νησιού, η πρώτη κόρη έπαιρνε την περιουσία της μητέρας της (ο πρώτος γιος έπαιρνε του πατέρα). Για τη δεύτερη και την τρίτη έμεναν ελάχιστα, με αποτέλεσμα να πέφτει η αξία τους στην ντόπια γαμήλια αγορά και να είναι υπηρέτριες της μεγαλύτερης αδελφής.
«Αυτές οι ριγμένες γυναίκες θα μεγάλωναν παιδιά που δεν ήταν δικά τους, θα φρόντιζαν σπίτια και χωράφια που δεν τους ανήκαν… Πολλές από αυτές δεν θα παντρευτούν ποτέ κι αν τύχει κάποιος να παραβλέψει την έλλειψη προίκας και τις ζητήσει σε γάμο, οι γονείς ή η μεγάλη αδελφή θα αντιταχθεί γιατί με αυτόν τον τρόπο θα στερηθεί δωρεάν εργατικά χέρια. Είναι είδος δουλείας που δεν στηρίζεται στη βία, αλλά στο συναισθηματικό τους δέσιμο με την οικογένεια και στην αποδοχή από τη μεριά τους ενός κοινωνικού συστήματος που είναι παντελώς άδικο. Δεν διαμαρτύρονται, δεν εξεγείρονται αλλά το δέχονται φυσικά και μοιρολατρικά» (παρόμοιες περιπτώσεις στη μοιρασιά της οικογενειακής περιουσίας υπήρχαν σε Νίσυρο και Τήλο).
* Ο γάμος ήταν υπόθεση οικογενειακή και ποτέ επιλογή του κοριτσιού. «Ο μόνος τρόπος για να παντρευτεί μια γυναίκα ήταν το προξενιό… Δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί. Οπως ήταν μαθημένο να υπακούει τον πατέρα, αργότερα θα συνέχιζε να υπακούει τον σύζυγο. Είχε εξοικειωθεί με την υποταγή από πολύ νωρίς… Τότε θεωρούνταν μεγάλη επιτυχία να έχουν για σύζυγο πρώτον γιατρό, δεύτερον δικηγόρο, τρίτον μηχανικό ή δάσκαλο. Σ’ αυτό το πρωτόγονο σύστημα αξιολόγησης υπάκουαν φυσικά και οι αξιώσεις των γαμπρών με τη σειρά τους».
Στην Κω, όταν μια νεαρή γυναίκα ερωτεύτηκε έναν κτηνοτρόφο, η μάνα, που είχε μεγάλες προσδοκίες για την κόρη της, αντιτάχτηκε με κάθε τρόπο. Η οικογένειά τους δεν ήταν από αυτές που θα μπορούσαν να συμπεθερέψουν με έναν κτηνοτρόφο και την οικογένειά του, που τη θεωρούσαν παρακατιανή για τα μέτρα του χωριού τους. Η κόρη δεν υποχωρούσε. Η μάνα τότε πήρε τα προικιά της, δηλαδή όλα τα σεντόνια, τις πετσέτες, τραπεζομάντιλα, κεντήματα, κ.ά. και αφού τα έκανε ένα σωρό στο κέντρο του χωραφιού τους, έβαλε φωτιά και τα έκανε στάχτη.
* Ολη η ιστορία των γυναικών αυτών μιλά για περιορισμούς και απαγορεύσεις. Οι αλλαγές θα έρχονταν αναπόφευκτα μόνο τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα με τη μετανάστευση, τον τουρισμό και κυρίως τη μόρφωση.
«Στα περισσότερα χωριά της Ρόδου δεν υπήρχε περίπτωση η γυναίκα να πει δημόσια τη γνώμη της ή να σταθεί πλάι στο σύζυγο. Πολύ πρόθυμα ήταν ένα βήμα πίσω, ή ένα σκαλί πιο κάτω… Στα επίσημα τραπέζια η γυναίκα δεν παραβρίσκεται ποτέ. Αν και ετοιμάζει η ίδια τα πάντα, αν και πηγαινοέρχεται κουβαλώντας τα εδέσματα, δεν θα καθίσει να απολαύσει το φαγητό μαζί με τους καλεσμένους. Το καθήκον είναι μόνο να ευχαριστηθούν οι άλλοι».
Μια απλή, αθώα κίνηση ήταν ικανή να παρεξηγηθεί, ενώ η οικογένεια αναλάμβανε, όχι σπάνια με βάρβαρα μέσα, να προφυλάξει την κοπέλα. Ενα κορίτσι στο Καστελόριζο πιθανόν από ανάγκη να αγναντέψει τη θάλασσα και να δροσιστεί από τη ζέστη που επικρατούσε μια μέρα στο νησί, ένιωσε την επιθυμία να ανοίξει το παράθυρο και να ακουμπήσει στο περβάζι. Ο πατέρας από το καφενείο στην άλλη άκρη του κόλπου την είδε. Θύμωσε τόσο πολύ που γύρισε αμέσως σπίτι, τη χαστούκισε και της απαγόρευσε να ξαναβγεί από το σπίτι για καιρό.
Η 60χρονη σήμερα Αρετή δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Η μητέρα της από την Κάλυμνο, όταν τη γέννησε, την άφησε στο ορφανοτροφείο θηλέων της Ρόδου συνεχίζοντας τη ζωή της σαν να μην υπήρχε το παιδί της.
Κρυφός πόνος
Τελειώνοντας το Δημοτικό και το Γυμνάσιο στη Ρόδο και διαμένοντας πάντα στο ορφανοτροφείο που την ευθύνη του είχαν καλόγριες, η Αρετή λίγες φορές είδε τη μητέρα της όλα αυτά τα χρόνια. Σπούδασε μαία στην Αθήνα και δούλεψε σε νοσοκομεία και κλινικές. Η μητέρα της παντρεύτηκε έναν άντρα με δυο γιους από προηγούμενο γάμο. Στο σύζυγό της, αν και είναι σήμερα παντρεμένοι 25 χρόνια, δεν ομολόγησε ποτέ την ύπαρξη της κόρης της. Θεώρησε ότι έπρεπε να συνεχίσει να απαρνιέται την κόρη της, αν ήθελε να διατηρήσει το γάμο της. Μάνα και κόρη συνέχισαν να μη συναντιούνται παρά σπάνιες φορές, σαν τους κλέφτες.
Η Αρετή, ό,τι και να της συμβεί, δεν μπορεί να κάνει το αυτονόητο, να σηκώσει το τηλέφωνο και να μιλήσει στη μητέρα της, γιατί απλά για τη νέα της οικογένεια ποτέ δεν υπήρξε. Η Αρετή ζει μόνη της στην Αθήνα και δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Η συγγραφέας σκιαγραφώντας αυτές τις κατακερματισμένες εικόνες γυναικών, αφουγκράζεται τις εκκωφαντικές σιωπές τους, τον κρυφό πόνο τους, τις χαμένες ζωές τους. Δεν παραλείπει κάποιες στιγμές να παρουσιάσει και άντρες εκείνης της εποχής, βασανισμένους και ταλαιπωρημένους στην προσπάθειά τους να καζαντίσουν και να αποκατασταθούν διαθέτοντας φιλότιμο και αξιοπρέπεια.
Πηγή enet