Γράφει η
Χαρούλα Λεοντίτση,
Ειδική Λογοπαθολόγος,
Νηπιαγωγός και Ειδική
Παιδαγωγός
Είναι συχνό φαινόμενο στην πρώτη τάξη του δημοτικού, να συναντάμε παιδιά τα οποία έχουν πρόβλημα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της τάξης. Συνήθως πρόκειται για παιδιά, που θα πρέπει να επαναλάβουν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του νηπιαγωγείου. Τα παιδιά τα οποία μένουν πίσω στην πρώτη δημοτικού έχουν πρόβλημα στο μηχανισμό της ανάγνωσης ο οποίος αποτελείται από τρία στάδια.
Χαρακτηριστική είναι η δυσκολία των παιδιών να ξεχωρίσουν την πρώτη “φωνούλα” δηλαδή το πρώτο φώνημα σε μία λέξη που τους ζητάμε. Κάθε μαθητής πριν μπει στη διαδικασία να διδαχθεί την πρώτη ανάγνωση θα πρέπει πρώτον να μπορεί να ακούει μία ιστορία και να την επαναλαμβάνει με δικά του λόγια. Δεύτερον να μπορεί, να απαντήσει ερωτήσεις κατανόησης πάνω σε αυτή την ιστορία. Τρίτον, να μπορεί να ομαδοποιεί λέξεις με βάση την ομοιοκαταληξία τους. Τέταρτον να μπορεί να ξεχωρίζει μεμονωμένα γράμματα από λέξεις. Πέμπτον να μπορεί να βρίσκει λέξεις που ξεκινούν από συγκεκριμένο γράμμα. Εκτον να μπορεί να συνθέτει λέξεις από συλλαβές λέγοντας παράδειγμα τις συλλαβές κα – πέ – λο και ρωτώντας ποια λέξη δημιουργείται από τις συλλαβές. Ολες αυτές αποτελούν δραστηριότητες που θα πρέπει να δουλεύονται κατά τη διάρκεια της φοίτησής του παιδιού στο νηπιαγωγείο διότι αποτελούν τη βάση για να δημιουργήσει ο μαθητής της Α Δημοτικού ένα σωστό μηχανισμό πρώτης ανάγνωσης. Καλό θα είναι παιδιά τα οποία παρουσιάζουν ανωριμότητα και δυσκολίες στη φωνολογική ενημερότητα στον τρόπο δηλαδή που το παιδί αντιλαμβάνεται και χειρίζεται τους ήχους της ελληνικής γλώσσας, να επαναλαμβάνουν τη φοίτησή τους για ένα ακόμη χρόνο στο νηπιαγωγείο. Με αυτό τον τρόπο προλαμβάνουμε την εμφάνιση μαθησιακών δυσκολιών στην Α Δημοτικού.
Πώς διακρίνουμε όμως ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες; Ποια είναι τα γενικά χαρακτηριστικά της εικόνας ενός τέτοιου παιδιού;
Οι επιστήμονες που ασχολούνται με τα παιδιά που παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες εύκολα μπορούν να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα των δυσκολιών αυτών. Μπορούμε να παρομοιάσουμε τον εγκέφαλο των παιδιών αυτών σαν ένα σύστημα με διακόπτες το οποίο έχει κάποια χαλαρά καλώδια με αποτέλεσμα να βραχυκυκλώνεται η διαδικασία της μάθησης. Τα γενικά χαρακτηριστικά ενός παιδιού με μαθησιακή δυσκολία είναι τα εξής • δεν μπορούν να διαλέξουν να ταξινομήσουν και να υποθηκεύσουν πληροφορίες στο μυαλό τους • έχουν δυσκολία στο να μάθουν διάφορες αλληλουχίες οπως να μάθουν ποιες είναι οι μέρες της εβδομάδας ή ακόμη και να μάθουν να δένουν τα κορδόνια τους • έχουν δυσκολία στο να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει και να απαντήσουν σε προβλήματα (συνήθως δίνουν τυποποιημένες και λανθασμένες απαντήσεις) • έχουν πρόβλημα οργάνωσης δεν μπορούν να οργανώσουν από την τσάντα τους και το δωμάτιό τους μέχρι τον τρόπο που διαβάζουν • η προσοχή τους έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια και αυτό συμβαίνει γιατί ο μηχανισμός του εγκεφάλου που φιλτράρει τις πληροφορίες δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα ουσιώδη από τα επουσιώδη (παράδειγμα ενώ ακούει τη δασκάλα που παραδίδει μάθημα ταυτόχρονα ακούει και θορύβους από τον διάδρομο του σχολείου) • μπορεί να εμφανίζουν ιδιαίτερα ταλέντα όπως η δημιουργία περίπλοκων κατασκευών • δεν μπορούν να ακολουθήσουν περίπλοκες οδηγίες • δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε καταστάσεις άγχους και έντασης • δεν μπορούν να θυμηθούν ορθογραφικούς κανόνες • έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση • είναι αδέξια όσον αφορά την κίνησή τους (κάνουν ζημιές) • έχουν δυσκολία στο να θυμηθούν ημερομηνίες ορισμούς ονόματα • δεν μπορούν να αντιγράψουν από τον πίνακα ή όταν κάποιος τους υπαγορεύει κάτι συνήθως γράφουν τα μισά από αυτά που τους λένε • κρατάνε πάρα πολύ σφιχτά το μολύβι με αποτέλεσμα να κουράζονται πολύ εύκολα (το κάνουν λόγω άγχους). Όλα τα παραπάνω αποτελούν τυπικά χαρακτηριστικά ενός παιδιού με μαθησιακές δυσκολίες. Πρόκειται για έξυπνα συνήθως παιδιά με φυσιολογικό ή και πάνω του φυσιολογικού δείκτη νοημοσύνης αλλά αυτές οι δυσκολίες που παρουσιάζουν πολλές φορές τα κάνουν να φαίνονται πιο “χαζά” ή πιο ανώριμα. Όταν εστιάσουμε στις συγκεκριμένες δυσκολίες κάθε παιδιού και εφαρμόσουμε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους τότε μπορούμε να έχουμε μαθητές οι οποίοι μπορούν να πλησιάζουν τις επιδόσεις των φυσιολογικών μαθητών.