- Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τους δύο κατηγορούμενους
Άκρως αποκαλυπτική των συνθηκών κάτω από τις οποίες δολοφονήθηκε η 69χρονη Ουρανία Γερολύμου του Ευαγγέλου είναι η πρόταση της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Κυριακής Κλιάμπα, προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου, που παρέτεινε με βούλευμα που εξέδωσε προχθές την προσωρινή κράτηση των δύο εγγονιών της και κατηγορούμενων στην υπόθεση μέχρι την 4η Νοεμβρίου 2015.
Κατηγορούμενοι, όπως έγραψε η «δημοκρατική», είναι η 29χρονη Αικατερίνη Βιδάλη και ο 26χρονος ετεροθαλής αδελφός της Κυριάκος Μαρκόπουλος.
Όπως επισημαίνει η κ. Εισαγγελέας αμφότεροι οι κατηγορούμενοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης υπέπεσαν σε εξόφθαλμες αντιφάσεις στις απολογίες τους, πότε αναλαμβάνοντας (ο δεύτερος) ή αποσείοντας την ευθύνη από πάνω τους και πότε επιρρίπτοντας ευθύνες ο καθένας στον συγκατηγορούμενό του ή σε άλλα άγνωστα πρόσωπα.
Τονίζει ωστόσο, ότι όλες αυτές οι αντιφάσεις εξουδετερώνονται από αδιάσειστα στοιχεία που έχουν κομιστεί από το συλλεγέν αποδεικτικό υλικό. Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Εισαγγελέας, αρχικά, από την επιτόπια αυτοψία στην κατοικία της θανούσης δεν διαπιστώθηκε παραβίαση της κύριας θύρας ή εισβολή προσώπου από παράθυρο καθώς δεν είχε μετακινηθεί ούτε ένα σκεύος από τα εκεί τοποθετημένα που εμπόδιζαν την είσοδο σε όποιον επιχειρούσε να εισέλθει, συνεπώς ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης ότι δήθεν εισήλθε την επόμενη μέρα το πρωί στο σπίτι της θανούσας από το παράθυρο μην έχοντας κλειδί και έντρομη διαπίστωσε ότι ήταν νεκρή, οπότε και κατήγγειλε το συμβάν, δεν ευσταθεί. Εκρινε αντιθέτως, πως από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι αποτρόπαιες πράξεις εις βάρος της θανούσης τελέστηκαν από πρόσωπα τα οποία είχαν ακώλυτη πρόσβαση στην οικία αυτής, τέτοια δε πρόσβαση μεταξύ άλλων είχε η κατηγορουμένη η οποία ως εγγονή, που επισκεπτόταν καθημερινά τη γιαγιά της, είχε στην κατοχή της αντικλείδι και με αυτό τον τρόπο επέτρεψε την είσοδο και στον έτερο κατηγορούμενο προκειμένου να υλοποιήσουν το εγκληματικό τους σχέδιο.
Για την παρουσία των δύο κατηγορουμένων στον τόπο του εγκλήματος εκείνη τη νύχτα δεν καταλείπεται αμφιβολία, σύμφωνα με την κ. Εισαγγελέα, καθώς εντοπίστηκε αποτσίγαρο μάρκας PRINCE με το βιολογικό υλικό της πρώτης κατηγορουμένης (που η ίδια είχε ομολογήσει ότι της είχε φέρει νωρίτερα ο δεύτερος κατηγορούμενος) σε τασάκι επιμελώς κρυμμένο στον τόπο του εγκλήματος, ενώ εντοπίστηκε και βιολογικό υλικό του δεύτερου κατηγορουμένου σε μαξιλαροθήκη της θανούσας, παρότι αυτός δεν συνήθιζε να την επισκέπτεται ποτέ αν και ήταν εγγονός της.
Επισημαίνει παραπέρα ότι η πρώτη κατηγορούμενη προανακριτικά, ενώ αρνείτο τη συμμετοχική της ευθύνη και κατηγορούσε τον δεύτερο κατηγορούμενο, κατέθετε πάντα έχοντας ειρμό και λογική ακολουθία στα λεγόμενα της, στη συνέχεια όμως στην αποτυχημένη προσπάθεια της να συγκαλύψει την εγκληματική δράση της, προέβη σε λογικά ανακόλουθες αναζητήσεις και ισχυρισμούς, φιλοσοφικού και ψυχολογικού περιεχομένου προσχηματικά, με σκοπό να παρουσιάσει τον εαυτό της ως ένα πλάσμα αδύναμο σωματικά και ψυχολογικά, το οποίο τελούσε σε έντονο συναισθηματικό δέσιμο με την θανούσα και δεν είχε κανένα κίνητρο για να την θανατώσει και να αφαιρέσει από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της την τηλεόραση ή πιθανότατα και άλλα αντικείμενα όπως χρήματα, των οποίων η αφαίρεση είναι πλέον αδύνατον να διελευκανθεί.
Η κ. Εισαγγελέας επισημαίνει πως μία βασική αντίφαση στις καταθέσεις της πρώτης κατηγορουμένης εντοπίζεται στον ισχυρισμό της ότι είχε πολύ καιρό να καθαρίσει το σπίτι της γιαγιάς της, το οποίο, όντως βρέθηκε ακατάστατο και βρώμικο με εξαίρεση την περιοχή περιμετρικά του πτώματος, η οποία βρέθηκε επισταμένως καθαρή, μάλιστα στο πλαίσιο των ερευνών εντοπίστηκε βιολογικό υλικό της πρώτης κατηγορουμένης στη λαβή του κουβά σφουγγαρίσματος καθώς και στο κοντάρι της σφουγγαρίστρας, ενώ στο πλαστικό τμήμα της κεφαλής της σφουγγαρίστρας βρέθηκε βιολογικό υλικό της θανούσας, γεγονός που υποδηλώνει αδιαμφισβήτητα ότι αν μη τι άλλο η πρώτη κατηγορούμενη ήταν αυτή που φρόντισε να εξαλείψει κάθε ίχνος τουλάχιστον δικό της από τον τόπο του εγκλήματος μετά την θανάτωση της γιαγιάς της, σε συνεργασία με τον δεύτερο κατηγορούμενο.
Όσον αφορά δε στην εγκληματική δράση του δεύτερου κατηγορουμένου, η κ. Εισαγγελέας τονίζει ότι ο ισχυρισμός του ότι έλαβε την τηλεόραση έξω από το σπίτι όπου δήθεν την είχε μεταφέρει η πρώτη κατηγορούμενη καταρρίπτεται ήδη από το γεγονός ότι ανευρέθη και δικό του βιολογικό υλικό όπως προαναφέρθηκε και με αυτό τον τρόπο πιστοποιείται η παρουσία του μέσα στο εγκληματικό πεδίο.
Επιπλέον, ο ίδιος ο δεύτερος κατηγορούμενος ομολογεί ότι βρέθηκε στην κατοχή του η τηλεόραση της θανούσας την οποία διέθεσε παραπέρα στον έτερο συγκατηγορούμενο, για αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, ο οποίος με τη σειρά του την πούλησε στον τέταρτο συγκατηγορούμενο για αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, ενώ από τις απολογίες των τελευταίων που καταθέτουν ότι η συναλλαγή για την πώληση της τηλεόρασης έλαβε χώρα τηλεφωνικά περί τις 20.00 την ίδια νύχτα και πάντως σε χρόνο πριν την αφαίρεσή της και τη θανάτωση της γιαγιάς των κατηγορουμένων ενισχύεται η εκδοχή της προμελέτης και της όλης εγκληματικής σχεδίασης από τους δράστες.
Επιπλέον, ο τελευταίος στην απολογία του καταθέτει ότι όταν μετέβη με τον δεύτερο συγκατηγορούμενο να παραλάβουν την τηλεόραση δήθεν από το σπίτι της πρώτης κατηγορούμενης, ο δεύτερος κατηγορούμενος άργησε πολύ να επιστρέψει στο αυτοκίνητο με την κλαπείσα τηλεόραση και όταν εμφανίστηκε μετά από αδικαιολόγητη αναμονή 45 και πλέον λεπτών του αγχωμένος και ταραγμένος αναφώνησε «φίλε, τα έχω κάνει σκ…» και τον προέτρεψε να φύγουν γρήγορα, όπως και έγινε. Άλλωστε, και από την δι’ αλληλογραφίας επικοινωνία μεταξύ των κατηγορουμένων μετά την επιβολή της προσωρινής τους κράτησης προέκυψε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος προσπάθησε να πείσει την πρώτη κατηγορούμενη να ενοχοποιήσει καταθέτοντας εις βάρος ενός άλλου προσώπου, με τον οποίο αυτή στο παρελθόν διατηρούσε σχέση και, ο οποίος είχε επιδείξει πολλές φορές βίαιη και αντικοινωνική συμπεριφορά, προκειμένου οι δυο τους να αποφύγουν τα ισόβια, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η πρώτη κατηγορούμενη στην συμπληρωματική απολογία της.
Η κ. Εισαγγελέας έκρινε ότι εις βάρος τους προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής που εγγίζουν τα όρια της βεβαιότητας σχετικά με τη διάπραξη των αξιόποινων αυτών πράξεων η σοβαρότητα δε των ενδείξεων δικαιολογεί όχι μόνο την αρχική επιβολή προσωρινής κράτησης αλλά και την εξακολούθησή της.