την Κυριακή διεξάγεται ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία. Οι περισσότεροι παρατηρητές αναμένουν, ο κεντρώος Εμμανουήλ Μακρόν να κερδίσει τη λευκή εθνικίστρια, Μαρίν Λε Πεν – παρακαλώ, ας σταματήσουμε να δίνουμε περισσότερη αξία στην πολιτική της, αποκαλώντας την «λαϊκισμό». Είμαι σίγουρος ότι οι κανόνες των Times μου επιτρέπουν να δηλώσω απερίφραστα ότι ελπίζω ειλικρινά, η κοινή λογική να μην κάνει λάθος. Μια νίκη της Λε Πεν θα αποτελούσε καταστροφή για την Ευρώπη και τον κόσμο.
Ωστόσο, πιστεύω επίσης, ότι έχει νόημα να θέσω μερικά ερωτήματα σχετικά με το τι τρέχει. Πρώτον, πώς έφτασαν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο; Δεύτερον, μια ήττα της Λε Πεν θα ήταν άραγε κάτι περισσότερο από μια ανάσα ανακούφισης εν μέσω της συνεχιζόμενης ευρωπαϊκής κρίσης;
Όπως ο καθένας σε αυτήν την πλευρά του Ατλαντικού, δεν καταφέρνω να δω εν μέρει τη Γαλλία παρά μέσα από ένα «Τραμπικό» πρίσμα. Είναι όμως σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι παραλληλίες μεταξύ της γαλλικής και της αμερικανικής πολιτικής υπάρχουν, παρά τις μεγάλες διαφορές στις βασικές οικονομικές και κοινωνικές τάσεις (που ισχύουν στις δύο χώρες).
Καταρχάς, ενώ η Γαλλία δέχεται σοβαρή κριτική -μεγάλο μέρος της οποίας προέρχεται από ιδεολόγους που επιμένουν ότι η γενναιοδωρία των κρατών πρόνοιας έχει καταστροφικά αποτελέσματα- διαθέτει στην πραγματικότητα μια αρκετά επιτυχημένη οικονομία. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, οι Γάλλοι μεταξύ 25 και 54 ετών -κατά την παραγωγικότερη ηλικιακή περίοδο του ανθρώπου δηλαδή- είναι σημαντικά πιο πιθανό να εργάζονται επ’ αμοιβή απ’ ότι οι αντίστοιχοι Αμερικανοί.
Επίσης είναι σχεδόν εξίσου παραγωγικοί. Είναι αλήθεια ότι οι Γάλλοι παράγουν κατ’ άτομο περίπου ένα τέταρτο λιγότερο απ’ όσο παράγουν οι Αμερικανοί, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι κάνουν διακοπές περισσότερο και συνταξιοδοτούνται νεότεροι – πράγματα δηλαδή, που προφανώς δεν είναι και τρομερά.
Και ενώ στη Γαλλία, όπως σχεδόν παντού, έχει παρατηρηθεί μια σταδιακή πτώση του αριθμού των θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης, η χώρα δεν βίωσε ποτέ κάτι ανάλογο του «σοκ της Κίνας», που καταβαράθρωσε την απασχόληση στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Εν τω μεταξύ, στο πλαίσιο αυτής της «όχι τόσο μεγάλης αλλά κι όχι απαίσιας» οικονομίας, η Γαλλία προσφέρει ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας που οι πιο προοδευτικοί Αμερικανοί δε μπορούν να φανταστούν ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα: εγγυημένη υγειονομική περίθαλψη υψηλής ποιότητας για όλους, γενναιόδωρη άδεια μετ’ αποδοχών σε νέους γονείς, βρεφονηπιακή φροντίδα για όλους και πολλά άλλα.
Τέλος, είναι εξίσου σημαντικό ότι η Γαλλία -μπορεί λόγω αυτών των διαφορών στις κοινωνικές πολιτικές, μπορεί γι’ άλλους λόγους – δεν βιώνει μια κοινωνική κατάρρευση ανάλογη με αυτήν που φαίνεται να πλήττει μεγάλο μέρος της λευκής Αμερικής. Ναι, η Γαλλία έχει μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Ποια χώρα δεν έχει; Πλήττεται όμως πολύ λιγότερο από το κύμα θανάτων εξαιτίας της απόγνωσης που, σύμφωνα με την Ανν Κέις και τον Άνγκους Ντίτον, σαρώνει τη λευκή εργατική τάξη των ΗΠΑ.
Εν ολίγοις, η Γαλλία απέχει μακράν από την ουτοπία, αλλά, με βάση τις περισσότερες προδιαγραφές, προσφέρει στους πολίτες της μια αρκετά αξιοπρεπή ζωή. Γιατί λοιπόν τόσο πολλοί είναι πρόθυμοι να ψηφίσουν -και πάλι, ας μην χρησιμοποιήσουμε ευφημισμούς- μια ακροδεξιά ρατσίστρια;
Υπάρχουν, χωρίς αμφιβολία, πολλοί λόγοι – ιδίως η πολιτισμική αγωνία έναντι των μουσουλμάνων μεταναστών. Ωστόσο, δείχνει ξεκάθαρο ότι οι ψήφοι υπέρ της Λε Πεν θα είναι εν μέρει ψήφοι διαμαρτυρίας ενάντια στην αντίληψη που έχει διαμορφωθεί για τους εκτός επαφής υψηλόβαθμους αξιωματούχους που διοικούν την ΕΕ. Κι αυτή η αντίληψη έχει δυστυχώς ένα στοιχείο αλήθειας.
Όσοι από εμάς παρακολουθήσαμε με ποιον τρόπο τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα διαχειρίστηκαν την κρίση χρέους που ξεκίνησε στην Ελλάδα και εξαπλώθηκε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, συγκλονιστήκαμε από τον συνδυασμό απάθειας και αλαζονείας που επικράτησε.
Παρόλο που οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο έκαναν επανειλημμένα λάθος για τα οικονομικά κι ενώ η λιτότητα που επέβαλαν ήταν τόσο καταστροφική για την οικονομία όσο προέβλεψαν οι γι’ αυτήν επικριτικές αντιδράσεις, συνέχισαν να ενεργούν σαν να γνώριζαν όλες τις σωστές απαντήσεις – μέσα από μια λογική ότι οποιαδήποτε ταλαιπωρία κι αν προέκυπτε ήταν, στην πραγματικότητα, η απαραίτητη τιμωρία για τις αμαρτίες του παρελθόντος.
Πολιτικά, παρά τη συμπεριφορά τους αυτή, οι Ευρωκράτες κατάφεραν να «τη βγάλουν καθαρή» γιατί τα μικρότερα έθνη αποτέλεσαν εύκολα θύματα εκφοβισμού, αδύναμα να ορθώσουν το ανάστημά τους στις παράλογες απαιτήσεις, εξαιτίας του τρόμου που τα διακατείχε, να μείνουν εκτός της χρηματοδότησης του ευρώ. Αλλά η ελίτ της Ευρώπης κάνει τρομερό λάθος εάν πιστεύει ότι μπορεί να συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο στους μεγαλύτερους παίκτες.
Πράγματι, υπάρχουν ήδη οι ενδείξεις μιας επικείμενης καταστροφής στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται τώρα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βρετανίας.
Εύχομαι οι Βρετανοί να μην είχαν ψηφίσει υπέρ του Brexit, το οποίο θα κάνει την Ευρώπη πιο αδύναμη και τη χώρα τους πιο φτωχή. Όμως, οι αξιωματούχοι της ΕΕ ακούγονται ολοένα και περισσότερο σαν εξοργισμένη σύζυγος που είναι αποφασισμένη να κερδίσει όσο γίνεται περισσότερα κατά τον διακανονισμό του διαζυγίου. Κι αυτό είναι απλά παράλογο. Είτε της αρέσει είτε όχι, η Ευρώπη θα πρέπει να ζήσει με τη μετα-Brexit Βρετανία, και το στιλ εκφοβισμού που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση της Ελλάδας, απλά δεν πρόκειται να λειτουργήσει σε ένα έθνος τόσο μεγάλο, πλούσιο και περήφανο όσο το Ηνωμένο Βασίλειο.
Όλα τα παραπάνω με φέρνουν πίσω στο ζήτημα των γαλλικών εκλογών. Η πιθανότητα μιας νίκης της Λε Πεν πρέπει να μας τρομάζει. Αλλά θα πρέπει επίσης να ανησυχούμε για το εάν μια νίκη του Μακρόν δε θα κάνει τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο να αντιληφθούν το Brexit απλώς ως παρεκλίνουσα συμπεριφορά και να πιστέψουν ότι οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι μπορούν για πάντα να φοβούνται να διαφωνήσουν με ό, τι υποστηρίζουν οι καλύτεροι τους πως είναι απαραίτητο.
Οπότε ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: Ακόμη κι αν το χειρότερο αποφευχθεί αυτή την Κυριακή, το μόνο που θα πάρει ολόκληρη η ευρωπαϊκή ελίτ είναι μια περιορισμένη πίστωση χρόνου για ν’ αλλάξει τρόπους.
* Άρθρο του Πολ Κρούγκμαν στους Νew York Times