- Και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα
Την 11η Ιουνίου 2015 θα εξεταστεί από το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου η έφεση που άσκησε ένας κάτοικος της Καρπάθου, που κατηγορείται για τοκογλυφία κατά συρροή κατ’ επάγγελμα και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για την ακύρωση του βουλεύματος του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη.
Ο Εισαγγελέας Εφετών εισηγήθηκε στο δικαστικό συμβούλιο την απόρριψη της εφέσεώς του.
Η έρευνα για την υπόθεση είχε προκαλέσει μεγάλο θόρυβο στο ακριτικό νησί καθώς υπόλογη για το αδίκημα της δωροδοκίας είχε βρεθεί και έφορος του νησιού, ενώ η ίδια και ακόμη δύο συγγενικά της πρόσωπα κατηγορήθηκαν και για υποβολή ανακριβούς φορολογικής δήλωσης.
Αφορμή για την έρευνα, όπως έγραψε η “δημοκρατική”, αποτέλεσαν σχετικές παραγγελίες του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνοδευόμενες από καταγγελία προσώπου με εικονικά στοιχεία ταυτότητας.
Ο ανώνυμος υποστήριξε ότι ο Καρπάθιος χορηγούσε συστηματικά και κατ’ επάγγελμα τοκογλυφικά δάνεια σε αρκετούς κατοίκους του νησιού.
Καταγγέλθηκε ακόμη ότι ενώ κατοχύρωσε σε διενεργηθέντα πλειστηριασμό μια ΑΓΕΕ για το ποσό των 370.000 €, παρότι φαίνεται να έχει πενιχρά εισοδήματα, στην προσπάθεια του να καλύψει το «πόθεν έσχες» προσκόμισε στη Δ.Ο.Υ. Ρόδου εξήντα πέντε περίπου δηλώσεις δωρεάς που φέρεται να έλαβε από συντοπίτες του.
Σύμφωνα με την καταγγελία, εφέρετο να έχει δωροδοκήσει την προϊσταμένη της Δ.Ο.Υ. Καρπάθου, προκειμένου να μην προβεί σε νομότυπο φορολογικό έλεγχο για την πηγή των εσόδων του.
Οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι, που διατηρούν στην Κάρπαθο ξενοδοχειακή μονάδα εφέροντο να φοροδιαφεύγουν.
Στο πλαίσιο της εισαγγελικής έρευνας, διενεργήθηκε φορολογικός έλεγχος τόσο στην επιχείρηση του πρώτου, όσο και στην ανώνυμη ξενοδοχειακή εταιρεία.
Πραγματογνώμονας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέλη της ξενοδοχειακής εταιρείας δεν υπέπεσαν σε φορολογικό παράπτωμα καθώς τα εισοδήματά τους δικαιολογούνται από την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και την οικονομική ενίσχυση που έλαβαν τόσο από το τραπεζικό δάνειο όσο και από την κρατική επιχορήγηση.
Περαιτέρω το ΣΔΟΕ ήλεγξε τα άτομα που εφέροντο να είχαν προβεί στο παρελθόν σε άτυπες δωρεές προς τον πρώτο κατηγορούμενο.
Μεταξύ τεσσάρων κατοίκων της Καρπάθου που είχαν υποβάλει υπεύθυνες δηλώσεις υπήρξε και εκείνη ενός κατοίκου του νησιού ο οποίος κατήγγειλε ότι προς τα τέλη του 2009 είχε ανάγκη από χρήματα για να πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας για τα οχήματα επιχείρησής του και του ζήτησε να του δανείσει 3.000 €.
Για την αποπληρωμή του δανείου, όπως ισχυρίστηκε, του παρέδωσε επιταγή ύψους 6.000 € ενώ του ζήτησε να του υπογράψει μια δήλωση δωρεάς του συγκεκριμένου ποσού.
Από το σύνολο των ενόρκων καταθέσεων φέρεται να προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος με τη μορφή «άτυπων δωρεών» εισέπραξε χρήματα από 10 άτομα.
Ενας μάρτυρας κατέθεσε εξάλλου ότι λίγες μέρες πριν καταθέσει στον Ανακριτή τον πλησίασε ο πρώτος κατηγορούμενος και του ζήτησε να καταθέσει ψευδώς ότι εκείνος του είχε δανείσει το ποσό των 6.000 €.
Πέραν όμως της ανώνυμης καταγγελίας, από κανένα άλλο στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε εμπλοκή της εφόρου στην υπόθεση, πολύ περισσότερο δε ότι δωροδοκήθηκε για να του παρέχει κάλυψη.
Ο ίδιος στην έφεση ή του αρνείται τις κατηγορίες που του αποδίδονται και ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία του πρωτοβάθμιου δικαστικού συμβουλίου περί εικονικότητος των δωρεών, ακόμη και αν όλως εσφαλμένως ήθελε θεωρηθεί ως αληθής, σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν δυνατόν να στηρίξει την κατηγορία της τοκογλυφίας και της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, οι οποίες από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν στηρίζονται.
Ισχυρίζεται ότι όχι απλώς δεν προκύπτει οιαδήποτε πράξη τοκογλυφίας του κατηγορουμένου εις βάρος των μαρτύρων κατηγορίας, αφού γίνεται αναφορά σε χρήματα, που θα έδιναν ή δεν θα έδιναν αυτοί στον κατηγορούμενο και όχι ο κατηγορούμενος σε αυτούς, αλλά αντιθέτως δημιουργείται το οξύμωρο φαινόμενο του υποτιθέμενου «τοκογλύφου», που ζητάει δανεικά από άλλους.
Υποστηρίζει επιπλέον ότι υφίσταται ακυρότητα της προδικασίας που ακολουθήθηκε, διότι παραβιάστηκαν δικαιώματά του ως κατηγορούμενου και επιπλέον διότι η έρευνα κινήθηκε μετά από ανώνυμη καταγγελία η οποία όφειλε να αρχειοθετηθεί.
Ως συνήγοροι υπεράσπισής του παρίστανται οι δικηγόροι κ.κ. Κ. Διακονής και Στ. Αλεξανδρής.