Ρεπορτάζ

Ακυρες όλες οι χρησικτησίες εκκλησιαστικών ακινήτων στα Στεγνά!

  • ΑΠΟΦΑΣΗ «ΒΟΜΒΑ» ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
  • Δημιουργείται μείζον θέμα για τις ιδιοκτησίες εκατοντάδων πολιτών στην παραθαλάσσια περιοχή
  • Η υπόθεση αναμένεται να εξεταστεί για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από τον Αρειο Πάγο

Μείζον θέμα, που αναμένεται να ξεκαθαρίσει ενώπιον του Αρείου Πάγου, δημιούργησε απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου, που εκδόθηκε χθες, με την οποία κρίνονται άκυρες, εμμέσως πλην σαφώς, όλες οι χρησικτησίες εκκλησιαστικών ακινήτων στα Στεγνά Αρχαγγέλου.

Το Εφετείο Δωδεκανήσου επιλήφθηκε εφέσεως που άσκησε η Ιερά Μονή Τσαμπίκας Αρχαγγέλου για την ακύρωση αποφάσεως με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση χρησικτησίας, που υπέβαλε για ένα ακίνητο επιφανείας 130 τ.μ., τμήμα αγρού έκτασης 86.280,25 τ.μ. ευρισκομένου στην τοποθεσία «Στεγνά», νομικής φύσης αρζί – μιρί, ένας κάτοικος της Ρόδου.
Ο αγρός αυτός είναι εγγεγραμμένος από αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή στο όνομα της εναγομένης Ιεράς Μονής Τσαμπίκας Αρχαγγέλου.
Από την εγγραφή αυτή (αρχική, όπως συνομολογείται) και καταστάσα αμετάκλητη αποδεικνύεται κατ’ αμάχητο τεκμήριο, η εκ μέρους της εναγομένης κτήση του δικαιώματος τούτου πριν από την έναρξη της καταρτίσεως του Κτηματολογίου και η διατήρηση του υπέρ της ως άνω δικαιούχου εξακολουθητικά μέχρι την 28-4-1952 που δημοσιεύθηκε ο ν. 2100/1952 (εφόσον δεν υπάρχει νεώτερη εγγραφή περί εκπτώσεως από το δικαίωμα τούτο με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπονται στα άρθρα 68 και 69 του Κτημ. Κανονισμού Δωδεκανήσου), με τον οποίο αποσβέσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί του επιδίκου και η εναγομένη απέκτησε την πλήρη κυριότητά της.
Όλο το ακίνητο, όπως επισημαίνεται, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο αφενός αποκτήθηκε αυτοδικαίως κατά πλήρη κυριότητα από την Ιερά Μονή, και αφετέρου, μεταβλήθηκε η νομική του φύση, ήτοι από «αρζί – μιρί» κατά παραχώρηση δημόσια γαία, απέκτησε τη νομική φύση «μουλκ» (ελευθέρας κυριότητας) και επομένως έκτοτε αντιτάσσεται κατά της Ιεράς Μονής η κατ’ άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού κτητική παραγραφή, στην οποία στηρίζεται και η κρινόμενη αγωγή.
Το δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης της Ιεράς Μονής σύμφωνα με τον οποίο ισχυρίζεται ότι τα εκκλησιαστικά δικαιώματα είναι απαράγραπτα.
Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η εναγομένη στην οποία ανήκε κατά κυριότητα αγρός επιφανείας 86.280,25 και ειδικότερα η εκκλησιαστική επιτροπή, ενεργώντας για λογαριασμό της εναγομένης κατάρτισε άτυπες συμβάσεις χρησιδανείου με πολλούς κατοίκους της περιοχής ιδιαιτέρως χαμηλών εισοδημάτων, μεταξύ των οποίων και πολλοί αγγειοπλάστες, προκειμένου να τους ενισχύσει οικονομικά και για λόγους καθαρά φιλανθρωπικούς.
Μεταξύ αυτών ήταν και ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος στον οποίο παραχωρήθηκε κατά τον ως άνω τρόπο και για τον ίδιο λόγο έκταση που δεν προέκυψε με ακρίβεια (η επιφάνειά της υπολογίζεται από 400 έως 500 τ.μ.) που αποτελεί τμήμα της προπεριγραφείσας μείζονος εκτάσεως, από παλιά, χωρίς να έχει αποδειχθεί με ακρίβεια ο χρόνος της παραχώρησης, σίγουρα όμως πριν από το έτος 1940.
Εκτοτε ασκούσε εκεί το επάγγελμα του αγγειοπλάστη. Περί το έτος 1962 που, λόγω ηλικίας δεν ήταν σε θέση να ασκεί πλέον την τέχνη – επάγγελμα του αγγειοπλάστη, παραχώρησε ατύπως τη χρήση τμήματος του ακινήτου, που ο ίδιος χρησιμοποιούσε, εκτάσεως 130 τ.μ. στον πατέρα του ενάγοντος, ο οποίος συντηρούσε το παλαιό κτίσμα που βρισκόταν εντός αυτού και γενικώς φρόντιζε αυτό, μέχρι που το έτος 1989 παραχώρησε ατύπως τη χρήση αυτού στον ενάγοντα, ο οποίος εξακολούθησε να το φροντίζει και να το συντηρεί.
Το δικαστήριο έκρινε ότι και στις δύο ως άνω παραχωρήσεις (από τον παππού του ενάγοντος στον πατέρα του και από τον πατέρα του στον ενάγοντα) συγκατατέθηκε σιωπηρώς, όπως τούτο συνάγεται από την εν γένει συμπεριφορά της, η Ιερά Μονή χωρίς καμία τροποποίηση των όρων της αρχικής σύμβασης και γνωρίζοντας και οι τρεις γενεές ότι αποτελούσε περιουσία της εναγομένης.

Ομως από ουδένα αποδεικτικό μέσο αποδεικνύεται ή συνάγεται ότι τις ανωτέρω πράξεις συντήρησης, διαχείρισης και προστασίας του ακινήτου ενεργούσαν με διάνοια κυρίου, αφού και οι τρεις γενεές που χρησιμοποιούσαν το τμήμα, όπως και πολλοί άλλοι γείτονες, στους οποίους είχαν παραχωρηθεί από την εναγομένη άλλα τμήματα της ίδιας κτηματολογικής μερίδας με το ίδιο καθεστώς, γνώριζαν ότι είναι ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής και θα πρέπει να τα παραδώσουν όταν τους ζητηθεί, ούτε και ποτέ γνωστοποίησε ο παππούς ή ο πατέρας ή ο ίδιος ο ενάγων στην Ιερά Μονή ασχέτως της τυχόν ενδιάθετης βούλησής του ότι ασκούν τις οποιεσδήποτε πράξεις συντήρησης του επιδίκου ακινήτου με διάνοια κυρίου.
Το Εφετείο Δωδεκανήσου τονίζει περαιτέρω, αναφορικά με τη στάση της Ιεράς Μονής έναντι του ενάγοντος, του πατέρα του και του παππού του, ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρα 336 παρ. 4 ΚΠολΔ.) η εκκλησία είναι ευμεγέθης οργανισμός με γραφειοκρατικές δομές και διαδικασίες, προσομοιάζει δε συχνά στο ζήτημα της διαχείρισης της περιουσίας της με το Δημόσιο και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δηλαδή παρατηρείται ενίοτε χαλαρότητα και μακροχρόνια αδιαφορία στις οικονομικές συναλλαγές της, οι οποίες δεν ακολουθούν πάντοτε τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας και επομένως η παράλειψη σύνταξης εγγράφων περί καταρτίσεως ή ανανεώσεως των συμβάσεων χρησιδανείου με τους εκάστοτε χρησάμενους δεν συνεπάγεται αλλαγή της βούλησης των οργάνων που τη διοικούν αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου.
Κατά συνέπεια, όπως έκρινε, ουδέποτε παραιτήθηκε έστω και σιωπηρά από την κυριότητά της επί του επιδίκου, ούτε δικαιολογείται η δημιουργία τέτοιας εντύπωσης στον ενάγοντα. Η πολυετής παράλειψή της να συντάξει εγγράφως τις ανωτέρω συμβάσεις καταμαρτυρεί αφενός την σιωπηρή συγκατάθεσή της στις νέες συμβάσεις χρησιδανείου με τον πατέρα του ενάγοντα, ως τον ενάγοντα  και αφετέρου την εμμονή της στην αρχική της βούληση, δηλαδή στην παραχώρηση της δυνατότητας στον παππού του ενάγοντος κι εν συνεχεία στον πατέρα του και στον ίδιο να ασκήσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα ως αγγειοπλάστες, λόγω της απορίας τους, στο ακίνητό της, χωρίς ποτέ να απεμπολίσουν το δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτού, όπως επιβεβαιώνεται και από τη διεκδίκηση του επιδίκου.
Κρίθηκε έτσι ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του ενάγοντος οι κατ’ άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού προϋποθέσεις της κτητικής παραγραφής επί του επιδίκου και συνεπώς απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Θυμίζουμε εξάλλου ότι στην ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Τσαμπίκας Αρχαγγέλου Ρόδου έχουν περιέλθει δυνάμει της υπ’ αριθ. ΔK 5011/78/3627/80/21-4-1994 απόφασης απόδοσης του Nομάρχη Δωδεκανήσου, νομίμως μεταγραφείσης στα αντίστοιχα κτηματολογικά βιβλία, 25 στρέμματα της υπ’ αριθμ. 4208 μερίδας γαιών Αρχαγγέλου, στα Στεγνά. Η μερίδα ΚΜ4208 γαιών Αρχαγγέλου βρισκόταν από αρχικής καταγραφής στην ιδιοκτησία του δημοσίου (νομικής φύσεως «ντεμανιάλε»).
Το τμήμα των 25 στρεμμάτων της μερίδας αυτής (ονοματίστηκε ΚΜ4208/ΑΕ) παραχωρήθηκε στην Ιερά Μονή Τσαμπίκας Αρχαγγέλου Ρόδου από τον τότε Νομάρχη σε μια προσπάθεια «τακτοποίησης» των καταπατητών αυτής και ρυθμίσεων του μείζονος θέματος των αυθαιρεσιών μεγέθους που είχαν γίνει στην περιοχή.
Μετά την παραχώρησή της στην ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής την 21η Απριλίου 1994 η μερίδα ΚΜ4208 με εκθέτη ΑΕ, συνολικού εμβαδού 25 στρεμμάτων στα Στεγνά απώλεσε τον δημόσιο χαρακτήρα της και κατέστη ιδιωτική.
Σε εφαρμογή μάλιστα των προβλεπόμενων από τον κτηματολογικό κανονισμό Δωδεκανήσου, που επιτρέπει την χρησικτησία και εκκλησιαστικών ακινήτων κατέστη ταυτόχρονα «ελεύθερη» διεκδικήσεων τμημάτων της από καταπατητές.
Ακολούθησαν αιτήσεις χρησικτησίας που παραδόξως έγιναν δεκτές και στην πορεία η Διεύθυνση Δασών Δωδεκανήσου, μετά από αυτοψία που διενήργησε στην μερίδα κατόπιν πολλών καταγγελιών για καταπατήσεις δημοσίων, εκκλησιαστικών και δασικών εκτάσεων στην περιοχή, εξέδωσε 7 χρόνια μετά την απόφαση απόδοσής της στην Ιερά Μονή Τσαμπίκας Αρχαγγέλου Ρόδου, την υπ’ αριθμ. πρωτ. 4539/ΠE/27-2-2001 πράξη χαρακτηρισμού σύμφωνα με την οποία ολόκληρη η μερίδα αυτή αποτελεί «Δάσος Tραχείας Πεύκης».
Εν ολίγοις η Διεύθυνση Δασών, έστω και ετεροχρονισμένα, έκρινε εμμέσως πλην σαφώς ότι κακώς ο τότε Νομάρχης Δωδεκανήσου απέδωσε το 1994 τα 25 αυτά στρέμματα στην Ιερά Μονή Τσαμπίκας Αρχαγγέλου Ρόδου για τακτοποίηση των καταπατητών και των αυθαιρέτων, από τη στιγμή που το τμήμα αυτό της μερίδας ΚΜ4208 γαιών Αρχαγγέλου ήταν εξ’ ολοκλήρου δασικό.!
Επεμβάσεις επί δασών, που προστατεύονται ευθέως από το Σύνταγμα, απαγορεύονται ρητά από τον νόμο ενώ ταυτόχρονα απαγορεύεται – και δεν νοείται- η υποβολή αγωγών χρησικτησίας σε δασικές εκτάσεις.
Τα δασικά εκκλησιαστικά ακίνητα μάλιστα τα διαχειρίζεται αποκλειστικά, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, η Διεύθυνση Δασών Δωδεκανήσου και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με τρίτους.

Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Μηνάς Τσέρκης.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου